«Αχ, μη ρωτάτε καν, στο χωριό μας σχεδόν όλοι έχουν αφήσει ένα μωρό στην Ελλάδα.
Εγώ τουλάχιστον κατάφερα να αγοράσω αυτό το μικρό σπίτι με τα καταραμένα χρήματα, ώστε να έχουμε στέγη για τα παιδιά μας. Δεν σπατάλησα ούτε ένα λεβ. Πολλοί άνθρωποι εδώ, όμως, δίνουν τα μωρά τους για το εύκολο χρήμα – τρώνε, πίνουν, κάνουν πάρτι. Οταν τα χρήματα τελειώσουν, απλώς πουλάνε το επόμενο μωρό».
Αυτή είναι η Στάνκα, μια γυναίκα γύρω στα 30, από την περιθωριοποιημένη μειονότητα Ρομά της Βουλγαρίας, που παραδέχεται ότι πούλησε ένα νεογέννητο αγόρι στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια για 3.500 ευρώ, ένα έγκλημα για το οποίο δικάζεται τώρα.
«Το μετανιώνω διαρκώς και δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι το αγόρι, αλλά ήμουν νέα και ανόητη. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλον τρόπο για να κερδίσω χρήματα και να ταΐσω τα άλλα δύο παιδιά μου, ήμουν απελπισμένη», λέει με τρεμάμενη φωνή. Κλαίει όταν θυμάται πως ήρθαν στο σπίτι της άνθρωποι από τη γειτονική πόλη και προσφέρθηκαν να πουλήσουν το τρίτο της παιδί, το οποίο ήταν ακόμη στην κοιλιά. Ολοι οι άλλοι αυτό έκαναν. Κατέληξε ότι αυτή ήταν η απάντηση στα προβλήματά της. Τώρα ζει με τον άντρα και τα δύο αγόρια της σε ένα σπίτι στην πόλη Εκζάρ Αντίμοβο, περίπου 40 χλμ. από το λιμάνι του Μπουργκάς. Το σπίτι είναι ερειπωμένο, αλλά για εκείνη ήταν τεράστια πρόοδος.
Το αντίτιμο
Η Στάνκα είναι μία από τις δεκάδες γυναίκες από τη Βουλγαρία που κάθε χρόνο πουλάνε τα βρέφη τους σε ζευγάρια από την Ελλάδα, που πασχίζουν να αποκτήσουν παιδί, όπως λένε οι αξιωματούχοι. Υποψιάζονται ότι ο πραγματικός αριθμός αγγίζει τις εκατοντάδες. Οι μητέρες κερδίζουν έως 5.000 ευρώ, αλλά κάποιες φορές λιγότερα από 1.000, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του Βαλκανικού Δικτύου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (BIRN). Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που πληρώνουν όσοι υιοθετούν καταλήγει στα χέρια των μεσαζόντων. Οπως τονίζει η Στάνκα, η πρακτική αυτή δεν προκαλεί κοινωνικό στίγμα στους Ρομά, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των γνωστών υποθέσεων.
Οι Ρομά είναι μια ξεχωριστή εθνική μειονότητα με τη δική τους κουλτούρα και γλώσσα, και είναι συχνά φτωχοί, άνεργοι και με κακή εκπαίδευση. Πολλοί ζουν σε ερειπωμένα γκέτο και αντιμετωπίζουν διακρίσεις.
Η Αστυνομία κατά της διακίνησης και οι εισαγγελείς τονίζουν ότι οι μητέρες σπάνια μετανιώνουν για τις πράξεις τους ή επενδύουν τα χρήματα σε ένα σπίτι. Συνήθως οι γυναίκες, ηλικίας μόνο 18-19 ετών και σπανίως άνω των 25, αποφασίζουν να πουλήσουν παιδιά που προκύπτουν από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Πρόσφατα η Αστυνομία διαπίστωσε ότι υπάρχουν περιπτώσεις σύλληψης με μοναδικό στόχο την πώληση.
Η Βέλικα, μητέρα τριών παιδιών από το γκέτο των Ρομά στην ανατολική πόλη Σλίβεν, είναι πιο χαρακτηριστική περίπτωση από τη Στάνκα. Δεν έχει δικό της σπίτι και δεν της έχει περισσέψει τίποτα από τα 1.500 ευρώ που πήρε για το παιδί της – τα μισά από όσα της είχαν υποσχεθεί. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή επειδή πούλησε το μωρό της στη Θεσσαλονίκη το 2009. Η Βέλικα, που έχει εργαστεί μόνο ως ιερόδουλος, κατηγορεί τον πατέρα της ότι την πίεσε να πουλήσει το μωρό και ξόδεψε τα χρήματα σε χρυσά κοσμήματα και μια τηλεόραση. Στην Ελλάδα πούλησε πρώτα ένα νεφρό και έτσι, σύμφωνα με την Αστυνομία, έκανε τις επαφές που οδήγησαν στην πώληση του βρέφους.
ΠΩΣ ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Η «ταρίφα» και τα κόλπα των διακινητών
Το εμπόριο βρεφών με την Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, όπως υποψιάζεται η Αστυνομία στη Βουλγαρία, όταν η κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη άνοιξε τα σύνορα. Το εμπόριο βρεφών συνέχισε να διευρύνεται σταθερά, ιδιαίτερα μετά την εισδοχή της Βουλγαρίας στην ΕΕ το 2007, εξαφανίζοντας τα σύνορα.
Οι διακινητές είναι κυρίως άνδρες και γυναίκες Ρομά, που ζούσαν για πολλά χρόνια με συμπατριώτες τους στην Ελλάδα και διατηρούν καλές επαφές. Επικεντρώνονται στα γκέτο των Ρομά γύρω από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, Μπουργκάς και Βάμα, και στη σχετικά φτωχή ανατολή, και τις πόλεις Σλίβεν, Γιάμπολ και Στάρα Ζαγκόρα. Μια έτοιμη αγορά τούς περιμένει στον Νότο, στην Ελλάδα, όπου συχνά τα άτεκνα ζευγάρια είναι πρόθυμα να πληρώσουν για να παρακάμψουν το κρατικό σύστημα υιοθεσιών, το οποίο τους αφήνει σε αναμονή για επτά ή οκτώ χρόνια. Το βρεφικό ίδρυμα «Μητέρα» στην Αθήνα λέει ότι μόνο μία στις πέντε από τις 500 υιοθεσίες ετησίως σχετίζεται με το κράτος.
Οι βουλγαρικές Αρχές αναφέρουν ότι οι Ελληνες πληρώνουν έως και 30.000 ευρώ για ένα κορίτσι και 40.000 για ένα αγόρι. Η Ελληνική Αστυνομία τοποθετεί το τίμημα ανάμεσα στα 3.000 και 30.000 ευρώ, με τις τιμές να έχουν μειωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης. Τέσσερα από τα πέντε μωρά που πωλούνται είναι αγόρια.
Οι νεαρές μητέρες παίρνουν ένα ελάχιστο κομμάτι αυτών των χρημάτων. Τα υπόλοιπα πηγαίνουν στην τσέπη των διακινητών και των μεσαζόντων. «Δεν είναι σπάνιο οι διακινητές να εξαπατούν τις γυναίκες και να τους δίνουν μόνο 500 ευρώ ή ακόμη και μόνο ένα εισιτήριο επιστροφής στη Βουλγαρία», λέει ένας ερευνητής.
Το οδικό δίκτυο προς την Ελλάδα είναι εύκολο και γνωστό. Οι διακινητές περνούν τις εγκύους από τα σύνορα χωρίς έλεγχο διαβατηρίων και εάν οι φρουροί ρωτήσουν τον σκοπό του ταξιδιού, συνήθως επικαλούνται αγροτικές εργασίες. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται σαν παροχείς προϊόντων και δεν τους επιτρέπεται να βγουν έξω μέχρι να γεννήσουν. Κατόπιν επιστρέφουν στο κατάλυμά τους μέχρι την οριστικοποίηση της συμφωνίας. «Το δίκτυο δεν μπορεί να οργανωθεί χωρίς γιατρούς, τοπικούς δικηγόρους και ίσως εισαγγελείς», είπε στο BIRN ένας αξιωματικός.
Μια μέθοδος νομιμοποίησης της υιοθεσίας είναι ένας Ελληνας άνδρας να ισχυριστεί ότι είναι ο πατέρας του παιδιού. Μερικούς μήνες αργότερα η μητέρα παραιτείται των γονεϊκών της δικαιωμάτων. Πιο συνηθισμένη είναι η ιδιωτική υιοθεσία. Ενας δικηγόρος ή ένας γυναικολόγος βοηθά το ζευγάρι να εντοπίσει μια γυναίκα που θέλει να δώσει το αγέννητο παιδί της. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να υπογράψουν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό. Αυτό είναι όλο, αν και από το 2013 το συμφωνητικό πρέπει να επικυρωθεί από δικαστήριο. Δεν πρέπει να υπάρχει χρηματική συναλλαγή, ωστόσο, όπως αναγνωρίζουν οι Αρχές, η απουσία τακτικών ελέγχων δημιούργησε μια γόνιμη μαύρη αγορά.
Πρόταση
Εθελοντής ανθρωπιστικής οργάνωσης στο Σλίβεν τονίζει ότι η Βουλγαρία και η Ελλάδα δεν μπορούν να σταματήσουν το εμπόριο. Προτείνει μια λύση που πιθανώς θα προσκρούσει σε κλειστές πόρτες. «Ισως και οι δύο χώρες θα έπρεπε να σκεφτούν μια μορφή νομιμοποίησης. Να επιβάλουν σαφείς κανόνες για την πληρωμή της μητέρας, για την υποστήριξή της κατά την εγκυμοσύνη, την πληρωμή των ιατρικών εξετάσεων και τη διαμονή. Αυτό τουλάχιστον θα έβαζε τέλος στη μαύρη αγορά, που ευνοεί κυρίως τους διακινητές και τους μεσάζοντες».
• Αυτό το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο της υποτροφίας Balkan Fellowship for Journalistic Excellence, με τη στήριξη του ERSTE Foundation και του Open Society Foundations, σε συνεργασία με το Balkan Investigative Reporting Network (www.birn.eu.com).
Γιουλιάνα Κόλεβα – Κώστας Καλλέργης
ΕΘΝΟΣ