Κατά κανόνα, η παραγραφή απαιτήσεων των ΟΤΑ από πρόστιμα ελεγχόμενης στάθμευσης, συντελείται μετά πάροδον 20ετίας, σύμφωνα με γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του Δήμου κ. Θ. Παπαγεωργίου, ο οποίος επικαλείται και σχετικές αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων.
ΘΕΜΑ: Αποσβεστική προθεσμία βεβαίωσης εσόδων και παραγραφή απαιτήσεων Ο.Τ.Α από πρόστιμα ελεγχόμενης στάθμευσης.
Α) Σύμφωνα με την από 10-9-2008 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας Πάνου Ζυγούρη, για τα διαλαμβανόμενα στο θέμα ζητήματα ισχύουν τα εξής:
«1. Αποσβεστική προθεσμία βεβαίωσης εσόδων των ΟΤΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΑΝ 344/1968 ως ισχύει:
«1. Η βεβαίωσις των φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και αντιτίμου προσωπικής εργασίας ενεργείται υπό των δήμων και κοινοτήτων εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε ετών από της λήξεως του οικονομικού έτους, εις ο ανάγονται.
Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει ακυρωθεί μετά την πάροδο της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν είναι μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική υποχρέωση….» (άρθρο 61 παρ. 2Ν. 1416/1984).
Νομολογία: Μη νόμιμη και ακυρωτέα η βεβαίωση τελών από ΟΤΑ μετά την παρέλευση πενταετίας και μη συντρεχουσών των περιπτώσεων εξαιρέσεως που προβλέπονται από το άρθρο 61 παρ. 2 του Ν. 1416/1984 (ΣΤΕ 1990/1999 ΔΔΙΚΗ 2002/125).
2. Παραγραφή απαιτήσεων – αποσβεστική προθεσμία
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ΑΝ 344/1968: «… Οχρόνος της παραγραφής των αξιώσεων των δήμων και κοινοτήτων είναι είκοσι ετών, αρχόμενος από της λήξεως τον οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθησαν αύται οριστικώς. Κατ¶ εξαίρεσιν αι προερχόμεναι εκ φόρων εν γένει, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και αντιτίμου προσωπικής εργασίας παραγράφονται μετά πενταετίαν ως ανωτέρω…».
Περαιτέρω για την παραγραφή αξιώσεων των ΟΤΑ κατά τρίτων εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου ήτοι τα άρθρα 86-89 του Ν. 2362/1995.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995:
«Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα συμβεβαιούμενα πρόστιμα παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε με τη στενή έννοια (ταμειακή βεβαίωση) και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη».
Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η χρηματική απαίτηση του δημοσίου που:
α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, περιλαμβανομένης και της συμβάσεως εκείνης που βασίζεται στο πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί εξωπτωχευτικής ρυθμίσεως του τρόπου καταβολής πτωχευτικών προς το Δημόσιο χρεών, η οποία εξομειώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση του πτωχού,
β) απορρέει από τελεσίδικη απόφαση (αναγνωριστική ή καταψηφιστική) οποιουδήποτε δικαστηρίου,
γ) γεννήθηκε συνεπείας άπιστης διαχειρίσεως,
στ) γεννήθηκε από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια Αρχή
δ) απορρέει από διάταξη τελευταίας βουλήσεως,
ε) αφορά σε περιοδικές παροχές,
ζ) γεννήθηκε από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές,
η) αφορά σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων
φόρων, τελών και δικαιωμάτων,
θ) απορρέει από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων,
παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε εν στενή εννοία βεβαίωση αυτής.
Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σ’ αυτό με οποιονδήποτε τρόπο από οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις, ανάλογα τα αίτια αυτής, παραγραφή, που δεν δύναται όμως, σε κάθε περίπτωση, να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή έννοια βεβαίωση αυτής.
Συνακόλουθα χρηματικές απαιτήσεις των ΟΤΑ που αφορούν την είσπραξη άλλων εσόδων (πέραν δηλ. των φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών) όπως λ.χ. μισθωμάτων που απορρέουν από σύμβαση, προστίμων ΚΟΚ, προστίμων αυθαιρέτων οικοδομών, προστίμων αυτοτελών, τέλους επί των ακαθαρίστων εισπράξεων επί των εκδιδομένων λογαριασμών (εστιατορίων κλπ.), τέλους παρεπιδημουντών, παραγράφονται μετά την παρέλευση είκοσι (20) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η ταμειακή βεβαίωση. Τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 3 περ. η του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995 τα ανωτέρω δύο τέλη αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό του ΟΤΑ εισπραχθέντων τελών (άρθρο 86 παρ. 3 περ. η).
Τα ίδια, όπως παραπάνω, υποστηρίζονται από:
1) Θεόδωρου Δ. Ιωάννη «Τα έσοδα των δήμων και των κοινοτήτων (σελ. 379) με έρεισμα το άρθρο 6 την Α.Ν. 344/1968, την Εγκύκλιο Υπουργείου Εσωτερικών 63255/17-7-1969, Εφετείο Αθηνών 1/1991 Ελλ.Δ/νη 32,1663, Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 9879/1990 ΔιΔικ 1991 σελ. 883)
2) Μ. Καραναστάση: Η φορολογική νομοθεσία των δήμων και Κοινοτήτων, σελ. 423,424
3) Δ. Σολδάτου: «Παραγραφές υπέρ και κατά του Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.» σελ. 357-358
Β) Σύμφωνα με Δημ. Τομαρά «Η Αναγκαστική Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. σελ. 31-34, αναφορικά με το θέμα «παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου ή άλλο Ν.Π.Δ.Δ. να βεβαιώσει εν στενή εννοία δημόσιο έσοδο», αναφέρεται ότι:
Μέχρι της θεσπίσεως του Ν. 542/1991 δεν οριζόταν προθεσμία για την εν στενή εννοία βεβαίωση του δημοσίου εσόδου. Μετά την εισαγωγή του προαναφερθέντος νομοθετήματος επήλθε διάσταση απόψεων μεταξύ του Αρείου Πάγου και Συμβουλίου της Επικράτειας ως προς τη φύση της παραγραφής του εν λόγω δικαιώματος.
Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου (349/1968) η επί μακρόν καθυστέρηση της αποστολής του χρηματικού καταλόγου στον αρμόδιο τομέα, ήταν προδήλως αντίθετη στο πνεύμα του νόμου. Σε περίπτωση που κατά την οποία η εν στενή εννοία βεβαίωση πραγματοποιηθεί πέραν τριετούς προθεσμίας, ο ¶ρειος Πάγος έκρινε ότι η παραγραφή της εν στενή εννοία βεβαιωθείσας απαιτήσεως του Δημοσίου άρχεται από το τέλος του έτους, εντός του οποίου έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Στη συνέχεια ο Αρειος Πάγος εξέδωσε τις υπ¶αρ Α.Π. 691/2003, 139/2004 αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες «κατ¶ ουσίαν παρατείνεται ο χρόνος της εν στενή εννοία βεβαιώσεως και πέραν των τριών ετών, αρκεί να έχει αποπερατωθεί προ της ολοκληρώσεως της πενταετίας του χρόνου παραγραφής της εν στενή εννοία βεβαιωθείσης απαιτήσεως, ήτοι εν συνόλου εντός μιας οκταετίας. Όταν η παραγραφή είναι εικοσαετής, τότε βέβαια η όλη διαδικασία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός είκοσι τριών (23) ετών».
Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1783/2002, ΣτΕ 1503/2006, ΣτΕ 2944/2008), «μετά την πάροδο της τριετίας το δικαίωμα του Δημοσίου προς διενέργεια της εν στενή εννοία βεβαιώσεως του χρέους αποσβέννυται».
Η παραπάνω νομολογία έχει παγιωθεί και με νεώτερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (1093/2010, 571/2009, 2944/2008 Βλ. «Νόμος – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών»)
Γ) Σύμφωνα με τα παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη α) ότι η παραπάνω νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας αναφέρεται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 71 παρ. 1 του Ν. 542/1977 οι οποίες ισχύουν για το Δημόσιο (Με την απόφαση του ΣτΕ 1503/2006 επεκτάθηκε και επί εισφορών ασφαλιστικών Ταμείων), β) ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του Α.Ν. 344/1968, ως ειδικές για τα έσοδα των Ο.Τ.Α, υπερισχύουν των παραπάνω διατάξεων για το Δημόσιο, αφού τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν μας είναι γνωστή αντίθετη νομολογία του ΣτΕ, γ) ότι τα πρόστιμα από παράβαση ελεγχόμενης στάθμευσης, κατά την έκθεση ελέγχου (κλήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας) αφορούν άγνωστα πρόσωπα – υποχρέους, αφού μόνο οι αριθμοί των οχημάτων σημειώνονται και δ) ότι τα παραπάνω πρόστιμα αφορούν αυτοτελή πρόστιμα διοικητικών αρχών, και ε) τον κίνδυνο καταλογισμών από το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 25 παρ. 3 Π.Δ. 774/1980, 277 Ν. 3852/2010), γνωμοδοτούμε ότι:
Α) Εφόσον κατά το διάστημα της τελευταίας πενταετίας κατέστησαν γνωστά τα στοιχεία των υποχρέων προς πληρωμή προστίμων από παραβάσεις ελεγχόμενης στάθμευσης, τότε δεν επήλθε η αποσβεστική προθεσμία για την βεβαίωση.
Β) Εφόσον η βεβαίωση γίνεται μέσα στην ως άνω 5ετή προθεσμία από την ημέρα που έγιναν γνωστά τα στοιχεία των υποχρέων, η σχετική παραγραφή της αξίωσης του Δήμου είναι 20 ετών.
Ο Γνωμοδοτών
Θεόδωρος Παπαγεωργίου
Προϊστάμενος Νομικής
Υπηρεσίας