Η δεκαετία που τελειώνει δεν ήταν μια συνηθισμένη δεκαετία για τη χώρα μας. Μεταξύ 2010 και 2019 έλαβαν χώρα ιστορικής σημασίας γεγονότα, ο αντίκτυπος των οποίων δεν τελειώνει μαζί με τη δεκαετία που φεύγει, καθώς θα μας συνοδεύει για χρόνια ακόμη. Είναι βέβαιο πως όσα συνέβησαν τα δέκα αυτά χρόνια δεν έχουν αποτιμηθεί ακόμη στο σύνολο τους και θα απασχολήσουν έντονα τους ιστορικούς του μέλλοντος. Δεν ήταν μόνο ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και οι μεγάλες κοινωνικές εντάσεις, αλλά και οι τεκτονικές πολιτικές αλλαγές που σημάδεψαν την Ελλάδα το διάστημα αυτό.
Η «Κ» κάνει μια αναδρομή σε βασικούς σταθμούς των όσων ζήσαμε τα δέκα αυτά χρόνια.
Καστελλόριζο: Στις 23 Απριλίου του 2010 ο νέος τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου μεταβαίνει στο ακριτικό νησί. Με φόντο το ήσυχο λιμανάκι θα ξεκινούσε μια σύγχρονη Οδύσσεια. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη αντιληφθεί το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και το διάγγελμα του πρωθυπουργού προσγειώνει απότομα τους Ελληνες πολίτες και μαζί προσγειώνεται και ο ίδιος στη σκληρή πραγματικότητα, ανακοινώνοντας επισήμως την έναρξη των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που, μεταξύ άλλων, προέβλεπαν εκτεταμένες περικοπές δημοσίων δαπανών, μείωση των αποδοχών, αύξηση φορολογίας και μείωση του κοινωνικού κράτους. «Ζητούμε επισήμως από τους εταίρους μας την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης που από κοινού δημιουργήσαμε στην Ε.Ε.» ήταν η ιστορική φράση του τότε πρωθυπουργού. Η «Κ» την επόμενη μέρα θα γράφει στο πρωτοσέλιδό της: «Αναγκαστική προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα. Η Ελλάδα προσέφυγε στον μηχανισμό στήριξης – Υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ για 5 έτη». Είναι προφανές πως κανείς δεν περίμενε τότε πως τα δημοσιονομικά λάθη που είχαν ξεκινήσει ήδη από την περασμένη δεκαετία και κατέληξαν στο Καστελλόριζο θα διαρκούσαν σχεδόν οκτώ ακόμη χρόνια.
Οι πλατείες: Η ελληνική κοινωνία αργά αλλά σταθερά αντιλαμβανόταν τι σήμαινε το διάγγελμα στο Καστελλόριζο και το τέλος της ευημερίας της προηγούμενης δεκαετίας. Και όσο εμπεδωνόταν η πραγματικότητα, τόσο η κοινωνική ένταση αυξανόταν κατακόρυφα. Το κίνημα των Αγανακτισμένων, που εναντιώθηκε στα μέτρα λιτότητας, πραγματοποίησε μερικές από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που είχαν γίνει στη χώρα, οι οποίες ξεκίνησαν τον Μάιο του 2011 και κράτησαν μέχρι τον Νοέμβριο. Από τις πιο χαρακτηριστικές ήταν αυτή της 21ης Ιουνίου 2011, όταν κατά την ψήφο εμπιστοσύνης της ανασχηματισμένης κυβέρνησης Παπανδρέου, όπου εξαγγέλθηκε –με σύμφωνη γνώμη Ν.Δ. και ΛΑΟΣ– και η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, στο Σύνταγμα επικράτησε πραγματική ταραχή, όπως και η ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης στη Θεσσαλονίκη την 28η Οκτωβρίου. Η πίεση ήταν τόσο έντονη πλέον και ο κίνδυνος να εκτραχυνθεί η κατάσταση ορατός, που μία εβδομάδα μετά, στις 6 Νοεμβρίου, υπό το βάρος των πολύμηνων διαδηλώσεων, η Προεδρία της Δημοκρατίας ανακοίνωσε συμφωνία του Γ. Παπανδρέου με τον αρχηγό της Ν.Δ. Αντ. Σαμαρά για σχηματισμό νέας κυβέρνησης, υπό τον Λουκά Παπαδήμο, με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και του ΛΑΟΣ. Βασικός σκοπός της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν η εφαρμογή της συμφωνίας που είχε γίνει στις 26 Οκτωβρίου στη Σύνοδο Κορυφής και ακολούθως η ομαλή μετάβαση της χώρας σε εθνικές εκλογές. Η κυβέρνηση Παπαδήμου έφερε εις πέρας ομαλά την αποστολή της και η θητεία της έληξε στις 17 Μαΐου 2012, όταν παρέδωσε στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πικραμμένου, που οδήγησε τη χώρα σε εθνικές εκλογές.
Αλλαγή πολιτικού σκηνικού: Οι πρώτες εκλογές μετά την είσοδο της Ελλάδας σε καθεστώς επιτήρησης επιβεβαίωσαν τις κοσμογονικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία. Η Ν.Δ. ήρθε μεν πρώτο κόμμα, αλλά με το ιστορικό χαμηλό 18,85%, ενώ η καθίζηση του ΠΑΣΟΚ μέσα σε δύο χρόνια υπήρξε πρωτοφανής, λαμβάνοντας 13,18%. Σαν «σφήνα» ανάμεσα στα δύο κόμματα εμφανίζεται πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78%, ενώ οι νεοσύστατοι ΑΝΕΛ ξεπέρασαν το φράγμα του 10%. Ο μη σχηματισμός κυβέρνησης οδήγησε σε επαναληπτικές εκλογές τον Ιούνιο, όπου υπό το φάσμα της ακυβερνησίας η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά έλαβε 29,66% και, με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, ο Μεσσήνιος πολιτικός εξελέγη πρωθυπουργός. Το ποσοστό, ωστόσο, που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, 26,89%, «σφράγιζε» την πολιτική μεταβολή και τη μεταπήδηση της μεγάλης μάζας των οπαδών του ΠΑΣΟΚ στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά κατάφερε πάντως να σταθεροποιήσει τη χώρα, παρά το γεγονός ότι το πολιτικό κλίμα εξακολουθούσε να είναι τεταμένο, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε μια ακραία αντιπολίτευση που επένδυε στον λαϊκισμό και συντηρούσε τον αναβρασμό. Κάτι που εκλογικά τού βγήκε.
Το τέλος της «αυταπάτης»: Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ολοκληρώθηκε αυτό που διαφαινόταν από το 2012. Ενα μικρό ριζοσπαστικό κόμμα κατάφερε με τη βοήθεια του δεξιού Πάνου Καμμένου να ανέλθει στην εξουσία. Η εκλογή Τσίπρα δεν ήταν, όμως, το τέλος της ελληνικής περιπέτειας, αλλά η απαρχή νέας, σφοδρότερης δίνης. Η προεκλογική «αυταπάτη» πως τα μνημόνια θα τελειώσουν με «έναν νόμο και ένα άρθρο» αποδείχθηκε καταστροφική για τη χώρα. Η Ελλάδα άγγιξε το χείλος της καταστροφής έχοντας στο τιμόνι τον άπειρο τότε Αλέξη Τσίπρα και υπουργό Οικονομικών τον αμφιλεγόμενο Γιάνη Βαρουφάκη.
Το δημοψήφισμα: Στις 26 Ιουνίου ο κ. Τσίπρας, αφού δεν πέτυχε συμφωνία με τους δανειστές, προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 5 Ιουλίου, το πρώτο μετά το 1974, με ερώτημα αν πρέπει να γίνουν αποδεκτοί οι όροι των δανειστών. Ενας πρωτοφανής διχασμός ξεκινά σε όλη τη χώρα μεταξύ των υποστηρικτών του «ναι» και του «όχι», οδηγώντας σε τρομερή πόλωση, που ενισχύεται από τις κλειστές τράπεζες. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι σαρωτικά υπέρ του «όχι» με 61,31%, με τον Αλέξη Τσίπρα να αγνοεί τελικά το αποτέλεσμα και να «συνθηκολογεί» με τους δανειστές. Μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου και τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας οδηγεί τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, που του δίνουν μία ακόμα ευκαιρία. Στο διάστημα που ακολούθησε, ο τότε πρωθυπουργός εφάρμοσε μια τελείως αντίθετη πολιτική, που βασιζόταν στο δόγμα πως «ο πιο σίγουρος δρόμος να βγεις από τα μνημόνια είναι να τα εφαρμόσεις πιστά», και με μια σκληρή πολιτική λιτότητας, χωρίς όμως πλέον κοινωνικές αναταραχές, η Ελλάδα τον Αύγουστο του 2018 κατάφερε να βγει από το μνημόνια, οκτώ χρόνια μετά το Καστελλόριζο. Αυτό, όμως, που δεν κατάφερε να πετύχει είναι μια εκλογική νίκη έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η νίκη της Ν.Δ.: Σε μία δεκαετία όπου κυριάρχησε η πολιτική ρευστότητα και πολιτικά κόμματα διαλύονταν και αναδεικνύονταν νέα στο πολιτικό προσκήνιο, έχει πολιτικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον το ότι η Ν.Δ. κατάφερε να βγει αλώβητη και να μην τη «ρουφήξει» η πολιτική κρίση. Στο κλείσιμο μάλιστα της δεκαετίας, κατάφερε να πάρει την πρώτη αυτοδυναμία κόμματος μετά το ξέσπασμα της κρίσης, κλείνοντας και συμβολικά μια περίοδο μεγάλης πολιτικής ρευστότητας.