Η απάντηση ενδέχεται και να είναι «ναι», το βέβαιο όμως είναι πως θα περάσει μέσα από νέο πολιτικό ναρκοπέδιο και δαιδαλώδεις συνταγματικές και νομικές ερμηνείες.
Η σημερινή ημέρα, πάντως, αποτελεί ντε φάκτο αφετηρία νέων εξελίξεων με τρία κρίσιμα δεδομένα:
Το πρώτο είναι πως ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Θανάσης Παπαχριστόπουλος, που έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και υπερψήφισε την συμφωνία των Πρεσπών, θα παραιτηθεί και θα παραδώσει την έδρα του.
Το δεύτερο είναι πως με την παραίτηση Παπαχριστόπουλου η κυβέρνηση χάνει την «151η» ψήφο που της διασφαλίζει την νέα, απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή μετά το «διαζύγιο» με τον Πάνο Καμμένο. Και η μόνη περίπτωση να διασωθεί αυτή η «151Η» ψήφος είναι να διαδεχθεί, ως επιλαχών τον κ. Παπαχριστόπουλο στην Βουλή ο νυν υφυπουργός Εξωτερικών Τέρενς Κουίκ, ο οποίος εδώ και καιρό έχει κόψει κάθε γέφυρα με τους ΑΝΕΛ. Οι δε πληροφορίες λένε πως ο κ. Κουίκ όντως θα κρατήσει την έδρα, θα διατηρήσει κατ΄αρχάς την θέση του ανεξάρτητου βουλευτή, και στην πορεία δεν αποκλείεται ακόμη και να ενταχθεί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τρίτο καίριο δεδομένο είναι πως, εάν συμβούν αυτά, ο Πάνος Καμμένος θα μείνει χωρίς Κοινοβουλευτική Ομάδα και θα φθάσει στα άκρα τον πόλεμο προς την κυβέρνηση – έναν «πόλεμο», που θα έχει ως αιχμή το μπλοκάρισμα κρίσιμων νομοσχεδίων στις Επιτροπές και ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησης.
Τούτων δοθέντων, και σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές, στο τραπέζι έχουν μπει όλα τα εναλλακτικά σενάρια που θα μπορούσαν να διασώσουν «τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες» – και όχι «την Κοινοβουλευτική Ομάδα» – που διαλύθηκαν μέσα από το πολιτικό big bang που έφερε η συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτό σημαίνει, κατά τις ίδιες πηγές, ότι εκείνο που εξετάζεται όχι μόνον σε πολιτικό επίπεδο αλλά και από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής είναι να διατηρηθούν τα προνόμια των συντεταγμένων πολιτικών κομμάτων για τους δύο πολιτικούς αρχηγούς που «έχασαν» τις Κοινοβουλευτικές τους Ομάδες μετά τις Πρέσπες – δηλαδή, για τον Πάνο Καμμένο και τον Σταύρο Θεοδωράκη.
Το «κλειδί» εδώ, όπως επισημαίνουν νομικοί και κοινοβουλευτικοί κύκλοι, είναι το εάν μπορεί να παρακαμφθεί η φράση «εξακολουθούν να ανήκουν». Εάν, δηλαδή, μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν μόνον το κριτήριο που λέει ότι όταν συγκροτήθηκαν οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες διέθεταν 10 βουλευτές – γεγονός που ισχύει τόσο για τους ΑΝΕΛ, όσο και για το Ποτάμι.
Εως ότου, δε, υπάρξει νομική «ετυμηγορία» επ’ αυτού, το πολιτικό σενάριο που τελεί σε επεξεργασία είναι εάν μπορεί να δοθεί – βάση του ίδιου άρθρου – στον Πάνο Καμμένο και τον Σταύρο Θεοδωράκη το δικαίωμα να διατηρήσουν τα προνόμια των πολιτικών αρχηγών, με το σκεπτικό ότι τα κόμματά τους είχαν μπει στη Βουλή διαθέτοντας τότε 10 βουλευτές.
Η εισήγηση αυτή βασίζεται στην άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει «προνομιακή μεταχείριση» μόνον του Πάνου Καμμένου και πως, επίσης, είναι «ηθικά δίκαιο» να συνεχίσουν να έχουν ενισχυμένη κοινοβουλευτική παρουσία δύο πολιτικά πρόσωπα που είχαν συγκεντρώσει τις ψήφους μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος.
Ο αντίλογος – που ακούγεται και εντός των κυβερνητικών τειχών – είναι πως με μια τέτοια λύση η κυβέρνηση μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένη με κριτική από την αντιπολίτευση περί διπλής «συναλλαγής»: Να ενισχυθούν δηλαδή οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης ότι το μεν «διαζύγιο» με τον Πάνο Καμμένο ήταν «στημένο», και ότι η δε στήριξη του Σταύρου Θεοδωράκη στις Πρέσπες λαμβάνει «επιβράβευση»…
Σε σχετική ερώτηση, στη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε: «Σύμφωνα με την πολιτική θέση της κυβέρνησης, δεν είναι ούτε ηθικά ούτε πολιτικά ορθό να διαλύονται κοινοβουλευτικές ομάδες κομμάτων τα οποία, μέσα από τη διαδικασία των εκλογών, εξασφάλισαν την είσοδό τους στη Βουλή».
Επεσήμανε μάλιστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει «να ανοίξει αυτή τη συζήτηση» διευκρινίζοντας ότι η δήλωσή του δεν αφορά μόνο τους ΑΝΕΛ, αλλά όλα τα κόμματα.