Με απόφαση που εξέδωσε χθες το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου έγινε δεκτή η αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία που άσκησαν 4 ομογενείς από την Αδελαΐδα της Νοτίου Αυστραλίας κατά της τράπεζας Πειραιώς και του πρώην διευθυντή του κεντρικού καταστήματός της στην πόλη της Ρόδου, που ενεπλάκη στο σκάνδαλο παρατραπεζικής δραστηριότητας, που προκάλεσε θόρυβο στο νησί της Ρόδου.
Το δικαστήριο με την απόφασή του υποχρεώνει την τράπεζα να καταβάλει στους ενάγοντες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 42.500 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Υποχρεώνει παραπέρα αμφότερους τους εναγόμενους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 1.500 ευρώ σε κάθε ενάγοντα για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την τράπεζα για το ποσό των 25.000 ευρώ και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, για το ποσό των 1.000 ευρώ.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Άπαντες οι ενάγοντες μετά της αποβιωσάσης συγγενούς τους, τηρούσαν ως συνδικαιούχοι αρχικώς στην τράπεζα «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε» λογαριασμό όψεως σε ευρώ και εν συνεχεία στη «MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD», που μετονομάσθηκε σε «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD» και εν τέλει στην εναγόμενη διάδοχο της ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
Ο λογαριασμός την 7η Νοεμβρίου 2011 είχε υπόλοιπο 42.556,38 €.
Όπως υποστηρίζουν, ο πρώην τραπεζικός διευθυντής, εκμεταλλευόμενος την θέση του, προέβαινε εν αγνοία και εν απουσία όλων τους, σε παράνομες τμηματικές εκταμιεύσεις διαφόρων χρηματικών ποσών (που ανέρχονται συνολικά σε 42.500 ευρώ) υπογράφοντας τα εκάστοτε εκδιδόμενα με την ανάληψη παραστατικά έγγραφα, πλαστογραφώντας την υπογραφή κάποιου εξ αυτών των συνδικαιούχων του λογαριασμού.
Σημειωτέον ότι στην εναγόμενη τράπεζα πέρα από τον ως άνω λογαριασμό τηρούσαν και άλλους δύο λογαριασμούς καταθέσεων με υπόλοιπο περίπου 477,19 ευρώ και άλλον σε δολάρια Αυστραλίας με υπόλοιπο περίπου 5.230,34, στους οποίους ευτυχώς δεν έχει εμφιλοχωρήσει καμία παράνομη ανάληψη από τον πρώην τραπεζικό διευθυντή.
Τονίζουν ότι ο εναγόμενος πρώην τραπεζικός διευθυντής ήταν γνωστός των δύο πρώτων εναγόντων, καθώς τυγχάνει συγχωριανός τους, ενώ επισημαίνουν ότι ουδείς από τους ενάγοντες έχει επισκεφθεί την Ελλάδα από τα τέλη του έτους 2006 και μετά.
Σημειώνουν ακόμη ότι είχαν παύσει να λαμβάνουν ενημερώσεις από την τράπεζα για την κίνηση των λογαριασμών τους διότι είχαν αλλάξει διεύθυνση κι ότι ο εναγόμενος πρώην διευθυντής τούς είχε πείσει ότι επρόκειτο για συστημικό πρόβλημα που θα επιλύετο.
Ισχυρίζονται ότι απέστειλε ταχυδρομικώς στους δύο πρώτους στην νέα τους διεύθυνση περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2013 φάκελο ο οποίος περιείχε 3 πλαστές κινήσεις λογαριασμού, και συγκεκριμένα μία όπου εμφαίνονταν υπόλοιπο 45.056,38, μία όπου εμφαίνονταν υπόλοιπο 572,46 ευρώ και μία όπου εμφαίνονταν υπόλοιπο 5.142,57 δολάρια Αυστραλίας, δήθεν εκδοθείσες από την εναγόμενη Τράπεζα.
Στις κινήσεις αυτές επισύναψε την από 18 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφη επιστολή του ιδίου που έφερε την υπογραφή του.
Το έτος 2016 έγινε ευρέως γνωστό στη Ρόδο αλλά και στο Γεννάδι, τόπο κοινής καταγωγής τους με τον εναγόμενο, ότι αυτός είχε απομακρυνθεί από την τράπεζα και ότι εμπλέκεται σε τραπεζικές απάτες.
Ακολούθως, προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την τράπεζα για να ενημερωθούν σχετικά με τις καταθέσεις τους, ωστόσο η επικοινωνία τους ήταν αρκετά δυσχερής και η πληροφόρησή τους ελλιπής έως ανύπαρκτη διότι όπως διατείνονταν δεν είχαν προβεί έστω στην έκδοση μίας κάρτας ανάληψης χρημάτων.
Περί τα μέσα του έτους 2017 απεστάλησαν ηλεκτρονικώς μέσω e mail αντίγραφα αναλυτικής κατάστασης κίνησης λογαριασμού οπότε και διαπίστωσαν για πρώτη φορά την εις βάρος τους παράνομη δραστηριότητα και ότι εν τέλει απέμενε υπόλοιπο στον λογαριασμό τους 66.90€.
Το δικαστήριο με την απόφασή του έκρινε ότι η άρνηση της εναγομένης τράπεζας να αποδώσει στους ενάγοντες το αιτούμενο ποσό των παρακατατεθέντων σ’ αυτήν χρημάτων τους, συνιστά αθέτηση της μεταξύ τους συμβάσεως παρακαταθήκης, εκ μέρους της.
Τονίζει επίσης ότι ο δεύτερος εναγόμενος στην προκειμένη περίπτωση καταχράστηκε την ανατεθείσα σε αυτόν υπηρεσία και οι ζημιωθέντες δεν γνώριζαν ούτε όφειλαν να γνωρίζουν την κατάχρηση αυτή ούτε και μπορούσαν να εικάσουν ότι ο διευθυντής του υποκαταστήματος και συγχωριανός τους θα εκμεταλλευόταν την εμπιστοσύνη τους και τη θέση ισχύος που διατηρούσε στο τραπεζικό κατάστημα.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Γεώργιος Εμμ. Ρουμελιώτης.