Του
Στέλιου Κούτρη
Θάταν περίπου μία η ώρα μετά τα μεσάνυκτα, όταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου με απόσπασε βίαια από την αγκαλιά του Μορφέα.
Η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε σοβαρή, όπως το απαιτούσαν οι περιστάσεις.
– Τον κ. Κουρή παρακαλώ.
– Κούτρης, παρακαλώ, τον διόρθωσα αγουροξυπνημένος.
– Κύριε Κούτρη, παρακαλώ να περάσετε από το Τμήμα Τάξης, για να παραλάβετε ένα Φύλλο Ατομικής Προσκλήσεως (ΦΑΠ). Παρακαλώ ζητήστε τον Αστυνόμο Μαρινάκη, για να μη μπερδευτείτε.
Έκλεισα το ακουστικό.
Έκπληκτος και ταραγμένος γύρισα προς τη γυναίκα μου, που παρακολουθούσε δίπλα μου ένα έργο στη τηλεόραση με το Νίνο Βεντούρα .
– Επιστράτευση ψιθύρισα. Πρέπει να πάω να παραλάβω Φύλλο Ατομικής Προσκλήσεως.
Δυστυχώς, αυτό που φοβόμασταν και ευχόμασταν να μη συμβεί, ήταν πραγματικότητα.
Τις τελευταίες ημέρες, μία ένταση στο Αιγαίο, ανάμεσα στους δύο προαιώνιους αντιπάλους, την Ελλάδα και την Τουρκία, είχε σαν κατάληξη την κινητοποίηση των εφέδρων.
Έφεδρος και ΄γω εδώ και δέκα χρόνια, έπρεπε να πράξω το καθήκον μου.
Μέσα μου όμως οι σκέψεις ήταν μπερδεμένες.
– Είναι άραγε σωστή αυτή η κίνηση (η επιστράτευση), κάτω από τις παρούσες συνθήκες;, σκέφτηκα.
Δεν είχα και πολλά περιθώρια να το καλοσκεφτώ. Σχεδόν μηχανικά έβγαλα τις πυτζάμες μου και φόρεσα τα ρούχα μου, που μόλις πριν μια ώρα είχα βγάλει, όταν γύρισα από το γραφείο.
Μια φευγαλέα σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, να περιμένω να ξημερώσει κα μετά να πάω, αλλά το βλέμμα της συζύγου μου έλεγε:
– Καλύτερα να ξεμπερδεύουμε τώρα.
Έτσι έφυγα βιαστικά και μια ταραχή στο στήθος.
Πήρα το αυτοκίνητο και ξεκίνησα.
Στο δρόμο, κοντά στο ΠΙΚΠΑ, συνάντησα τον συνάδελφο Τάκη Ελευθερίου, που μόλις είχε παραλάβει το δικό του ΦΑΠ.
– Για πού Τάκη;, το ρώτησα.
– Για Καλαμώνα, μου απαντά.
Του ευχήθηκα καλή τύχη και πάτησα γκάζι νευρικά.
΄Εφθασα στο Τμήμα Τάξης και ο Αστυνόμος Μαρινάκης μου έδωσε με υπηρεσιακό ζήλο το ΦΑΠ.
– Σε δύο ώρες από τώρα να είστε στα Κολύμπια, μου λέει.
Γύρισα σπίτι ακόμα πιο ταραγμένος.
Έπρεπε να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητο, να πάρω το Ατομικό μου Βιβλιάριο, το Απολυτήριο, την Ταυτότητα και τα ξυριστικά.
Έψαξα και τα βρήκα και σε μία ώρα ήμουν έτοιμος για αναχώρηση.
Αφού έδωσα μερικές οδηγίες στη γυναίκα μου, την αποχαιρέτησα και ξεκίνησα.
Στο δρόμο υπήρχε μια αραιή αλλά σταθερή κίνηση αυτοκινήτων.
Οδηγούσα προσεκτικά, αλλά οι σκέψεις οι σκέψεις και τα συναισθήματα ήταν μπερδεμένα.
Η σκέψη μου ήταν στ’ αγαπημένα μου πρόσωπα και κυρίως στα δυό μου κορίτσια ηλικίας 11 και 8 ετών.
Μερικές άσχημες σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου, προσπαθούσα να τις διώξω αμέσως.
Έτσι σε μισή ώρα περίπου έφθασα στον προορισμό μου.
Στην προσπάθειά μου να παρκάρω, κόλλησα στη λάσπη που υπήρχε στην άκρη του χωματόδρομου, εξ αιτίας της πρόσφατης βροχής.
– Ατυχία, είπα μέσα μου και μια απαισιοδοξία, προϊόν προκατάληψης με κατέβαλε.
Πέρασα την πύλη του Στρατοπέδου, μετά τον έλεγχο του φρουρού και σε λίγο βρέθηκα ανάμεσα σ’ ένα «μελίσσι» επιστρατευμένων, που η πλειοψηφία τους προερχόταν από το διπλανό χωριό “Αρχάγγελος” και που η χαρακτηριστική προφορά τους έφτασε σα βουητό μέλισσας στ’ αυτιά μου. Συζητούσαν χαμηλόφωνα ή καλαμπούριζαν υψηλόφωνα.
Ανάμεσα τους αναγνώρισα αρκετές γνωστές φυσιογνωμίες οικοδόμων.
Ήταν αυτοί που σε λίγη ώρα με βοήθησαν να ξεκολλήσω το αυτοκίνητο μου, από τις λάσπες.
Παρουσιάστηκα στον Διοικητή του Τάγματος, ένα καλοκάγαθο Αντισυνταγματάρχη του Πεζικού, ο οποίος με καλωσόρισε και μου ανακοίνωσε τη θέση μου:
Ανθυπολοχαγός Κούτρης Στυλιανός, διμοιρίτης του Λόχου Διοικήσεως, της Διμοιρίας Αντιαρματικών και ΠΑΟ.
– Προς το παρόν, μου λέει, βοήθησε τον δόκιμο στην επίδοση των σάκων με το ρουχισμό και τα άλλα είδη, στους εφέδρους.
Πράγματι στο διπλανό γραφείο, ένας- ένας οι έφεδροι περνούσαν μπροστά από τον Δόκιμο, έλεγαν το όνομα τους υπέγραφαν κα έπαιρναν ένα σάκο, που ο καθένας είχε ξεχωριστό νούμερο.
Μετά από λίγες ώρες, ήρθε ο συνάδελφος Πολιτικός Μηχανικός Στέλιος Μακέστας και λίγο αργότερα οι επίσης συνάδελφοι Αγαπητός Στεφάνου και Μιχάλης Ροδίτης, έφεδροι Ανθυπολοχαγοί όλοι του Μηχανικού που τοποθετήθηκαν διμοιρίτες στους υπόλοιπους Λόχους του Τάγματος.
Αφού πήραν τους σάκους τους, έφυγαν για τις θέσεις μάχης.
Όταν ξημέρωσε, αφού συγκροτήθηκαν οι έφεδροι σε ομάδες, διμοιρίες και λόχους, ο Λόχος Διοικήσεως πήγαμε σε ένα μέρος απόμερο, δίπλα σ’ ένα παραπόταμο του ποταμού Γαδουρά, όπου και στρατοπεδεύσαμε σε σκηνές.
Στέλιος Κούτρης
Πολιτικός Μηχανικός
Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Μηχανικού
Υστερόγραφο:
Από τη στιγμή που εγκατασταθήκαμε, περάσαμε ατέλειωτες ώρες αναμονής και αγωνίας με το αυτί στο τρανζίστορ (τότε δεν υπήρχαν ακόμα κινητά τηλέφωνα), παρακολουθώντας τις εξελίξεις στο διπλωματικό επίπεδο.
Η επιστράτευση έληξε μετά από πέντε μέρες, την 1η Απριλίου, οπότε επιστρέψαμε αισίως στα σπίτια μας και στις εργασίες μας.
Παραλειπόμενα:
1. Κατά την άφιξή μου στο Στρατόπεδο οι έφεδροι οπλίτες, κυρίως Αρχαγγελίτες, ήταν αποφασισμένοι και απαιτούσαν στις μεταξύ τους συζητήσεις:
– Να το βουλήσουμε πιο, να ησυχάσουμε (εννοούσαν το Σισμίκ)
2. Την ημέρα που στρατοπεδεύσαμε, την ώρα που στήναμε σκηνές, πρόσεξα ένα φαντάρο που έστηνε τη σκηνή τού Διοικητή. Η φυσιογνωμία του γνωστή και αμέσως αναγνώρισα το Σάββα Χατζηνικολάου, το γιο της φιλολόγου καθηγήτριάς μου στο Βενετόκλειο Κατίνας Αλιπράντη, που είχα να δώ από παιδάκι του Δημοτικού, όταν εγώ φοιτούσα στο Γυμνάσιο και τον έφερνε η μητέρα του στο σχολείο και στις εκδρομές. Υπηρετούσε τη θητεία του σαν οδηγός του Διοικητή.
3. Ανάμεσα στις ομάδες Αντιαρματικών και ΠΑΟ, που είχα στη ευθύνη μου, η μία είχε εγκατασταθεί στην παραλία στο Χαράκι και αποτελείτο από Αρχαγγελίτες.
Σε μια από τις καθημερινές μου επισκέψεις, έγινα δέκτης παραπόνων, ότι κάποιος από αυτούς δεν φύλαγε σκοπιά, με την πρόφαση ότι η όλη επιχείρηση –επιστράτευση ήταν μια καλοστημένη φάρσα από τη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Εκείνος Νεοδημοκράτης διαφωνούσε με όλα αυτά, ότι δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος εμπλοκής και έτσι θεωρούσε σκόπιμο να μη φυλάει.
Ύστερα από παρέμβασή μου, ο εν λόγω έφεδρος πείστηκε ότι ανεξάρτητα από τι πιστεύουμε πολιτικά, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε και να επιτελούμε το καθήκον μας.