Η διάδοση του ιού SARS-COV-2 (ευρέως γνωστός ως «κορονοϊός») και η ποινική αντιμετώπισή της υπό το πρίσμα του ισχύοντος (νέου) ΠΚ: της Η πανδημία της COVID-19 και η ποινική διάσταση του φαινομένου στη Χώρα μας.
*Άρθρο του δικηγόρου Ρόδου ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΚΑΝΤΙΔΕΝΟΥ, μέλους της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (ΕΕΠ) και του επιστημονικού σωματείου έρευνας και ερμηνείας του Ποινικού Δικαίου “Judicium Rectum”.
A. 1. Από τις αρχές του περασμένου έτους εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε με ραγδαίους ρυθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο η νόσος covid-19 (γνωστότερη ως «ασθένεια του κορονοϊού»), η οποία εξελίχθηκε σταδιακά με ιδιαίτερη μολυσματικότητα και ρυθμό εξάπλωσης από επιδημία σε πανδημία.
Η χώρα μας δεν ήταν δυνατόν, δεδομένης της ελευθερίας μετακίνησης των πολιτών και των ανοιχτών συνόρων με τις χώρες τις ΕΕ, να μείνει αλώβητη από την εξελισσόμενη ραγδαίως και εξαπλούμενη με μεγάλη ταχύτητα νόσο.
2. Ήταν λοιπόν αναγκαίο και άκρως επιτακτικό και επείγον να ληφθούν άμεσα μέτρα από την Πολιτεία. Η επιλογή της κυβερνήσεως για προστασία της δημόσιας υγείας και για τιμωρία των παραβατών των μέτρων προστασίας αυτής εκφράσθηκε το πρώτον με την από 25.02.2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄ 42/25-02-2020 – Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού) στην παράγραφο 6 άρθρο 1 της οποίας προβλέφθηκε ότι όποιος παραβιάζει τις σχετικές διατάξεις της ΠΝΠ περί αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) ετών, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
3. Ήδη από το Ιούλιο του 2019 άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος ΠΚ (ν.4619/2019) ο οποίος στο άρθρο 285 ΠΚ προέβλεπε τα εξής:
Άρθρο 285
Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών
1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.
2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.
3. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
4. Όποιος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 παραβιάζει τα μέτρα από αμέλεια, τιμωρείται: α) στην περίπτωση του στοιχείου α΄ με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και β) στην περίπτωση του στοιχείου β΄ με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.
4. Επομένως, εφόσον με την ως άνω ΠΝΠ προεβλέπετο ρήτρα επικουρικότητας όσον αφορά την εφαρμογή (άλλης) βαρύτερης διάταξης σε σχέση με τις επαπειλούμενες ποινές, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 285 του νέου ΠΚ η οποία πράγματι προβλέπει αυστηρότερες ποινές.
5. Πλήρως εναρμονισμένη με την παραπάνω θέση και η σχετική Εγκύκλιος 4 με αριθμ. Πρωτ. 2433/12-3-2020 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Βασιλείου Πλιώτα προς τους Εισαγγελείς όλης της Χώρας (όπως συμπληρώθηκε με την από 31.03.2020 υπ’ αρ. 7 Εγκύκλιο) στην οποία ορίζονταν ότι:
«Με αφορμή τα διαθέσιμα επιδημιολογικά φαινόμενα της νόσου του κορονοϊού και την έκδοση διατάξεων από τις αρμόδιες αρχές για λήψη μέτρων προς πρόληψη, υγειονομική παρακολούθηση και περιορισμό της διάδοσης της νόσου, κρίνουμε σκόπιμο, να επισημάνουμε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μας από τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ ίγ και 24 παρ. 5 στοιχ. α’ ν. 1756/1988, ότι εκτός επιφυλασσομένων, στις διατάξεις αυτές, ιδίων ποινικών κυρώσεων σε βάρος όσων τις παραβαίνουν, πρωτίστως, διεκδικεί, συναφώς, την εφαρμογή της η βασική πρόβλεψη του άρθρου 285 ΠΚ, που απειλεί συντρεχόντων των όρων της και υπό τις διαβαθμίσεις της, εξαιρετικά αυξημένες ποινικές κυρώσεις εναντίον όσων παραβιάζουν τα μέτρα που νομίμως έχουν διαταχθεί για ν’ αποτραπεί η διάδοση της νόσου, προσβάλλοντας, με τη συμπεριφορά τους, θεμελιώδη προστατευόμενα έννομα αγαθά (ζωής, σωματικής υγείας κ.λπ.) ή θέτοντας αυτά σε κίνδυνο…»
Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται είναι: πότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 285 του ΠΚ;;;
Ι. Α. Χαρακτηρολογικά στοιχεία του εγκλήματος
Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα τόσο ως πλημμέλημα, κυρίως όμως ως κακούργημα, απειλεί βαριές ποινές, φυλάκισης έως και ισόβια κάθειρξη κατά των υπαιτίων που θέτουν σε κοινό κίνδυνο, αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών (ζωής και σωματικής ακεραιότητας). Τούτο διότι ο κοινός κίνδυνος είναι κοινωνικός κίνδυνος και αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι υπάρχει όχι μόνο όταν απειλείται αόριστος αριθμός προσώπων, αλλά και όταν απειλείται μία περιορισμένου αριθμού κοινωνική ομάδα.
Η πράξη που περιγράφεται στο αδίκημα του άρθρου 285 ΠΚ διώκεται αυτεπάγγελτα (δεν απαιτείται η υποβολή έγκλησης). Περαιτέρω, είναι κοινό έγκλημα (αφού χρησιμοποιείται ο όρος «όποιος», δηλαδή ο δράστης δεν απαιτείται να έχει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή σχέση) και μάλιστα υπάγεται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα που αφορά κατά βάση στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα με τα οποία προστατεύεται το κοινωνικό σύνολο. Τέλος, το έγκλημα του άρθρου 285 Π είναι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης («αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος» και στη δεύτερη και τρίτη παράγραφο της διάταξης θεσπίζονται εγκλήματα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα «αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα…»). Τέλος, στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 285 ΠΚ,προβλέπεται η τιμώρηση και του εξ αμελείας εγκλήματος.
Β. Αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση
Α. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στο άρθρο 285 Π.Κ. στοιχειοθετείται με την παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας. Πρόκειται για έναν λευκό ποινικό νόμο, στον οποίο δεν περιγράφεται η αξιόποινη συμπεριφορά καθεαυτήν. Η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά περιγράφεται και εξειδικεύεται στις προσφάτως εκδοθείσες διατάξεις περί μέτρων πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης και περιορισμού της διάδοσης της νόσου και περί κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες και σε άλλους χώρους συνάθροισης κοινού, καθώς και σε λοιπές διατάξεις – ΚΥΑ για την αποφυγή διάδοσης της νόσου και για τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να τηρούνται από τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και τους πολίτες.
Β. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) του δράστη.
Ο δόλος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι υπάρχει συγκεκριμένη απαγορευτική διάταξη νόμου ή αρχής και θέληση αυτού να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα ή κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων (παρ. 1) ή και να μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα ή σε άνθρωπο (παρ. 2).
Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. ο οποίος συνίσταται όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθεί το αξιόποινο αποτέλεσμα και το αποδέχεται.
Με την παρούσα διάταξη της παρ. 4 τιμωρείται η παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, όταν τελείται και από αμέλεια, ως αυτοτελές πλημμέλημα, μόνο στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 (παρ. 4).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι για την πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από αμέλεια, απαιτείται:
α) Παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, ήτοι από ενέργεια ή παράλειψη του δράστη υπό την ως άνω βασική μορφή της παρ. 1.
β) Αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης δεν κατέβαλε κατ’ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής.
Τετελεσμένο είναι το έγκλημα της παραβίασης μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, όταν από την συμπεριφορά του υπαιτίου η οποία αιτιακά συνδέεται με τη δημιουργία κινδύνου προκύψει στον υλικό κόσμο (εμπειρικά) η παραβίαση και μόνο, αδιάφορο αν στη συνέχεια επήλθε ο παραπάνω κίνδυνος εισβολής ή διάδοσης μεταδοτικής ασθένειας. Δεν είναι δηλαδή αναγκαία η επέλευση του ως άνω αποτελέσματος διάδοσης και ασθένειας, γι’ αυτό και δεν χωρεί στάδιο απόπειρας. Όλες οι συμπεριφορές – παραβιάσεις, ως εκ τούτου, δεν ενεργοποιούν την ποινική διάταξη και δεν εξομοιώνονται από άποψης ποινικής μεταχειρίσεως.
Αν επέλθει το αποτέλεσμα της μετάδοσης ασθένειας σε ζώα ή σε άνθρωπο, τελείται κακουργηματική πράξη (παρ. 2) και αν επέλθει θάνατος ανθρώπου ή μεγάλου αριθμού ανθρώπων τελείται βαρύτερο κακούργημα, με διαφοροποίηση της απειλούμενης ποινής (παρ. 3).
Γ. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και επίδειξη ατομικής ευθύνης στην τήρηση των μέτρων που έχουν τεθεί ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι περαιτέρω εξάπλωσης και επιδείνωσης της ήδη φορτισμένης επιδημιολογικής στατιστικής από άποψη θνησιμότητας και της εξαιρετικά ασταθούς και αβέβαιης πρόβλεψης για την εξάλειψή της. Τέλος, από την άλλη πλευρά, όσο αόρατος κι αν είναι ο κορονοϊός, τόσο, αντιθέτως, είναι ορατός ο κίνδυνος εμπλοκής μας σε ποινικές διώξεις ως κατηγορουμένων για παραβίαση του άρθρου 285 του ΠΚ.
ΙΙΙ. Επιμύθιο
Η διάρκεια της πανδημίας με τις οδυνηρές της συνέπειες επέβαλαν κυριολεκτικά και στην ελληνική έννομη τάξη ένα ιδιόμορφο –Δίκαιο της Ανάγκης– για προστασία από τους άμεσους κινδύνους από την πανδημία του κορονοϊού COVID-19, με απώτερο σκοπό την διαφύλαξη των υπέρτερων εννόμων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και της υγείας.
Έτσι, δυνάμει της από 1-5-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 36), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 ν. 4690/2020, εκδόθηκε η ΚΥΑ 55339/2020, με την οποία, μεταξύ των άλλων, κατέστη υποχρεωτική η χρήση μη ιατρικής μάσκας για τους μαθητές κατά την επαναλειτουργία των σχολείων (άρθρο 2).
Η λήψη του μέτρου αυτού στηρίζεται σε εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού COVID-19, όπως άλλωστε και όλοι οι “κανόνες αποστασιοποίησης” που επιβάλλονται κατά περίπτωση (ΚΥΑ 55169/2020, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 44 της ίδιας ΠΝΠ, αναφορικά με τη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, κ.ά.).
Επισημαίνεται, τέλος, ότι η σχετικά πρόσφατη με αριθμό 16/2020 Εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει ότι «…η προσοχή των εισαγγελικών λειτουργών της χώρας να εστιάζεται εκτός άλλων και στη διερεύνηση τέλεσης του εγκλήματος του άρθρου 183 ΠΚ (διέγερση σε ανυπακοή), σύμφωνα με το οποίο -όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου προκαλεί ή διεγείρει σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή με χρηματική ποινή-.
Η εν λόγω διάταξη βελτιώθηκε στο νέο ΠΚ με την προσθήκη και του διαδικτύου ως μέσου δημοσιοποίησης της πρόκλησης ή διέγερσης σε ανυπακοή (βλ. Αιτιολ. Έκθ. Σχ ΠΚ, υπό το άρθρο 183).
Κατά την ποινική θεωρία, η πρόκληση είναι άμεση προτροπή προς άλλους να προβούν σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, ενώ η διέγερση είναι έμμεση επιρροή επί της βουλήσεως άλλων προς ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, με ερεθισμό του συναισθηματικού τους κόσμου, των παθών ή των ενστίκτων (βλ. την κλασική μελέτη Ι. Μανωλεδάκη, Η προστασία της δημόσιας τάξεως, σελ. 79-80).
Οσάκις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όταν δηλαδή αυτοί που αντιτίθενται στα νόμιμα μέτρα και προσδίδουν στις δικές τους θεωρήσεις για τη χρήση της μάσκας τα χαρακτηριστικά αξιόποινης πράξης, είναι αυτονόητη υποχρέωση ο σχηματισμός ποινικής δικογραφίας και η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ, υπό τις προϋποθέσεις της, εάν βεβαίως δεν εμποδίζεται από εξαιρετικούς λόγους, επιβάλλεται δε και η άμεση διεύθυνση της αυτεπάγγελτης προανάκρισης (άρθρο 245 §2 ΚΠΔ) από τον εισαγγελέα πρωτοδικών, στο πλαίσιο της από το άρθρο 25 §1 στοιχ. γ, δ Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. αρμοδιότητάς του.».