Σε τέσσερα νούμερα συνοψίζεται η ελληνική πρόταση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης: στα 18,2 δις. ευρώ που θα λάβει η χώρα υπό μορφή επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα 12,728 δις. ευρώ που θα δανειστεί επίσης η χώρα για να δανείσει με τη σειρά της υποψήφιους επενδυτές, στα 7,457 δις. ευρώ που θα πρέπει να επενδύσουν από την τσέπη τους ιδιώτες επενδυτές -ακόμη και ένα απλό νοικοκυριό που θα μπει στο εξοικονομώ και θα κληθεί να καλύψει την ίδια συμμετοχή- και στα 19 δις. ευρώ που θα πρέπει να εξασφαλίσουν οι τράπεζες – εγχώριες και ξένες – προκειμένου να χρηματοδοτήσουν με δάνεια τους υποψήφιους επενδυτές.
Αν προστεθούν αυτά τα τέσσερα νούμερα, φτάνουμε στον λογαριασμό των 57,4 δις. ευρώ, τα χρήματα δηλαδή που επιδιώκουμε να πέσουν στην ελληνική οικονομία από τον Αύγουστο του 2021 μέχρι τον Αύγουστο του 2026. Αυτό είναι λοιπόν το Ταμείο Ανάκαμψης μια “ευκαιρία” που πρέπει να αξιοποιηθεί μέσα στην επόμενη 5ετία.
Μια ευκαιρία η οποία όμως για να αξιοποιηθεί θα πρέπει να συνδράμουν όλοι:
1. το δημόσιο ξεπερνώντας τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις 10ετιών,
2. οι ιδιώτες επενδυτές διαγνώνοντας επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα και ποντάροντας σε αυτές ακόμη και με δικά τους χρήματα, όχι για να εκμεταλλευτούν επιδοτήσεις -άλλωστε θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες- αλλά για να κερδίσουν από τις ίδιες τις επενδύσεις.
3. οι ίδιοι οι πολίτες οι οποίοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο χρόνος μετράει αντίστροφα κάτι που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει ο χρόνος για να μπλοκάρουν έργα και επενδύσεις είτε στα δικαστήρια είτε οπουδήποτε αλλού
4. οι τράπεζες οι οποίοι ύστερα από μια 10ετία αδράνειας λόγω μνημονίων (και μείωσης του υπολοίπου των δανείων που συνεπάγεται και αποεπένδυση) θα πρέπει να πάλι να ρίξουν χρήμα στην πραγματική οικονομία, όχι για εορτοδάνεια και διακοποδάνεια, αλλά για παραγωγικές επενδύσεις.
Τα 18,2 δις. ευρώ των επιδοτήσεων αλλά και τα 12,728 δις. ευρώ που θα λάβει το κράτος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είναι δεδομένο ότι θα εκταμιευτούν. Η Ελλάδα δεσμεύεται με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και με προώθηση μεταρρυθμίσεων προκειμένου να αξιοποιήσει αυτούς τους πόρους. Τις μεταρρυθμίσεις και τα χρονικά ορόσημα τα θέτουμε εμείς οι ίδιοι, δεν επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν τηρηθούν, τα χρήματα θα έρθουν, αν όχι θα “μπλοκάρουν”. Και μετά την 31η Αυγούστου του 2026, το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει οριστικά.
Το ποια ιδιωτική επένδυση θα μπορεί να προωθηθεί και ποια όχι, δεν θα το κρίνει το δημόσιο αλλά οι τράπεζες. Με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια θα αποφασίζεται ποια επένδυση μπορεί να είναι βιώσιμη και ποια όχι. Τεχνοκράτες θα επιλέγουν επομένως ποιος θα μπορεί να μπει σε ένα σχήμα χρηματοδότησης το οποίο θα προβλέπει σχεδόν άτοκο δανεισμό από το κράτος για το 50% της επένδυσης, τραπεζικό δανεισμό (με όρους αγοράς) για το 30% της επένδυσης και ίδια κεφάλαια της επιχείρησης σε ποσοστό 20%. Ο ρόλος το κράτους είναι να ελέγχει πρώτον αν ο επενδυτής θα ξεπερνά το επιτρεπόμενο όριο των κρατικών ενισχύσεων και δεύτερον το αν η επένδυση μπορεί να ενταχθεί στους τέσσερις “πυλώνες” του προγράμματος: δηλαδή αν είναι αρκετά “πράσινη”, αρκετά “ψηφιακή” κλπ.
Για την έναρξη του προγράμματος, απέχουμε ουσιαστικά περίπου 100-120 ημέρες. Από τις 15 Απριλίου που θα κατατεθεί το ελληνικό σχέδιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα ξεκινήσει μια διαδικασία ελέγχου της ελληνικής πρότασης με στόχο η έγκριση να δοθεί μέσα στο καλοκαίρι. Μετά, θα έρθουν στην επιφάνεια οι όροι του προγράμματος. Οι υποψήφιοι επενδυτές θα φάνουν πως θα “βαθμολογείται” μια επένδυση ώστε να χαρακτηρίζεται αρκετά πράσινη, αρκετά ψηφιακή κλπ αλλά και τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθήσουν για να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα. Από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, ξεκινά μια 5ετία γεμάτη προκλήσεις.
Πηγή: thetoc.gr