Υπό διαπραγμάτευση φαίνεται πως τελεί – ενώ η χώρα οδεύει προς τις κάλπες – η επαναφορά της εθνικής συλλογικής διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Αν και ο υφιστάμενος μνημονιακός νόμος του 2013 έχει εφαρμοστεί μόλις τέσσερις φορές τα τελευταία δέκα χρόνια (2019, δύο φορές το 2022 και μία φέτος), η πλειοψηφία των κοινωνικών εταίρων αλλά και των “κομμάτων εξουσίας” προτείνει την κατάργηση του και την επιστροφή στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριτοβάθμιων εργοδοτικών οργανώσεων (ΣΕΒΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ) από τη μία μεριά και τη ΓΣΕΕ από την άλλη, μέσα από τις οποίες θα συμφωνείται κάθε χρόνο το ύψος του κατώτατου μισθού.
Το ‘’ειδικό βάρος” αυτής της θέσης, η οποία στηρίζεται ανοιχτά από τη ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ, το ΣΕΤΕ και το ΣΕΤΕ, αλλά και από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ – ενώ από πλευράς ΝΔ δεν έχει διατυπωθεί τελευταία κάποια ρητή αντίθεση απέναντι της – ενδεχομένως να αυξηθεί το αργότερα μετά τις εκλογές, ανάλογα, βέβαια, από τα αποτελέσματα και, έτσι, τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης της χώρας.
Κύκλοι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τονίζουν πως το υφιστάμενο καθεστώς καθορισμού του κατώτατου μισθού από το κράτος μετά από διαβούλευση με επιστημονικά ινστιτούτα και τους κοινωνικούς εταίρους τείνει να “απαξιωθεί” στην πράξη καθώς, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, διαχρονικά οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν το νόμο :
-Αποφασίζουν περισσότερο με πολιτικά κριτήρια για το ύψος του κατώτατου μισθού
– Δεν φαίνεται να λαμβάνουν υποψη τη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εμπλεκομένων φορέων.
– Ουδέποτε δικαιολόγησαν επιστημονικά τις αποφάσεις τους, αν και αυτό προβλέπει ο νόμος να κάνουν -δηλαδή να δικαιολογήσουν επιστημονικά τις προτάσεις τους- τα επιστημονικά ινστιτούτα (πχ ΙΟΒΕ), η Τράπεζα της Ελλάδας αλλά και οι κοινωνικοί εταίροι.
Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν παράλληλα πως οι διαδοχικές τέσσερις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό τον έχουν φέρει σε ένα επίπεδο πολύ πάνω από το προμνημονιακό. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2023, θα ανέλθει ο μικτός κατώτατος μισθός στα 780 ευρώ (μετά από σωρευτική αύξηση σχεδόν 30% το 2019 – 2023), ενώ πριν τα Μνημόνια βρισκόταν στα 752 ευρώ (δηλαδή πριν πέσει, το 2012, κατά 22%).
Έτσι, ο μικτός κατώτατος μισθός, όπως θα διαμορφωθεί από τον επόμενο μήνα (στα 780 ευρώ τον Απρίλιο του 2023) αποτελεί μία ισχυρή βάση παραπέρα ανόδου, την οποία, όμως, εφεξής θα πρέπει να την καθορίσουν οι ίδιοι οι κοινωνικοί εταίροι, χωρίς την παρέμβαση του κράτους, τονίζουν συνδικαλιστικοί κύκλοι στο Capital.gr, επισημαίνοντας πως μία τέτοια θέση ταιριάζει στις θέσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Την ίδια ώρα, εργοδοτικοί κύκλοι, οι οποίοι υποστηρίζουν τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, δεν κρύβουν πως οι εργοδοτικές οργανώσεις (σε περίπτωση που υπήρχε ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση με την εργατική πλευρά) πολύ δύσκολα (σ.σ. όπως φάνηκε, άλλωστε, στις προτάσεις τους προς την κυβέρνηση) θα δεχόταν αύξηση του κατώτατου στο ύψος που αποφάσισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το Φεβρουάριο του 2019, δηλαδή λιγότερο από ένα χρόνο μετά την έξοδο από τα μνημόνια (11%) ή ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση για τον Απρίλιο του 2023, δηλαδή σε συνθήκες ανάπτυξης μεν αλλά με ορατές τις πιέσεις της ενεργειακής κρίσης κλπ. (9,4%).
Από την άλλη μεριά, όμως, αν επαληθευθούν, σημειώνουν συνδικαλιστικοί κύκλοι στο Capital.gr, οι προβλέψεις για πληθωρισμό γύρω στο 5% φέτος, δεν υπάρξει τόσο μεγάλη κοινωνική πίεση για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό το 2024, όπως εκείνες του 2022- 2023 (9,5% το 2022 και 9,4% το 2023). Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πως του χρόνου δεν θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει μία συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων -εφόσον επιστρέψει θεσμικά η σχετική δυνατότητα – για νέα, χαμηλότερη από την περίοδο του 2022-23, αύξηση του κατώτατου μισθού.
Εξάλλου, τον Ιανουάριο του 2024, εφόσον το 2023 (σε ετήσια βάση) έχει πέσει το ποσοστό της ανεργίας κάτω από 10%, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Υπουργός Εργασίας, κος Κωστής Χατζηδάκης, θα ληφθούν οι αποφάσεις για ξεπάγωμα των τριετιών για όσους αμειβομενους με τον κατώτατο μισθό είχαν κατοχυρώσει επίδομα προϋπηρεσίας το 2012. Αυτό σημαίνει πως – σε αυτήν την περίπτωση – θα ξεκινήσει ένας σταδιακός κύκλος αυξήσεων 10% για όλους τους μισθωτούς, ανεξάρτητα από την πορεία του κατώτατου μισθού, μειώνοντας έτσι και τη σημασία της αύξησης του τελευταίου.
Τι λέει το ΚΕΠΕ
Στο σχέδιο πορίσματος διαβούλευσης για τον νέο κατώτατο μισθό το ΚέντροΠρογραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) τάσσεται κάθετα ενάντια στην επαναφορά της αρμοδιότητας του καθορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως “στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, μία ανεξάρτητη επιτροπή ειδικών ή συγκεκριμένος αρμόδιος Οργανισμός, λαμβάνοντας υπόψιν τις προτάσεις των κοινωνικών φορέων και αξιοποιώντας πλειάδα στατιστικών δεδομένων εισηγείται (σε συγκεκριμένες χώρες δεσμευτικά) στην εξ ορισμού αρμόδια Κυβέρνηση τις αλλαγές στο ύψος του κατώτατου μισθού. Αυτή η πρακτική είναι ευρέως αποδεκτή ως καλή και αποδοτική, καθώς μειώνει τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, ενώ συνυπολογίζει οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, όπως γίνεται και στη χώρα μας με την ισχύουσα νομοθεσία. Εξάλλου, οι όποιες αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό δεν αφορούν αποκλειστικά τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους και τους εργοδότες, καθώς επηρεάζουν επίσης τις προοπτικές απασχόλησης των ανέργων, των μη συνδικαλισμένων εργαζόμενων, των εργαζομένων στην παραοικονομία, των οποίων τα συμφέροντα και επιθυμίες πιθανόν να μην εκπροσωπούνται επαρκώς από τους κοινωνικούς εταίρους. Επίσης, η επίδραση του κατώτατου μισθού σε καίρια μακροοικονομικά μεγέθη (ανεργία, μοναδιαίο κόστος εργασίας, ισοζύγιο πληρωμών, κτλ.) δεν θα πρέπει να αγνοείται. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο μηχανισμός αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού που εφαρμόζεται στην χώρα μας είναι μία σύγχρονη καλή πρακτική. Φαίνεται ότι είναι επίσης σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα του σχεδίου σχετικής Οδηγίας της ΕΕ και στις χώρες που εφαρμόζεται είχε θετικά αποτελέσματα, αφού επιτρέπει την ολοκληρωμένη, ανεξάρτητη και συστηματική αξιολόγηση των δυνατοτήτων αύξησης του κατώτατου μισθού”.
Από πλευράς ΚΕΠΕ υποστηρίζεται πως “επιστροφή στον προηγούμενο μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικής διαπραγμάτευσης των τριτοβάθμιων κοινωνικών εταίρων, που σημειωτέον δεν εφαρμόζεται σε καμία χώρα, θα αποτελούσε άκαρπη οπισθοδρόμηση και αφαίρεση από την πολιτεία της ευθύνης να ασκεί την κοινωνική και οικονομική πολιτική”
Πηγή capital.gr