Κοντά 40 χρόνια από την Πρωτομαγιά που «έφυγε», σε μυστηριώδες… ατύχημα ο κορυφαίος αγωνιστής κατά της δικτατορίας, ο άντρας με την ασυμβίβαστη προσωπικότητα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, ο άνθρωπος που αγάπησε την Ελευθερία, την Δημοκρατία.
(…) Ο Παναγούλης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον καιρό του, πολύ μεγαλύτερος από τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πολύ μεγαλύτερος από τις μεταπολιτευτικές μας ανάγκες και προσδοκίες. Για αυτό και τον τυλίγουμε με την αμηχανία μας, για αυτό και τον παραδίνουμε στη σιωπή.
Τον εξωθούμε στο περιθώριο του νου μας γιατί δεν τον αντέχουμε, τον διώχνουμε από μέσα μας γιατί δειλιάζουμε να τον συλλογιστούμε’ είναι η ίδια μοναξιά εκείνων των παλιών ηρώων του Σοφοκλή – σκέψου τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, τον Ηρακλή.
Ο Παναγούλης κάμποσες φορές στα σύντομη ζωή του βίωσε τούτη την τραγική μοναξιά: όταν το 1969 δραπέτευσε από την φυλακή μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη δίχως κανένας να του δώσει καταφύγιο• στις εκλογές του 1974, όταν εκείνος ο παγκοσμίου φήμης τυραννοκτόνος και μάρτυρας της χούντας ψηφίστηκε μόλις στην έκτη θέση και εκλέχτηκε βουλευτής με τη Β’ κατανομή• το 1976, όταν έβλεπε να μένει όλο και πιο μόνος του στην υπόθεση της αποκάλυψης των αρχείων της ΕΣΑ – φυσικά και αυτήν την πήγε μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι το τέλος του το ξημέρωμα εκείνης της Πρωτομαγιάς που αιμορραγεί.
Πάνω από όλα ο Παναγούλης βίωσε την τραγική μοναξιά του ιδεαλισμού του: αποφάσισε να σκοτώσει για να υπερασπσιτεί αξίες ζωής, έβαλεε βόμβες για να αντισταθεί σε αυτούς που βομβαρδίζουν.
Ο Παναγούλης πέθανε. Άφησε πίσω του πράξεις και ποιήματα, αιμάτινη ιστορία, λαχανιάσματα, παραφορά, σπασμούς που αναταράζουν το νου και την καρδιά όσων των γνώριζαν. Άφησε πίσω του την προμηθεϊκή λαχτάρα του για ανθρώπινες κοινωνίες, ανθρώπινες αξίες, ηθικά διλλήματα, ασυνάρτητα νεύματα. Για αντίσταση σε κάθε αφέντη, μεγάλο τιμονιέρη, πιστολά πρόεδρο, φιλήσυχο αστό που θέλει «αυξημένη αστυνόμευση στα σύνορα».
Ο Παναγούλης άφησε πίσω του το τραγικό του άλμα – την παράφορη βεβαιότητα ότι θα πάει τούτο το άλμα του μέχρι το τέλος. Και κάποτε, μέσα στον αλλόκοτο τάφο του Μπογιατίου, βρήκε την ανάσα να απαντήση με μια αχάλαστη κατάφαση στην άρνηση του θανάτου.
ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ:
Μη κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
Αυτό για μένα είναι το καλύτερό του ποίημα. Από την Πρωτομαγιά του 1976 πέρασαν χρόνια οι αξίες για τις οποίες ο Παναγούλης χόρεψε πάνω στο θάνατό του γίνανε τετριμμένα λόγια. Οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν όποια πόλη επιθυμούν – κι όσο περισσότερο βομβαρδίζουν οι Πρόεδροι τους, τόσο ευκολότερα επανκελέγονται. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι – μα οι άνθρωποι της Δύσης πλουταίνουν με την πείνα των υπολοίπων ίσων συνανθρώπων τους.
Αν δώσεις το όνομα του Παναγούλη στις μηχανές αναζήτησης του internet, βρίσκεις ξεκούδουνες αναφορές, ονόματα σε καταλόγους γιατρών, φαρμακοποιών – στην ουσία τίποτε. Στα ελληνικά σχολικά βιβλία δεν θα διαβάσεις ούτε ένα από τα ποιήματα του. Το βιβλίο του πια το βρίσκεις σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία. Μήτε μια έκδοση από το Υπουργείο Παιδείας ή το Υπουργείο Πολιτισμού – έστω από την Βουλή των Ελλήνων ή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στα στρατόπεδα του ελληνικού στρατού οι στρατιώτες εκπαιδεύονται φωνάζοντας «πού θα πιούμε το αίμα μας – στον Βόσπορο».
Οι πρώτοι νεκροί δεν πήραν απάντηση πάλης βοή, μα βόμβο τηλεοράσεων και συνθήματα κομματικών νεολαιών για παντοτινούς πρωθυπουργούς.
Έχουμε μάθει να καταναλώνουμε μηνύματα – οι τραγωδίες παραείναι σύνθετες και ενοχλητικές για την αυτοκατάφασή μας.
Ο Παναγούλης ενοχλεί – ως μνήμη, ως ανθρώπινο σήμα, ως πολιτικό αίτημα, ως τραγικό άλμα. Ναι, ο Παναγούλης ενοχλεί και θα ενοχλεί για πάντα το Έθνος, το Κόμμα, την Εκκλησία, τους Μεγάλους Αδελφούς, τους Μεγάλους Βασιλιάδες, τους Μεγάλους Αρχηγούς κι όλους τους ρουφιάνους τους, όσους λογαριάζουν τους ανθρώπους για υπηκόους, για σκλάβους, για υποτελείς, για καύσιμο της Ιστορίας. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί ήταν τραγικός ήρωας και όχι άγαλμα.
Ενοχλεί γιατί δεν τον φόβιζε μήτε το Μπογιάτι, μήτε το Κολοσσαίο, μήτε το Γκουλάκ, το Γκουαντανάμο, μήτε τα νυχτερινά περίπολα των φιλήσυχων πολιτών, μήτε καν το διάλειμμα για τις διαφημίσεις.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν ήταν ελέγξιμος, διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος, λελογισμένος, προβλεπόμενος, ανταλλάξιμος, ενοχλεί γιατί δεν φοβότανε τίποτε και κανέναν, μήτε τα φλογοβόλα, μήτε τους παπάδες, μήτε τον διαλεκτικό ιστορισμό, γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του, κι όταν οι βασανιστές του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα εκείνος γελούσε και τους έφτυνε.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, να οριοθετηθεί, να γίνει ηρωικό παρελθόν, γλυκιά συναίνεση, Κυριακή Προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως, γιατί δεν σταματιέται με τίποτε και με κανέναν, παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες, χαλάει την σύμπνοια των ιδεών, χουγιάζει τους χωροφύλακες, ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται, δεν γίνεται πεπρωμένο, διαφημιστική αφίσα, σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας, πακέτο προς διανομή’ κοντολογής, ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει – γιατί παραμένει λαχάνιασμα, πυρωμένη ματιά, μοναχική αποκοτιά, ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.
Εξάλλου, λένε, η παλιά μάχη τέλειωσε. Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν. Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης – έτσι λένε.
Γι αυτό, λοιπόν: ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση. Θα σας δείξουμε ημέρες λελογισμένα ηλιόλουστες, όσες και όσο χρειάζεται για να μην διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά, σφυγμομετρημένους ψεύτες, εμπόρους του προσώπου τους, φτηνούς δημαγωγούς, χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα, οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί – γενικότερα: ομορφιές, ρόδινα ακρογιάλια, δωμάτια με θέα, καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς, χαρούμενες γιορτές των χορτάτων, χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα, υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης, καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά, κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια, και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν την χαρούμενη μοναξιά σας.
Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας, μέσα στην αφόρητη ερημία ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις «προσαρμοσμένης λογικής» (όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν), μέσα στα σπίτια με τα ενισχυμένα κουφώματα, τα διπλά τζάμια, τις τριπλές κλειδαριές, τα τετραπλά τηλεκοντρόλ, ένας παλιός σπασμός λογχίζει τον νου μας, βάνει φωτιά στα στέρεα όνειρά μας, καταστρέφει τη νύχτα μας. Οι πεινασμένοι, οι βασανισμένοι, οι εξόριστοι, οι μετανάστες, οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν. Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο, κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους του.
Και κάποιος, εικοσιοχτώ χρόνια πεθαμένος, ανασαίνει την παμπάλαια τραγωδία του και χνωτίζει το τζάμι:
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
(Θανάσης Τριαρίδης Δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Βραδυνή στις 13-4-2004)