• Είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 2.139,356,21 ευρώ και 2.956.558,97 ευρώ αντίστοιχα
Με απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου έγινε δεκτή η ανακοπή μίας ανώνυμης εταιρείας ξενοδοχειακών και τουριστικών επιχειρήσεων κατά ειδικού εκκαθαριστή πιστωτικών ιδρυμάτων και ακυρώθηκε επιταγή δύο διαταγών πληρωμής και κατασχετήριο με το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 2.139,356,21 ευρώ και 2.956.558,97 ευρώ αντίστοιχα.
Ειδικότερα, η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης από μέρους της καθ’ης η ανακοπή ήταν καταχρηστική, διότι έλαβε χώρα μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από την έκδοση των εκτελεστών τίτλων και εν μέσω των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, εξέθεσαν ότι οι ίδιοι είχαν ήδη προβεί σε καταβολές προκειμένου να μειώσουν την οφειλή τους και ότι η καθής η ανακοπή εμπόδιζε την εξεύρεση συμφωνίας παραλείποντας να τους χορηγήσει τα έγγραφα που της ζήτησαν.
Όπως εκτίμησε το δικαστήριο, η ανακόπτουσα κατήρτισε το έτος 2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και η καθ’ης της χορήγησε το ποσό των 2.500.000 ευρώ. Στη συνέχεια κατήρτισαν σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε το ποσό των 1.732.500 ευρώ. Εν συνεχεία ένεκα της παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων από μέρους της ανακόπτουσας, ήτοι της προσήκουσας καταβολής των συμφωνημένων δόσεων, η καθ’ης πέτυχε την έκδοση διαταγών πληρωμής δυνάμει των οποίων προχώρησε το έτος 2018 σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Εντούτοις το έτος 2017 οι ανακόπτοντες είχαν ξεκινήσει μία σειρά διαπραγματεύσεων με την καθ’ ης, γεγονός το οποίο αποδείχθηκε από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τα οποία προκύπτει ότι η καθ’ης δεν παρεμπόδισε τη σύναψη συμφωνίας όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε, καθώς ζητήθηκε η κίνηση του λογαριασμού τους από τη σύναψη των συμβάσεων δανείου και η ειδική εκκαθαρίστρια χορήγησε στους ανακόπτοντες την κίνηση των λογαριασμών από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης και εξής, διότι δεν είχε σχετικά έγγραφα προγενέστερης ημερομηνίας. Επομένως η καθής όπως αναφέρει η απόφαση δεν ενήργησε κακόβουλα ωστόσο μεταξύ τους είχαν ήδη ξεκινήσει από το έτος 2017 διαπραγματεύσεις ενώ το έτος 2018 οι ανακόπτοντες απέστειλαν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφέροντας ότι θα της αποστείλουν τα στοιχεία που της είχε ζητήσει στο πλαίσιο της μεταξύ τους τηλεφωνικής επικοινωνίας προκειμένου να ολοκληρωθεί η μεταξύ τους συμφωνία.
Επιπλέον σύμφωνα με την απόφαση αποδείχθηκε ότι η καθ’ης το έτος 2018 γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες ότι η εσωτερική επιτροπή εγκρίσεων η οποία είναι αρμόδιο κλιμάκιο της εκκαθάρισης ενέκρινε την ύπαρξη συμφωνίας με τον όρο να καταβληθεί εκ μέρους των τελευταίων το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ σε δόσεις. Επιπρόσθετα, τους ενημέρωσε ότι θα τους αποστείλει τα στοιχεία που ζήτησαν δημιουργώντας τους έτσι την πεποίθηση ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, επίσπευσε την σε βάρος τους κατάσχεση εις χείρας τρίτου.
Ετσι το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά αυτή της καθ’ης είναι καταχρηστική διότι αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δεδομένου ότι η τελευταία προχώρησε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων πριν παρέλθει η προθεσμία καταβολής των δόσεων που τους είχε προτείνει ενώ κατόπιν της ανωτέρω πρότασης εύλογα είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις και ότι η καθ’ης δε θα προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους την ανωτέρω χρονική στιγμή προκαλώντας τους τοιουτοτρόπως δυσμενείς επιπτώσεις.
Έτσι το δικαστήριο ακύρωσε τις επιταγές προς πληρωμή και το κατασχετήριο με το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών αφενός μεν για το συνολικό ποσό των 2.139.356,21 ευρώ αφετέρου δε για το συνολικό ποσό των 2.956.558,97 ευρώ που αφορούσαν τις διαταγές πληρωμής.
Την υπόθεση χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο Μηνά Τσέρκη & Συνεργατών και η δικηγόρος κ. Κατερίνα Νοτοπούλου.