«Μόνο ένας γιατρός είναι;». «Ναι, ένας μόνο». Η γυναίκα που ρώτησε κουνάει το κεφάλι, εκείνη που απάντησε γυρίζει ξανά προς το βάθος του διαδρόμου. Πίσω απ’ την πόρτα, στο εξεταστήριο, είναι «μόνο ένας γιατρός». Οι γυναίκες περιμένουν στον προθάλαμο του «Αλεξάνδρα». Είναι κι οι δυο τους εκεί πάνω από μία ώρα, αλλά δεν παραπονιούνται. Καμία απ’ τις δύο δεν πονάει πολύ κι έχουν και από μία καρέκλα να κάτσουν. Οπως είναι η κατάσταση, αυτά τα δύο αρκούν για να τις κάνουν να νιώθουν σχεδόν τυχερές.
Μεσημέρι Τρίτης στην εφημερία του παθολογικού στο «Αλεξάνδρα», είμαστε 40 άνθρωποι κι έχει λιγότερες από 20 καρέκλες. Τα χαρτάκια για την αναμονή έχουν φτάσει στο νούμερο 407, το εξεταστήριο έχει κολλήσει στο 367. Ενας υπάλληλος ασφαλείας τριγυρνά για να τον βλέπουν οι ασθενείς κι οι συνοδοί τους, γιατί τελευταία όλο και πιο συχνά η δυσαρέσκεια ξεσπά σε οργή. Μια γυναίκα τον πλησιάζει. Είναι η κόρη της άρρωστης γιαγιάς που κάθεται πίσω μου.
«Πονάει», του λέει. «Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι να προηγηθεί;». Στην καρέκλα η μητέρα της κάθε τόσο φωνάζει απ’ τον πόνο, αλλά κανείς δεν αντιδρά, είναι σαν να την ακούω μόνο εγώ. Ο σεκιουριτάς δείχνει την πόρτα του γιατρού. «Ο,τι πει αυτός…», απαντά αμήχανα. Η κόρη πάει προς τα μέσα, να παρακαλέσει. «Θα πεθάνω εδώ», ξεχωρίζω τις λέξεις μες στο κλάμα της γριάς.
Κάπου μέσα στους τελευταίους μήνες, η λέξη «επείγοντα» στις εφημερίες απέκτησε εντελώς άλλη έννοια. Δίπλα μου κάθεται η Τ.Κ., που έχει ενοχλήσεις στο στήθος. Ηρθε απ’ το Σισμανόγλειο στο «Αλεξάνδρα» γιατί «εκεί στο καρδιολογικό ήταν πάρα πολλοί ασθενείς, ενώ εδώ δεν έχει ούτε δέκα». Μου λέει πως είναι πολύ συχνό να κάνουν οι ασθενείς τον γύρο των νοσοκομείων που εφημερεύουν για να βρουν καλή θέση στην ουρά. Ακόμα κι έτσι, εκείνη σήμερα θα περιμένει «δύο ώρες τουλάχιστον». «Κι αν κάποια φορά έχετε κάτι αληθινά επείγον;», τη ρωτάω. Πριν απαντήσει, «στο πλάι!», ακούω μια φωνή και ρόδες να κυλούν. Ενα φορείο τρέχει στον διάδρομο. «Στο πλάι!», ξαναφωνάζει ο τραυματιοφορέας. Το στρώμα χοροπηδά στα φαγωμένα πλακάκια, μαζί και το σώμα που είναι ξαπλωμένο πάνω του. Το φορείο διασχίζει την αίθουσα αναμονής. Κανείς δεν μιλά. Ακόμα και η γυναίκα πίσω μου έχει σταματήσει το κλάμα. Τριάντα άνθρωποι, όλοι κοιτάμε το σώμα που περνάει. Με το που παίρνει τη στροφή, «υπάρχουν και χειρότερα», λέει ο άνδρας στη γυναίκα που δεν κλαίει πια. Σαν να είναι αυτό παρηγοριά.
Αφήνω πίσω το «Αλεξάνδρα» και μέχρι να φτάσω στο Λαϊκό, η ώρα έχει πάει πέντε το απόγευμα. Περνάμε την πόρτα μαζί μ’ έναν νεαρό που κρατά μια σακούλα με πάγο πάνω στον πήχυ του και μορφάζει απ’ τον πόνο. Τον βλέπω που πάει στο ορθοπεδικό τμήμα, κολλάει σε μια πόρτα και περιμένει να του ανοίξουν.
Παντού στο ισόγειο στέκονται ασθενείς, πρέπει να είναι τουλάχιστον 100 άνθρωποι. Από τον διάδρομο που τα ενώνει, οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι περνούν τρέχοντας, γιατί πάντα κάποιος συνοδός πετιέται να τους κυνηγήσει. «Γιατρέ!», φωνάζει τώρα ένας εξηντάρης και πάει να στήσει φράγμα. Ο σεκιουριτάς μπαίνει στη μέση. «Αφήστε τον να περάσει παρακαλώ». Ο άνδρας υποχωρεί. «Ολα καλά εδώ», στέλνει μήνυμα αμέσως μετά ο σεκιουριτάς στον ασύρματο. Σαν να είμαστε σε αστυνομική ταινία.
Ενας τραυματιοφορέας με προσπερνά με μια μπουκάλα οξυγόνο στον ώμο και μια τεράστια συσκευή κάτω απ’ τη μασχάλη του. Στον χώρο αναμονής, με την τηλεόραση να παίζει μια σαπουνόπερα, μια γυναίκα, η Χ.Δ. που περνά μέρες ολόκληρες στο νοσοκομείο λόγω του άνδρα της, μου λέει πως όλα αυτά που παλιά υπήρχαν αυτονοήτως σε κάθε θάλαμο, τώρα κάποιος πρέπει να τα πηγαίνει και να τα φέρνει απ’ τον ένα δωμάτιο στο άλλο. Οσο μου μιλάει, κοιτάζω μια γιαγιά σ’ ένα φορείο: έχει για μαξιλάρι το μπουφάν της.
Υστερα μπαίνει στη μέση ένας νεαρός που περπατά με τον δικό του φάκελο στο χέρι. Νομίζω πως είναι συνοδός κάποιου αρρώστου, αλλά μετά βλέπω την «πεταλούδα» καρφωμένη στον καρπό του. «Αν έρθεις μόνος σου στην εφημερία, δεν υπάρχει κανείς να σε βοηθήσει», μου λέει η Χ.Δ. «Κι αν σου κάνουν εισαγωγή, θα πρέπει να βρεις σεντόνια, κουβέρτες, ακόμα και μαξιλάρια ή πατερίτσες». «Κι αν δεν βρεις;», τη ρωτάω. «Τότε δε θα έχεις», μου απαντά.
Καθώς φεύγω απ’ το Λαϊκό, βλέπω τον νεαρό που κρατούσε τη σακούλα με τον πάγο στον πονεμένο πήχυ του. Δεν έχει πια σακούλα, ο πάγος προφανώς έλιωσε. Είναι όμως στην ίδια πόρτα κολλημένος, κι ας φαίνεται το κόκαλο στο χέρι του πως είναι σπασμένο…
Καθημερινή
Έντυπη