«Οταν προσέγγιζε η λάντζα με την ηρωίνη το πλοίο και πριν αρχίσουν να ρίχνουν τα πρώτα σακιά στο κατάστρωμα δέχθηκα κλήση στο δορυφορικό τηλέφωνο από τον καπετάν Τζώρτζ ο οποίος μου είπε μην ανησυχείς, αυτά τα οποία θα σου βάλουν στο πλοίο είναι δικά μου προσωπικά πράγματα και ο Ιρανός με το όνομα Μπονιάτ που θα επιβιβαστεί στο πλοίο από τη λάντζα γνωρίζει που θα τα τοποθετήσει στο πλοίο».
Το απόσπασμα αυτό από την απολογία, την οποία αποκαλύπτει to vima. gr, του 42χρονου Ινδού πλοιάρχου του πλοίου Noor-1 με το οποίο μεταφέρθηκαν πριν από 25 περίπου ημέρες 2,1 τόνοι ηρωίνης από τον Περσικό Κόλπο, δίνει μία νέα διάσταση στην υπόθεση. Ο Ινδός καπετάνιος προσδιορίζει τον ρόλο ως «καθοδηγητή» του φορτίου του 62χρονου καπετάνιου Γιώργου Μπ, τον οποίο αποκαλεί «κάπτεν Τζώρτζ». Πρόκειται για ναυτιλιακό παράγοντα που διαμένει στην Κύπρο και στο Ντουμπάι, στενού συνεργάτη ελλήνων εφοπλιστών και για τον οποίο αναμένεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης και αίτημα έκδοσής του από την αραβική χώρα. Στην απολογία του Ιρανού πλοιάρχου ο συγκεκριμένος καπετάνιος παρουσιάζεται ως ο κύριος διακινητής του φορτίου ενώ ο 42χρονος αλλοδαπός δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ούτε τον ήδη προφυλακισμένο επιχειρηματία Ευθύμιο Γιαννουσάκη αλλά και πολλούς από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση. Παράλληλα οι δικαστικοί λειτουργοί διερευνούν τον ρόλο άλλου επιχειρηματία που φέρεται να έχει «ναυλώσει» το πλοίο – στο επίμαχο ταξίδι του – για να έλθει από το Ντουμπάι στην Ελλάδα προκειμένου να το δρομολογήσει στην Μεσόγειο. Όμως ζητούμενο για τους ερευνητές της υπόθεσης είναι γιατί ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας δεν επέλεξε ένα άλλο από τα διαθέσιμα δεξαμενόπλοια που βρίσκονταν στην Ελλάδα αλλά και γιατί δεν πήγε να ελέγξει το Noor-1 (το οποίο όταν έφθασε στην Ελλάδα διαπίστωσε ότι ήταν «ακατάλληλο») όσο καιρό αυτό ήταν ελλιμενισμένο στο Ντουμπάι και αυτός βρισκόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί.
Στην κατάθεσή του ο Ιρανός πλοίαρχος περιγράφει την κρίσιμη στιγμή φόρτωσης του πλοίου με ηρωίνη και τα στοιχεία του υπόλοιπου ταξιδιού του. Πιο αναλυτικά ο Ινδός πλοίαρχος ανέφερε:
«Στις 27 Απριλίου 2014 αποπλεύσαμε από το Ντουμπάι για το λιμάνι Κορφακάν. Μας είπαν να πάμε στο λιμάνι αυτό για να πάρουμε δύο μπαλόνια. Εκεί πήγαμε σε περίπου 20 ώρες. Δεκαπέντε ναυτικά μίλια έξω από το λιμάνι του Κουρφακάν επικοινώνησα από το προσωπικό μου τηλέφωνο με τον καπετάν Τζώρτζ και του ζήτησα να μου δώσει οδηγίες για την περαιτέρω πορεία μας. Μετά από μια μικρή αναμονή μού είπε ο καπετάν Τζώρτζ να κατευθυνθώ προς τη διώρυγα του Σουέζ. Τον ρώτησα γιατί πάμε στην Αίγυπτο και μου είπε ότι πάμε να κάνουμε κάτι επισκευές. Μετά από πλεύση δυόμισι ημερών με κατεύθυνση προς Σουέζ και ενώ είμαστε 25 ναυτικά μίλια από την ακτή, έξω από το Ρασάλ Χατ, μας προσέγγισε μία λάντζα. Πριν δεν είχα καμιά ενημέρωση γι αυτό. Με ενημέρωσε αυτός που είχε βάρδια στη γέφυρα και είδα με τα κιάλια σε απόσταση περίπου 2,5 μιλίων από εμάς, να μας προσεγγίζει. Επειδή στην περιοχή υπάρχει έντονο το φαινόμενο της πειρατείας, φοβήθηκα ότι αφορά σε πειρατές. Ηρθε η λάντζα δίπλα μας και τρία άτομα από την λάντζα πήδησαν πάνω στο πλοίο. Η γλώσσα που μου μιλούσαν είναι σπαστά ινδικά. Πάνω στη λάντζα ήταν και άλλα 10 άτομα περίπου. Με ρώτησαν που είναι το πλήρωμα και τους είπα ότι κοιμούνται. Πετούσαν κάτι σάκους από ρύζι πάνω στο κατάστρωμα και όταν τους ρώτησα τι είναι αυτά μου είπαν ότι είναι πράγματα της εταιρείας και μην φοβάσαι. Ηταν περίπου 3-4 τα ξημερώματα. Ο ένας από τους τρεις που ανέβηκαν στην γέφυρα ήταν Ιρανός και μιλούσε στο δορυφορικό τηλέφωνο σε έντονο ύφος χωρίς να γνωρίζω με ποιόν μιλάει. Αυτός που μιλούσε στο δορυφορικό τηλέφωνο είναι ο Ιρανός που μας συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου στην Ελλάδα. Ξέχασα να πω ότι όταν προσέγγιζε η λάντζα -με την ηρωίνη- το πλοίο και πριν αρχίσουν να ρίχνουν τα πρώτα σακιά στο κατάστρωμα δέχθηκα κλήση στο δορυφορικό τηλέφωνο από τον καπετάν Τζώρτζ ο οποίος μου είπε “μην ανησυχείς, αυτά τα οποία θα σου βάλουν στο πλοίο είναι δικά μου προσωπικά πράγματα και ο Ιρανός με το όνομα Μπονιάτ που θα επιβιβαστεί στο πλοίο από τη λάντζα γνωρίζει που θα τα τοποθετήσει στο πλοίο”. Επειδή αυτός είναι ο ναυλωτής και αυτός είναι που θα έδινε το μισθό σε εμένα και στο πλήρωμα. Μετά την διαβεβαίωση του καπετάν Τζώρτζ δεν πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν κάτι παράνομο…».
Πηγή Το Βήμα