Την τελευταία δεκαετία η κλιματική αλλαγή επιτρέπει την εμφάνιση ακραίων υψηλών θερμοκρασιών πριν μπούμε στην καρδιά του καλοκαιριού – Οι θλιβερές επέτειοι και τα παθήματα που δεν έγιναν μαθήματα
Αυτό υποστηρίζει, στα «ΝΕΑ» η δρ Δήμητρα Φουντά, κύρια Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
«Έως το 2007 δεν έχει καταγραφεί πρώιμος καύσωνας τον Ιούνιο» τονίζει. «Τα πράγματα ωστόσο έχουν αλλάξει την τελευταία δεκαετία. Πρώιμους καύσωνες τον Ιούνιο είχαμε το 2007, το 2010, το 2016, πρώιμος είναι και ο φετινός». Όπως λέει: «Ίσως η κυριότερη εκδήλωση της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή μας είναι η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων υψηλών θερμοκρασιών και καυσώνων. Ιδίως για την Αθήνα, η συχνότητα εμφάνισης τέτοιων φαινομένων έχει αυξηθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες».
Σύμφωνα με τον μετεωρολόγο/ερευνητή στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Κώστα Λαγουβάρδο, «ανατρέχοντας την τελευταία τριακονταετία, τρεις είναι οι καύσωνες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας.
Ο πρώτος σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2007 όταν για έξι ημέρες έσπαγαν το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ της θερμοκρασίας και, μόλις σταμάτησε στις 28 Ιουνίου, ξέσπασε η καταστροφική πυρκαγιά της Πάρνηθας η οποία έκαψε 48.744 στρέμματα.
Ο δεύτερος εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 2007 και διήρκεσε πέντε ημέρες με εξίσου πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Ο καύσωνας του Ιουλίου 1987 ήταν ο μεγαλύτερος της περιόδου σε διάρκεια, καθώς για οκτώ συνεχόμενες ημέρες σημειώθηκαν θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 40 βαθμούς Κελσίου».
Όπως επισημαίνει ο Λαγουβάρδος, «η χρήση των κλιματιστικών σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους ήταν πολύ περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου, ειδικά για τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα».
Και συμπληρώνει: «Παρότι δεν σημειώθηκαν απόλυτα ρεκόρ θερμοκρασίας, παρόμοιας διάρκειας καύσωνα δεν έχουμε βιώσει ποτέ από τότε».
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι θερμοκρασίες της τάξης των 40 έως 45 βαθμών Κελσίου δεν αποτελούν κάτι το ασυνήθιστο για την Ελλάδα. Ωστόσο, η διατήρηση τόσο υψηλών θερμοκρασιών για μεγάλο χρονικό διάστημα αυξάνοντας τη θερμική επιβάρυνση των ανθρώπων και υποβαθμίζοντας την ποιότητα αέρα, είναι δυνατόν να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες στον πληθυσμό.
«Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το ακραίο κύμα καύσωνα που επηρέασε τη χώρα μας πριν από 30 χρόνια και κόστισε τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων στην Αθήνα» εξηγεί, ο μεταδιδακτορικός ερευνητής για θέματα μετεωρολογίας – περιβάλλοντος στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Θοδωρής Γιάνναρος.
«Θεωρώντας μόνο τη διακύμανση της θερμοκρασίας και της υγρασίας, οι συνθήκες που επικράτησαν στην Αθήνα εκείνο το διάστημα δεν ήταν τυπικές μεσογειακού κλίματος, αλλά ένας συνδυασμός συνθηκών που απαντιούνται σε ερημικές και υγρές τροπικές περιοχές» λέει.
Οι προαναφερόμενες μετεωρολογικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα την ακραία θερμική επιβάρυνση του πληθυσμού της Αθήνας. Κατά τον Γιάνναρο, σε απόλυτες τιμές οι κάτοικοι της Αθήνας έπρεπε να αντιμετωπίσουν συνθήκες μέτριας θερμικής επιβάρυνσης κατά τις νυχτερινές ώρες, γεγονός που δυσχέραινε σημαντικά την αποκατάσταση της θερμικής ισορροπίας του οργανισμού από την ακραία θερμική επιβάρυνση της ημέρας.
«Λαμβάνοντας υπόψη και τη γενικότερη απουσία μέσων κλιματισμού εκείνη την εποχή, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της δυσκολίας στην αντιμετώπιση των ακραίων θερμικών συνθηκών» συμπληρώνει.
«Αυτή ακριβώς η παρατεταμένη θερμική επιβάρυνση του πληθυσμού στον θερμορυθμιστικό μηχανισμό του ανθρώπινου οργανισμού, ο οποίος συνδέεται στενά με το κυκλοφορικό σύστημα, αποτέλεσε την αιτία της κατακόρυφης αύξησης των θανάτων κατά τη διάρκεια του καύσωνα» συνεχίζει.
Για τον Θοδωρή Γιάνναρο «ρόλο έπαιξε επίσης και η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα, αφού σε συνθήκες καύσωνα ευνοείται η παγίδευση ρύπων κοντά την επιφάνεια της γης αλλά και η δημιουργία φωτοχημικής ομίχλης».
Οταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται
Στα δημοσιεύματα της εποχής (Ιούλιος – Αύγουστος 1987) διαβάζει κανείς καταγγελίες γιατρών – στα ελληνικά όσο και στα διεθνή μέσα ενημέρωσης – για τις ελλείψεις σε κλιματιστικά στα περισσότερα νοσοκομεία.
Οπως αναφέρει ο Γιώργος Κάλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τα νοσοκομεία την εποχή εκείνη δεν ήταν επαρκώς εξοπλισμένα με κλιματιστικά ούτε υπήρχαν οι κλιματιζόμενες αίθουσες για αναζήτηση δροσιάς. «Επί της ουσίας, ο κρατικός μηχανισμός πιάστηκε απροετοίμαστος» συμπληρώνει.
Δυστυχώς, 30 χρόνια μετά τον καύσωνα του ’87, σήμερα τα προβλήματα με τον κλιματισμό σε περίοδο καύσωνα έρχονται και πάλι στην επικαιρότητα. Για τον λόγο αυτό, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) για χαλασμένες ή ανεπαρκείς κλιματιστικές μονάδες σε πολλά νοσηλευτικά ιδρύματα.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, όπου σύμφωνα με την καταγγελία περισσότεροι από 30 θάλαμοι νοσηλείας δεν διαθέτουν κλιματισμό λόγω βλάβης.
Κατά την ΠΟΕΔΗΝ, μεταξύ άλλων, στο Νοσοκομείο Άγιος Παύλος στη Θεσσαλονίκη 22 κλιματιστικά μηχανήματα είναι χαλασμένα, ενώ στο Γεννηματά τρεις θάλαμοι του ακτινολογικού δεν διαθέτουν κλιματισμό.
Την ίδια ώρα, στο Γενικό Νοσοκομείο Αγίου Νικολάου στην Κρήτη δεν λειτουργεί ο κλιματισμός σε όλα τα ιατρεία της νέας πτέρυγας, ενώ στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας δεν λειτουργεί ο κεντρικός κλιματισμός στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών λόγω έλλειψης συντήρησης.
Τα ΝΕΑ