Μελίσσα με λένε. Το όνομά μου είναι ελληνικό». Κι εσάς; «Νιλ. Το όνομά μου είναι ίδιο με του πρώτου ανθρώπου που πάτησε στο φεγγάρι!» Κάτι παραπάνω από ευδιάθετοι είναι η Μελίσσα και ο Νιλ, οι δύο Εγγλέζοι συνταξιούχοι (κοσμηματοποιός εκείνος, δικηγόρος εκείνη) που φέτος το καλοκαίρι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα και στη Σύμη. Δεν είναι οι μόνοι. Δεκάδες ζευγάρια Βορειοευρωπαίων κυριολεκτικά λατρεύουν το μικρό νησί των Δωδεκανήσων – μάλιστα, πολλοί από αυτούς έχουν αγοράσει σπίτι και μένουν τον μισό ή και ολόκληρο τον χρόνο εδώ. Κάτι που, αν το σκεφτεί κανείς προσεκτικά, εκτός από τιμητικό, είναι και συγκινητικό. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στη γενιά των baby boomers, μεγάλωσαν βλέποντας τον κόσμο να πηγαίνει προς το καλύτερο, δούλεψαν, ταξίδεψαν, απέκτησαν δύναμη και χρήματα. Και τώρα, στην τρίτη φάση της ζωής τους, την πιο ώριμη και ελεύθερη, που θα μπορούσαν να πάνε οπουδήποτε, επιλέγουν να αφήσουν τον τόπο, τους συγγενείς και τα παιδιά τους και να αγκυροβολήσουν σε ένα νησί του Αιγαίου όπου η πρόσβαση εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, το οδικό δίκτυο αποτελείται από έναν και μοναδικό βασικό δρόμο και οι μόνιμοι κάτοικοι δεν είναι περισσότεροι απ’ όσους χωράει η γειτονιά μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.
Η ανάβαση στην Καλή Στράτα, εκτός από καπέλο, θέλει και πολλή υπομονή.
Βρετανοί, Γάλλοι και Σκανδιναβοί κατακλύζουν μαζικά τη Σύμη για να απολαύσουν μια καθημερινότητα που δεν τους προσφέρει ο τόπος τους, να ζήσουν μια ζωή με βοτσαλωτές παραλίες και δροσερές θάλασσες σε απόσταση βολής από το σπίτι τους, με κατσίκια που μασουλούν αλμυρίκια και χελώνες που διασχίζουν αργόσυρτα τους δρόμους. Και όμως, παρότι φαινομενικά η Σύμη δεν έχει καμία σχέση με τον τόπο καταγωγής τους, υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος. Κι αυτός είναι η νεοκλασική αρχιτεκτονική. Τα νεοκλασικά σπίτια της Σύμης επηρεάστηκαν από τα ταξίδια που έκαναν οι Συμιακοί έμποροι σφουγγαριών τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Πάνω από εκατό χρόνια αργότερα, τα σπίτια αυτά παραμένουν όρθια, ανακαινισμένα ή ερειπωμένα, ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του εκάστοτε ιδιοκτήτη, να μας θυμίζουν πόσο εξωστρεφές και πρωτοπόρο έχει υπάρξει αυτό το νησί.
Με μια βόλτα στον Γιαλό και στο Χωριό (τους δύο βασικούς οικισμούς που ενώνονται με την Καλή Στράτα, δηλαδή μια σκάλα με εκατοντάδες σκαλοπάτια) βλέπεις υπέροχα, πολύχρωμα νεοκλασικά, βαμμένα το ένα ώχρα-γαλάζιο, το άλλο μπορντό-μπλε, με το χαρακτηριστικό αέτωμα, που εκτός από ίδιον του νεοκλασικισμού αποτελεί και το απόλυτο φετίχ της συμιακής αρχιτεκτονικής. Με εντυπωσιακή ευρηματικότητα, οι Συμιακοί έχουν προσθέσει αετώματα παντού, από καμπαναριά εκκλησιών μέχρι θύρες (φανταστείτε μια εξώπορτα με τριπλό αέτωμα, δηλαδή ένα κεντρικό και από κάτω δύο μικρά δίδυμα σκαλισμένα στην ξύλινη πόρτα). Κι όλος αυτός ο πλούτος του νεοκλασικισμού, ο πειραγμένος από το συμιακό ταμπεραμέντο, συνυπάρχει με αμιγώς παραδοσιακά στοιχεία, όπως είναι τα βοτσαλωτά δάπεδα, οι πέτρινες καμάρες και οι ασπροβαμμένες πλατείες με τα τεράστια πλατάνια. Στο background, λαϊκή μουσική που ξεχύνεται στα στενά από τα ανοιχτά παράθυρα των νεοκλασικών και απίστευτα φιλόξενες Συμιακές γιαγιάδες, οι οποίες, μόλις σε δουν να περνάς, σε σταματούν για μια καλησπέρα και για ένα κέρασμα με αμμωνιακένα (βουτήματα με αμμωνία) και τζαχαρένα (κουλουράκια με ζάχαρη άχνη).
Θέα στη θάλασσα και στον συμιακό νεοκλασικισμό, από το σαλόνι ενός σπιτιού στον Γιαλό.
Γαστρονομία και φύση
Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι αναπάντεχες συναντήσεις στις αυλές με τις Συμιακές μαγείρισσες είναι επιμορφωτικές. Πιάνοντας στα πεταχτά την κουβέντα μαζί τους, παίρνεις διάφορες πληροφορίες για την τοπική γαστρονομία, οι οποίες ξεφεύγουν από το συμιακό γαριδάκι (που έχει καθιερωθεί να λέγεται «συμιακό», παρότι ψαρεύεται σε διάφορα νησιά της Δωδεκανήσου). Αν κάποιος θέλει πραγματικά να εντρυφήσει στη γαστρονομία της Σύμης, αξίζει να αναζητήσει το βιβλίο «Εκύλησε το τέτζερι κ’ ήβρε το καππάκι». Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον πόνημα δύο Συμιακών, του Εμμανουήλ Κ. Μοράρη και της Δικαίας Μαραβέλια, οι οποίοι παρουσιάζουν παραδοσιακές συνταγές μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Ξεφυλλίζοντάς το, έρχεσαι σε επαφή με μια σειρά από τοπικά πιάτα, από παλαμιδόσουπα, αχταπομακαρουνάδα και φάβα ξεροτηάνιση μέχρι κρομμυδένα γιαπράκια και κατσικάκι του Παερμιώτη. Κάτω από κάθε συνταγή υπάρχει η «συμβουλή της γιαγιάς» και στο τέλος ένας πίνακας με τη διατροφική αξία του κάθε φαγητού. Έτσι, για παράδειγμα, για να επιστρέψουμε στη συμιακή γαρίδα, οι δημιουργοί του βιβλίου προτείνουν να την τηγανίσουμε μέχρι το χρώμα της να γίνει βαθύ πορτοκαλί και να τη σβήσουμε με φρεσκοστυμμένο λεμόνι. Η συμβουλή της γιαγιάς είναι να προσθέσουμε σκόρδο και πράσινη πιπεριά για εντονότερη γεύση. Κερασάκι στην τούρτα αυτής της τόσο χρήσιμης έκδοσης, που μεταφέρει στο σήμερα τον γαστρονομικό πλούτο της Σύμης, είναι ένα γλωσσικό ευρετήριο με συμιακές μαγειρικές λέξεις: «λείβγουμε» σημαίνει αλείφουμε, «γδι» είναι το γουδί, «πατελίνες» οι πεταλίδες και «αργανιά» η ρίγανη.
Ο Γιώργος, η Δήμητρα και η Σωτηρία, ντυμένοι με συμιακές φορεσιές, στo κυπαρισσόδασος.
Πόσο ενδιαφέροντα είναι όλα τα παραπάνω, αν και άγνωστα στον μέσο τουρίστα που έρχεται για διακοπές στο νησί. Όπως άγνωστο είναι και ένα άλλο στοιχείο της Σύμης, που δεν σχετίζεται με την πολιτιστική κληρονομιά, αλλά με το τοπίο της. Περπατώντας στον Γιαλό, ξεγελιέσαι και νομίζεις ότι η Σύμη είναι ένας ξερόβραχος με νεοκλασικά και ανάμεσά τους διάσπαρτα λίγα δέντρα. Αυτή, όμως, είναι μόνο η μισή αλήθεια, αφού στην ενδοχώρα υπάρχει ένα μεγάλο κυπαρισσόδασος με αυτοφυή κυπαρίσσια. Μια βόλτα μέχρι εκεί σου δίνει την ευκαιρία να κάνεις μακροβούτι στο πράσινο, να δεις μια γήινη Σύμη, της φύσης, του καθαρού αέρα και της σιωπής, που διακόπτεται μόνο από βελάσματα και κουδούνια. Μια Σύμη που σε ηρεμεί και σε χαλαρώνει, γιατί όσο όμορφα είναι τα νεοκλασικά, τα έντονα χρώματά τους ενίοτε κουράζουν, ειδικά το καλοκαίρι που έχει παράλληλα πολλή ζέστη, πολλούς τουρίστες, πολλή ηχορρύπανση από αυτοκίνητα και μηχανάκια.
Η σχέση της Σύμης με τη θάλασσα είναι αδιάρρηκτη, είτε μιλάμε για τους σφουγγαράδες του παρελθόντος είτε για ψαράδες.
Σε αυτό το μεγάλο δάσος κατευθυνόμαστε ένα απόγευμα Παρασκευής. Οδηγούμε προς την Παναγιά Χαμές και όχι στην πρώτη, αλλά στη δεύτερη πινακίδα, με το βελάκι να δείχνει «προς Ιερά Μονή Σωτήρος Μικρού», παρκάρουμε το αυτοκίνητο σε ένα πλάτωμα και παίρνουμε το μονοπάτι. Είκοσι λεπτά διαρκεί η διαδρομή. Είναι βατή, εύκολη προς μέτριας δυσκολίας και το τοπίο εντελώς συμιακό, γεμάτο δέντρα που έχουν φυτρώσει ανάμεσα στα βράχια. Τελικά τον βράχο στη Σύμη δεν τον γλιτώνεις, συνυπάρχει ακόμα και με το πυκνό δάσος. Πολύ αρμονικά, όμως, η πέτρα συμπληρώνει το κυπαρίσσι και το κυπαρίσσι την πέτρα. Η Μονή του Μικρού Σωτήρη μάς υποδέχεται βουκολικά: με έναν χωμάτινο δίαυλο σαν λαβύρινθο, που οριοθετείται από δύο πέτρινους τοίχους δεξιά κι αριστερά, είναι γεμάτος κιτρινωπά ξερόχορτα και πάνω του κάθονται δύο γαλόπουλα. Πέραν αυτών, δεν υπάρχει ψυχή. Στο λιμάνι του Γιαλού βαβούρα και αμάξια, στον Μικρό Σωτήρη έχεις το δάσος ολόδικό σου.
Φινάλε στις αγριελιές
Πολλά έχουμε δει σε αυτό το ταξίδι, πολύχρωμα νεοκλασικά, καταπράσινα κυπαρίσσια φυτρωμένα μέσα σε πέτρινα χωράφια, άγνωστα συμιακά πιάτα. Αυτό που δεν έχουμε δει είναι οι παραλίες. Και ιδανικός για να αναλάβει να μας κάνει μια τέτοια ξενάγηση είναι –ποιος άλλος;– ο «Ποσειδώνας», το ξύλινο 17μετρο παραδοσιακό σκάφος του Γιάννη Γιαννίκου, που το δουλεύει επί 27 ολόκληρα χρόνια. Ο «Ποσειδώνας» κάνει καθημερινά τον γύρο του νησιού, με στάσεις σε πολλές παραλίες: Άγιο Αιμιλιανό, Άγιο Βασίλειο, Φωκοσπηλιά, νησί Σεσκλί, Άη Γιώργη Δυσάλωνα. Είμαστε άτυχοι, γιατί λόγω κακοκαιρίας, με 5-6 μποφόρ ΒΔ άνεμο, δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τις δυτικές παραλίες, παρά μόνο το ανατολικό και το νότιο κομμάτι του νησιού. Πρώτη στάση ο Άη Γιώργης Δυσάλωνας, η –κατά κοινή ομολογία– ωραιότερη παραλία της Σύμης, με τον χαρακτηριστικό κάθετο βράχο. Δεν πιάνουμε στεριά, κόβουμε λίγο πριν από την παραλία και ο ένας μετά τον άλλο πέφτουν στη θάλασσα Σκανδιναβοί, Γάλλοι, Βρετανοί τουρίστες. Και οι Έλληνες. Βουτάμε κι εμείς στα παγωμένα νερά και κάνουμε το πρώτο μπάνιο αυτής της τόσο περίεργης χρονιάς.
Επόμενη στάση η νήσος Σεσκλί. Πάλι η θάλασσα γεμίζει με καπελάκια τουριστών, που απολαμβάνουν ένα υψηλών προδιαγραφών μπάνιο, προτού βγουν στη στεριά για ένα τσιμπούσι δίπλα στις αγριελιές, με χωριάτικη, πατατοσαλάτα φοβερή, φασολάκια, παντζάρια, ρύζι με κάρι, μακαρόνια και γίγαντες με τυρί ρεγκάτο. «Επειδή πολύς κόσμος είναι vegetarian, αποφεύγουμε το πολύ κρέας», λέει ο καπετάνιος, ενώ καθόμαστε κάτω από τη σκιά των δέντρων σε τραπέζια με πάγκους, λες κι είμαστε σε κατασκήνωση. Γύρω γύρω βλέπουμε χαρούμενα πρόσωπα, είτε είναι ξένοι τουρίστες που γοητεύτηκαν και γραπώθηκαν από την ομορφιά της Σύμης είτε Έλληνες του πληρώματος, που θα μπορούσαν να κάνουν καριέρα στη γειτονική, τουριστική Ρόδο κι όμως επέλεξαν να μείνουν εδώ. Γιατί; Γιατί αγαπούν τη Σύμη. Όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτό το τραπέζι, είτε Συμιακοί εξ αίματος είτε από επιλογή, αγαπούν, παραμένουν και επιστρέφουν πάντα στη Σύμη.
• Ευχαριστούμε τον Αθλητικό Σύλλογο Ιστιοπλόων Ανοιχτής Θάλασσας Ρόδου (ΑΣΙΑΘΡ) για τη βοήθεια που μας παρείχε για τις ανάγκες της φωτογράφισης.
Πηγή kathimerini.gr
Ελευθερία Αλαβάνου