Πέρασαν 9 χρόνια από τότε που ο Ηλίας Φανούρης, ο άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι είχε κοιμηθεί με 4.500 χιλιάδες τουρίστριες, βρέθηκε νεκρός.
Οταν ο Ηλίας Φανούρης βρέθηκε απανθρακωμένος στο μικρό του σπίτι στην παλιά πόλη της Ρόδου, στο νησί άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες αντάξιες της φήμης που είχε αποκτήσει ως το μεγαλύτερο greek kamaki της εποχής του. Όλοι υποψιάζονταν ότι ο θάνατος του 64χρονου «Μπρούνο», θα σχετιζόταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με κάποια ερωτική αντιζηλία, με κάποια υπόθεση ερωτικής φύσης που δε θα πήγε καλά για τον άτυχο βιοπαλαιστή.
Η αλήθεια όμως θα βρισκόταν κάπου στη μέση.
Στις 13 Ιουνίου του 2014, οι πυροσβέστες που κλήθηκαν να σβήσουν τη φωτιά που ξέσπασε στη μικρή μονοκατοικία του Μπρούνο, δεν άργησαν να υποπτευθούν ότι είχαν να κάνουν με εμπρησμό. Η ένταση της φωτιάς και η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε στον χώρο, ήταν κατηγορηματικές.
Ο ιατροδικαστής από τη δική του μεριά, θα επιβεβαίωνε το σενάριο της ανθρωποκτονίας, τονίζοντας ότι ο θρυλικός Μπρούνο ήταν νεκρός προτού ακόμη το σπίτι του καταστραφεί ολοσχερώς.
Ποιος τον σκότωσε όμως;
Μερικές ημέρες αργότερα ένα ζευγάρι στη Χαλκιδική θα έπεφτε στα χέρια της αστυνομίας. Ο 35χρονος άντρας και η 37χρονη σύντροφός του, βουλγαρικής υπηκοότητας και οι δύο, το είχαν σκάσει απ’ το νησί με το πρώτο πλοίο της γραμμής την επομένη της δολοφονίας του Μπρούνο. Όμως τα τηλέφωνά τους «μίλησαν», οι αστυνομικοί έφτασαν στα ίχνη τους και σύντομα θα μιλούσαν και οι ίδιοι. Και κυρίως η γυναίκα, η οποία θα έκαιγε τον σύντροφό της.
Σύμφωνα με την κατάθεση της 37χρονης, το μοιραίο βράδυ ο σύντροφός της σκότωσε τον Μπρούνο εξαιτίας οικονομικών διαφορών, χτυπώντας τον αρχικά με μπουνιές καθότι πυγμάχος και πνίγοντάς τον στη συνέχεια. Υποστήριξε ακόμη, ότι εκείνος ήταν αυτός που έκαψε το σπίτι προκειμένου να εξαφανίσει τα ίχνη του. Εξήγησε μάλιστα ότι το πρώτο χτύπημα στον 64χρονο δόθηκε, ενώ έφευγαν απ’ το σπίτι του, με την ίδια να έχει γυρισμένη την πλάτη της και στους δύο.
Από την άλλη, ο 35χρονος ισχυρίστηκε ότι είδε τον Μπρούνο να τον πλησιάζει με ένα μαχαίρι και προκειμένου να τον απωθήσει, του έριξε μια γροθιά στην κοιλιακή χώρα. Τότε εκείνος έπεσε στο κρεβάτι του, σφαδάζοντας από τους πόνους και χάνοντας τις αισθήσεις του. Ισχυρίστηκε ότι επιχείρησε να τον επαναφέρει, δίνοντάς του το «φιλί της ζωής», αλλά δεν τα κατάφερε κι έτσι έφυγε από το σπίτι -χωρίς να βάλει φωτιά. Για την πυρκαγιά «κατηγόρησε» τα αναμμένα αρωματικά κεριά.
Ο 35χρονος δεν έπεισε τους δικαστές και καταδικάστηκε σε ισόβια. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο, και με την κατάθεση του ιατροδικαστή που επιβεβαίωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν σκόπευε να σκοτώσει και πως επρόκειτο για ατύχημα, τα ισόβια θα σπάσουν. Θα του επιβληθούν 22 χρόνια.
Τι ήθελε όμως το ζευγάρι στο σπίτι του εκείνο το βράδυ;
Η 37χρονη γυναίκα εκδιδόταν και ο 35χρονος λειτουργούσε ως ο προαγωγός της. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, γνωρίστηκε με τον Μπρούνο όταν ο δεύτερος της εμφανίστηκε ως πελάτης. Εκείνο το βράδυ πήγαν και οι δύο σπίτι του κατά τις 9, όπου και ο 64χρονος τους έδωσε κάποια δώρα που είχε πάρει για εκείνους -τσάντα και παπούτσια για τη γυναίκα, πουκάμισο μαύρο για τον άντρα.
Η κοπέλα ξάπλωσε δίπλα στον Μπρούνο και ο «φίλος» της, της πρότεινε να βγάλει τα ρούχα της και να τη φωτογραφίσει δίπλα στον 64χρονο. Έβγαλαν κάποιες φωτογραφίες με εσώρουχα και στη συνέχεια για άγνωστους λόγους, οι δύο άντρες άρχισαν να λογομαχούν. Και τότε συνέβη το κακό. Ο Ηλίας Φανούρης θα έπεφτε νεκρός, παίρνοντας μαζί του μία ολόκληρη εποχή.
Ποιος ήταν ο Μπρούνο;
«Έχω βρεθεί με 4.500 γυναίκες. Έκανα τα πρώτα μου βήματα το 67’-’68 στη Ρόδο. Έχω κάνει και μαθήματα σεξ. Άρωμα, ντύσιμο και ευγένεια ήταν το μυστικό. Έλεγα ωραία ψέματα για να τις αποκτήσω. Προσφέρω έργο, κάνω τις γυναίκες ευτυχισμένες».
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Ηλία Φανούρη aka Μπρούνο και ακούστηκαν στο ντοκιμαντέρ Οι κολοσσοί του έρωτα (Colossi of love) που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2012. Ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στους greek lovers των ‘70s και των 80s που θεωρούσαν ότι προσέφεραν τουριστικές υπηρεσίες ρίχνοντας στο κρεβάτι τη μία ξένη μετά την άλλη. Μία εποχή που έχει αποτυπωθεί πολύ γραφικά σε ταινίες και μουσικές της εποχής και που ακόμα δεν ξέρουμε που ξεκινάει η αλήθεια της και που η υπερβολή της.
Ο Ηλίας Φανούρης γεννήθηκε στην παλιά πόλη της Ρόδου, και σύμφωνα με τα λεγόμενά του ξεκίνησε το καμάκι σε ηλικία 17 ετών. Απέκτησε το παρατσούκλι «Μπρούνο», καθώς ήταν συνηθισμένο ανάμεσα στα ανέμελα τριχωτά greek καμάκια της εποχής να υιοθετούν ξένα ονόματα. Για παράδειγμα, άλλος λεγόταν «Τζίμης», άλλος «Τομ», άλλος «Μεγάλος», κτλ.
Δούλευε από μικρός ως πλασιέ χρυσαφικών και ρούχων, και στη συνέχεια, λόγω της «επικοινωνιακής του άνεσης» δούλεψε και ως κράχτης στις μεγάλες ντισκοτέκ του νησιού.
«Όταν σταματήσω μια γυναίκα που να μου αρέσει, ξέρω από ποια χώρα είναι», θα πει στο ντοκιμαντέρ. «Ακόμη και το ζώδιό της γνωρίζω. Οι Γερμανίδες ήταν οι καλύτερες. Έχω κάνει έρωτα με μια Γερμανίδα και με έστειλε εισαγωγή. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα πόδια μου. Είδα τον χάρο από πάνω μου».
Λίγο μετά την απόλυσή του απ’ τον στρατό θα γνωρίσει μία Φιλανδή, θα την παντρευτεί και θα φύγουν μαζί για την πατρίδα της. Εκεί θα εργαστεί στο εργοστάσιο ενός Έλληνα με την επωνυμία «Χαλβάς», αλλά πολύ σύντομα θα τα παρατήσει όλα και θα γυρίσει πίσω στη Ρόδο.
«Παντρεύτηκα στη Φινλανδία και χώρισα, ήθελα να είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω εγώ», θα πει αργότερα.
Θα συνεχίσει ως μικροπωλητής, ως κράχτης σε μαγαζιά και θα ψάχνει πάντα να ξεφύγει από τη ζωή του βιοπαλαιστής κυνηγώντας πλούσιες τουρίστριες, οι οποίες θα μπορούσαν ταυτόχρονα και να τον ζήσουν.
«Δεν μου αρέσει ο έρωτας για πέντε λεπτά. Πρέπει να τον ψάξεις τον άλλο, να τον αισθανθείς καλά. Έρωτας για μένα είναι η ζωή. Έχω κάνει έρωτα στο νερό, στην παραλία, στη θάλασσα, στα βράχια. Είμαι το πρώτο καμάκι της Ρόδου», θα πει στο ίδιο ντοκιμαντέρ.
Κάποια στιγμή μάλιστα θα αρραβωνιαστεί και μια Αγγλίδα, την Τζέιν, η οποία και έδειχνε να έχει πάρα πολύ μεγάλη περιουσία. Όταν όμως θα καταλάβει ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, θα χωρίσουν. Αργότερα θα κάνει και έναν λευκό γάμο με μια Ρωσίδα για να βοηθήσει στην ελληνοποίησή της, με λίγα χρήματα ως αντάλλαγμα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα τα περάσει ως μικροπωλητής αλόης στις παραλίες και στο κέντρο της πόλης της Ρόδου.