Πολιτιστικά

“Μηνάς Μάρκου Μαλλιαράκης” – Εργασία της Ευαγγελίας Μ. Παναή

Εργασία της Ευαγγελίας Μ. Παναή,που παρουσιάστηκε στις 29/6/2024, στο Συμπόσιο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, το οποίο έγινε στην Ηρωική Νήσο Κάσο, προς τιμήν των διακοσίων χρόνων (1824 – 2024), από το ολοκαύτωμα του νησιού.

Μηνάς Μάρκου Μαλλιαράκης : ένας Αιγυπτιώτης δικηγόρος από την Κάσο, στην Βιλλανόβα Ρόδου του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Επέλεξα αυτό το θέμα, αφενός ως ένα προσωπικό μου προσκύνημα στην Ηρωική Νήσο Κάσο που μάς φιλοξενεί προς τιμήν των διακοσίων χρόνων από το ηρωικό ολοκαύτωμα της και στα τέκνα της που διακρίθηκαν όπου Γης. Αφετέρου δε και για να αναδείξω το πρόβλημα του διαχρονικού, συστηματικού, δόλιου ευτελισμού της Δημόσιας Περιουσίας εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας, με σκοπό την ιδιωτικοποίηση της, όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες στο Κρατικό Αγρόκτημα Γεωργικής Ερεύνης των συνολικά περίπου εννιακοσίων στρεμμάτων, στην Βάρη Παραδεισίου, ένα μέρος του οποίου, στις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας και στις πρώτες δεκαετίες της ιταλοκρατίας, ανήκε σε δύο άξια τέκνα της κασιακής παροικίας της Αιγύπτου, πρώτα στον δικηγόρο Μάρκο Μαλλιαράκη και ύστερα στον υιό του, επίσης δικηγόρο, Μηνά Μαλλιαράκη.

Πρόγονος των δύο αυτών ανδρών, υπήρξε ο μεγάλος ήρωας του ολοκαυτώματος της Κάσου στα 1824, ο καπετάν Μάρκος Μαλλιαράκης, ο ξανθός Απόλλων, όπως αποκαλείται στην βιβλιογραφία, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος, κατά την υπεράσπιση της Κάσου από τους Τουρκοαιγυπτίους. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των δισεγγονών του, η γυναίκα του ήρωα, το Διασεννιό, η οποία ήταν έγγυος κατά την σφαγή, έπεσε στη θάλασσα και σώθηκε από Καρπάθιους και Κρήτες, οι οποίοι την μετάφεραν στην Σύρο από όπου αργότερα, κατέληξε στην Αίγυπτο.

Ο Μάρκος Μαλλιαράκης , γεννήθηκε στην Αίγυπτο, όπου και σπούδασε δικηγόρος, επάγγελμα που άσκησε στην Αλεξάνδρεια. Διακρίθηκε ιδιαίτερα ανάμεσα στην μεγάλη και ακμάζουσα παροικία των Κασιωτών της Αιγύπτου οι οποίοι εργάστηκαν στην κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ. Ο δικηγόρος Μάρκος Μαλλιαράκης, είχε το προσωνύμιο «μελίρρυτος», λόγω της ευγλωττίας του, αλλά και λόγω των μεγάλων γνώσεων του. Το 1869, όταν η διάνοιξη της διώρυγας ολοκληρώθηκε και ο Γάλλος μηχανικός Φερδινάνδος Λεσέψ συγκέντρωσε όλους τους Κασιώτες που εργάστηκαν στην διάνοιξή της για να τους ευχαριστήσει, επέλεξε να είναι ο Μάρκος Μαλλιαράκης ο μεταφραστής της ομιλίας του στην ελληνική γλώσσα.

Ο Μάρκος Μαλλιαράκης παντρεύτηκε στη Ρόδο την Χρυσάνθη Χατζηβασίλη, κόρη μεγάλης και πολύ ευκατάστατης ροδιακής οικογένειας, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη. Η κατοικία του ζεύγους ήταν στο μαράσι του Αγίου Ιωάννη στην πόλη της Ρόδου. Όμως κάποια στιγμή, ο Μάρκος Μαλλιαράκης αγόρασε μία έκταση 85 στρεμμάτων στην ξακουστή, παραδεισένια τοποθεσία της Βάρης Βιλλανόβας – στο σημερινό Παραδείσι.

Το κτήμα αυτό, αποτελούσε μέρος των περίφημων και ξακουστών παραδείσιων κήπων της περιοχής, που κατά τον Μεσαίωνα ανήκαν στις μεγάλες, πάμπλουτες οικογένειες των Φλωρεντινών εμπόρων και τραπεζιτών, Bardi και Acciaiuoli. Τόσον ωραίοι, καταπράσινοι

και κατάφυτοι κήποι με κάθε είδους καρποφόρο δέντρο, που περιγράφονται από όλους τους Ευρωπαίους περιηγητές, με τον μεγαλύτερο θαυμασμό ήδη από τον Μεσαίωνα, ως παραδείσιοι κήποι, ώστε έδωσαν το όνομα τους πρώτα στο βουνό Παραδείσι, από το οποίο έλαβε το όνομα του και το χωριό Παραδείσι, μετά από την απελευθέρωση, όταν μετονομάστηκε από Βιλλανόβα που ήταν έως τότε, με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής μετονομασιών.

Το μεγάλο αυτό κτήμα, το οποίο κατά τον Μεσαίωνα ανήκε στις οικογένειες των Φλωρεντινών εμπόρων, στα ύστερα χρόνια της τουρκοκρατίας ανήκε σε έναν πλούσιο Αιγύπτιο πασά που ασχολείτο με το εμπόριο βαμβακιού από την Αίγυπτο.

Στο τεράστιο κτήμα του Αιγύπτιου πασά, υπήρχε η κατοικία του, όπου έμενε με το χαρέμι του, το σημερινό Ίδρυμα Παίδων Άγιος Ανδρέας, η οποία είναι καταγεγραμμένη στο ιταλικό κτηματολόγιο ως Villa Pascia. Πλησίον υπήρχε το κιόσκι όπου έκανε την προσευχή του, το οποίο μετά την απελευθέρωση έγινε το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα.

Μέρος αυτού του τεράστιου παραδεισένιου αγροκτήματος, ήταν τα 85 στρέμματα που αγόρασε ο Μάρκος Μαλλιαράκης, που ήταν κατάφυτα από ελιές, αμπέλια, συκιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα, τα οποία έδιναν ένα αξιόλογο εισόδημα.

Εντός του κτήματος αυτού, ο Μάρκος Μαλλιαράκης έχτισε μια κατοικία, η οποία εκτός των άλλων, διέθετε και χαμάμ. Αυτήν την κατοικία, την χρησιμοποιούσε όλα τα χρόνια, ως θερινή κατοικία του. Έως ότου, κατοίκησε εκεί και την χρησιμοποίησε ως μόνιμη κατοικία του, ο υιός του Μηνάς Μαλλιαράκης, έως το 1928. Διότι τότε, η κατοικία αυτή, όπως και ολόκληρο το κτήμα Μαλλιαράκη των 85 στρεμμάτων, απαλλοτριώθηκε από τους Ιταλούς και στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία μιας οικογένειας Ιταλών εποίκων από την Σαρδηνία, οι οποίοι εργάζονταν στο Ιταλικό Γεωργικό Πειραματικό Ινστιτούτο.

Δίπλα της ευρισκόταν ένα μονόχωρο, μεσαιωνικό πέτρινο κτήριο με κουππέ (θόλο), το οποίο ο Μάρκος Μαλλιαράκης χρησιμοποιούσε ως στάβλο για τα άλογα του και τις δύο άμαξες που διέθετε. Το κτίριο αυτό το οποίο είναι ορατό από τον επαρχιακό δρόμο, διατηρείται έως σήμερα, αλλά με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης, τόσον εξωτερικά, όσον και εσωτερικά.

Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, εκτός από δικηγόρος, ήταν λόγιος και έγραφε ποιήματα. Στις επιστολές του προς την οικογένεια του, πάντα εκφραζόταν με ποιήματα όπως μαρτυρεί η εγγονή του Χρυσάνθη Μαλλιαράκη – Ατσαλάκη, θυγατέρα του υιού του, Μηνά Μαλλιαράκη, σε μια συνέντευξη που της πήρα τον Αύγουστο του 2009. Για το όνομα της γυναίκας του Χρυσάνθης, δημιούργησε το λογοπαίγνιο: «Του έαρος είναι ο καρπός ο άριστος, τα άνθη. Και των μετάλλων ο άριστος, είναι ο χρυσός, Χρυσάνθη». Κάνει δε λογοπαίγνια και για τα παιδιά του που είχαν τα ονόματα Μαρία, Αγλαία, κλπ και τα προσφωνεί πάντα ποιητικά, στις επιστολές του: «Του οίκου μου αγλάισμα, το πρώτον ώ Μαρή μου κι εσύ Αριστοτέλη μου, Βασίλειέ μου εύγλωττε, Μηνά μου χρυσομάλλη, όταν θα σας ενθυμηθώ, πόσο η καρδιά μου πάλλει»! Και εδώ, παρατηρούμε την αναφορά στο χρυσό χρώμα των μαλλιών του υιού του Μηνά, χαρακτηριστικό που τονίζεται και στην ιστορική βιβλιογραφία για τον παππού του, του ήρωα Μάρκου Μαλλιαράκη, ο οποίος αποκαλείται «ξανθός Απόλλων»!

Ο Μηνάς Μαλλιαράκης, ήταν ο νεώτερος από τα έξι παιδιά του Μάρκου και της Χρυσάνθης Μαλλιαράκη. Γεννήθηκε το 1877 ή 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου μεγάλωσε και σπούδασε δικηγόρος. Δικηγορία, την οποίαν δεν άσκησε ποτέ. Τα καλοκαίρια, ερχόταν στη Ρόδο, έως ότου, ερωτευμένος όπως ήταν κυριολεκτικά, με το τεράστιο περιβόλι και το σπίτι στην Βάρη Βιλλανόβας, το έκανε μόνιμη του κατοικία. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και ζούσε άνετα από τα εισοδήματα που του προσέφερε το μεγάλο κτήμα, με τις ελιές του, τα αμπέλια του, τις συκιές του και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα του, με το λάδι, το κρασί, τις ελιές, τα σύκα και τα άλλα φρούτα που παρήγαγε. Εκεί μέσα, σε μόνιμη βάση δούλευαν πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, από τα δύο όμορα χωριά, την Βιλλανόβα και την Κρεμαστή, γι αυτό και είχε αναπτύξει πολλές σχέσεις με διάφορες οικογένειες των χωριών αυτών.

Είχε την ελληνική υπηκοότητα, διέθετε μια μόρφωση πολύ μεγάλη και ο φίλος του και λόγιος συμιακής καταγωγής, Βασίλης Ζαχαρίου, που παντρεύτηκε και κατοικούσε στην Βιλλανόβα, τον αποκαλούσε «κινητή βιβλιοθήκη», λόγω της μεγάλης του μόρφωσης.

Ανέπτυξε πολύ στενές σχέσεις και με την οικογένεια του μετέπειτα δολοφονηθέντος από τους Ιταλούς στο Αιματηρό Πάσχα της Βιλλανόβας , εθνομάρτυρα παπά-Λουκά Παπακωνσταντίνου.

Από αυτές τις φιλικές σχέσεις, έμεινε στην προφορική μνήμη και παράδοση της Βιλλανόβας – Παραδεισίου, η παρακάτω αξιοθαύμαστη ιστορία που την άκουσα από παιδί ακόμη, από πολλούς παλαιούς Παραδεισιώτες και την οποίαν μου επιβεβαίωσαν και τα δύο παιδιά του Μηνά Μαλλιαράκη, στις μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που τους πήρα όσο ήταν εν ζωή, από τον Γιώργο Μαλλιαράκη τον Απρίλιο του 2007 και από την Χρυσάνθη Μαλλιαράκη – Ατσαλάκη, τον Αύγουστο του 2009.

Η ιστορία αυτή, έχει ως εξής: «Ο Μηνάς Μαλλιαράκης ερχόταν στο Παραδείσι, στους καφενέδες του χωριού για να ‘ποσπερίσει. Μια τέτοια αφέγγαρη νύχτα του χειμώνα, μετά από βροχή, με τον ουρανό σκεπασμένο από σύννεφα και φυσικά χωρίς κανέναν φωτισμό πουθενά – είμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα – ο Μηνάς Μαλλιαράκης αναρωτιόταν, πώς θα τα κατάφερνε να φτάσει από το χωριό, στο σπίτι του στην Βάρη, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε. Τότε, προσφέρθηκε να τον καθοδηγήσει ο Μιχάλης , ο μικρότερος από τους τρεις εκ γενετής τυφλούς υιούς του ήρωα παπά-Λουκά Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι έμειναν ξακουστοί στην μνήμη και στην προφορική παράδοση της Βιλλανόβας – Παραδεισίου, για τις πραγματικά μοναδικές δεξιότητες που είχαν αναπτύξει, ακριβώς λόγω του ότι, δεν είχαν δει ποτέ το φως. Έπιασε λοιπόν ο Μιχάλης τον Μηνά από το χέρι και περπατούσαν, μπροστά ο Μιχάλης και πίσω ο Μηνάς. Καθοδόν, ο τυφλός Μιχάλης, καθοδηγούσε τον έχοντα την όραση Μηνά: «Μηνά, σάρτα, γιατί ‘δωνά, έχει λάκκο με νερά»! Αποκορύφωμα, όταν έφτασαν στο σπίτι του Μηνά στην Βάρη κι επειδή ο Μηνάς είπε ότι δεν θα κατάφερνε να βρει τη λάμπα στο απόλυτο σκοτάδι του σπιτιού, προσφέρθηκε ο Μιχάλης λέγοντάς του «Πέ με πού έχεις τα σπίρτα κι ‘ά σε την έψω εβώ»! Του περιέγραψε πού και πράγματι, ο Μιχάλης τα βρήκε, του άναψε και την λάμπα κι ύστερα έφυγε»!

Αυτή ήταν μια από τις ιστορίες της καθημερινότητας , που συνέδεσαν τον Μηνά Μαλλιαράκη με την Βιλλανόβα.

Το όνομά του όμως, έμεινε ανεξίτηλα συνδεδεμένο με το πιο μεγάλο και ένδοξο ιστορικό γεγονός στην ιστορία του χωριού, με το Αιματηρό Πάσχα της Βιλλανόβας, την Κυριακή 7 Απριλίου του 1919. Τότε, που ο Μηνάς Μαλλιαράκης, απέδειξε πως έφερε επάξια το βαρύ όνομα της οικογένειας του. Πράγματι, υπήρξε μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συλλαλητηρίου που θα γινόταν στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Βιλλανόβας, την Κυριακή, μετά την Δεύτερη ανάσταση. Τα υπόλοιπα μέλη της οργανωτικής επιτροπής ήταν οι δύο ιερείς, παπά-Λουκάς Παπακωνσταντίνου και παπά- Αναστάσης Μανέττας, ο δήμαρχος Γεώργιος Χατζηαλεξίου και οι δύο διευθυντές των σχολείων του χωριού, Κωνσταντίνος Πανταζής-Διακοσάββας και Νικόλαος Μαγκαφάς. Κατά την διάρκεια των συμπλοκών που έλαβαν χώρα στην αυλή του Αγίου Νικολάου μετά την σύλληψη των δύο δασκάλων και στην συνέχεια στα στενά δρομάκια του χωριού, μετά τις δολοφονίες του παπά-Λουκά και της Ανθούλας Ζερβού, μαζί με τους Βιλλανοβιάτες Κυριάκο Αφεντούλη, Κωνσταντίνο Αφεντούλη και Κυριάκο Κατίνα που συνέλαβαν οι Ιταλοί στρατιώτες, συνέλαβαν και τον Μηνά Μαλλιαράκη. Όλους μαζί, μέσα σε ύβρεις, ξυλοδαρμούς και προπηλακισμούς, τους φόρτωσαν σιδηροδέσμιους πάνω σε ιταλικά στρατιωτικά φορτηγά και τους μετέφεραν στις φυλακές της πόλης Ρόδου, όπου τους κράτησαν στα υπόγεια κελλιά, χωρίς τροφή, χωρίς κουβέρτες, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους τραυματισμένους και συνεχίζοντας να τους απειλούν και να τους χτυπούν, όπως κατήγγειλε στις γραπτές διαμαρτυρίες του προς τον Ιταλό Στρατιωτικό Διοικητή Δωδεκανήσου Vittorio Elia, ο τότε μητροπολίτης Ρόδου, Απόστολος Τρύφωνος και όπως μας μεταφέρει στο βιβλίο του «Το Αιματηρό Πάσχα του 1919» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1945, ο δικηγόρος Ρόδου Γεώργιος Θ. Γεωργιάδης, μέλος της κεντρικής οργανωτικής επιτροπής του Συλλαλητηρίου για την Δωδεκάνησο και μετέπειτα συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων στο ιταλικό στρατοδικείο.

Παρέμβαση όμως υπέρ του Μηνά Μαλλιαράκη, υπήρξε και από τον τότε Έλληνα Πρόξενο στη Ρόδο, καθότι ο Μηνάς ήταν Έλληνας υπήκοος, ιδιότητα την οποίαν έφερε για όλη του την ζωή, με τιμή και υπερηφάνεια.

Στην νέα, γραπτή του διαμαρτυρία προς τον Ιταλό Διοικητή Vittorio Elia, ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος, κάνει ιδιαίτερη αναφορά και στον Έλληνα υπήκοο Μηνά Μαλλιαράκη.

Έτσι, τρεις ημέρες μετά, ο Μηνάς Μαλλιαράκης, λόγω ακριβώς της Ελληνικής του υπηκοότητος, απελευθερώνεται από την φυλακή.

Βέβαια, ως τέτοιος, ξανασυνελήφθη πολύ αργότερα, τον Οκτώβριο του 1940, μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες Πολίτες και κλείστηκε για μήνες, στο άθλιο concentramento με τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης μέσα στην Τάφρο της Μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου.

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά το Αιματηρό Πάσχα και συγκεκριμένα το έτος 1928, οι Ιταλοί απαλλοτρίωσαν δια της βίας, το περιβόλι των 85 στρεμμάτων της Βάρης που αποτελούσε την πηγή των εσόδων του, μαζί με το σπίτι που υπήρχε μέσα και αποτελούσε την μόνιμη κατοικία του επί πάρα πολλά χρόνια.

Είχε ήδη προηγηθεί το έτος 1923, η απαλλοτρίωση του τεράστιου κτήματος των εκατοντάδων στρεμμάτων, μαζί με την Villa Pascia, που ανήκανε στον Αιγύπτιο πασά και έμπορο βάμβακος. Η Villa Pascia έγινε η θερινή κατοικία των ιταλών διοικητών της

Δωδεκανήσου, ενώ μετά την απελευθέρωση έγινε το Πρεβαντόριο για την φιλοξενία άπορων παιδιών. Σε όλη αυτήν την τεράστια έκταση του κτήματος, , οι Ιταλοί ίδρυσαν και δημιούργησαν το 1923 το Istituto Agrario Sperimentale, Γεωργικό Πειραματικό Ινστιτούτο, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί με αυτήν την ιδιότητα για δεκαετίες και μετά την απελευθέρωση, ως Σταθμός Γεωργικής Ερεύνης Βάρης, παράγοντας πολύτιμο επιστημονικό έργο. Ώσπου τον καιρό της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, οδηγήθηκε εσκεμμένα στην παρακμή, την εγκατάλειψη, το κλείσιμο, την καταστροφή και την λεηλασία όλου του πολύτιμου εξοπλισμού και των πολύτιμων επιστημονικών οργάνων και των πολύτιμων επιστημονικών δεδομένων περίπου ενενήντα χρόνων αδιάλειπτης λειτουργίας, πειραμάτων και γνώσεων.

Την απαλλοτρίωση του δικού του κτήματος και του σπιτιού του, ο Μηνάς Μαλλιαράκης, δεν την αποδέχτηκε ποτέ, μολονότι η ιταλική διοίκηση κατέθεσε στο τότε ταμείο παρακαταθηκών το ποσόν της απαλλοτρίωσης που εκείνοι καθόρισαν! Και δεν την νομιμοποίησε αυτή την απαλλοτρίωση του κτήματος και του σπιτιού του, με το να εισπράξει καμία απολύτως αποζημίωση, σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, ως τον θάνατό του από πείνα στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, στην Κρεμαστή. Αυτή η άρνηση του να αποδεχτεί την απαλλοτρίωση, αποδείχθηκε πολλά χρόνια μετά την Απελευθέρωση, από έρευνα των απογόνων του στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου η Τράπεζα της Ελλάδος βεβαιώνει χαρακτηριστικά, ότι ο Μηνάς Μαλλιαράκης «ουδέποτε εισέπραξεν ποσόν τι!»

Εν τω μεταξύ, αφού έχασε το κτήμα και το σπίτι στην Βάρη Βιλλανόβας, ο Μηνάς Μαλλιαράκης στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, στον πύργο της οικογένειας Τριανταφύλλου στην Ιξιά, έναντι του σημερινού ξενοδοχείου Avra Beach, γνώρισε την μετέπειτα σύζυγο του Μελπομένη Ζενίδου, δασκάλα και αρκετά χρόνια νεότερή του και παντρεύονται.

Από τον γάμο αυτό γεννιούνται τα δύο παιδιά τους, το 1934 ο Γιώργος Μαλλιαράκης που έγινε καθηγητής γυμναστικής και το 1937 η Χρυσάνθη Μαλλιαράκη – Ατσαλάκη.

Η οικογένεια ακολούθησε τους διορισμούς της Μελπομένης που υπηρέτησε ως δασκάλα σε όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής, στο Παραδείσι, στην Κρεμαστή, στην Σορωνή, στην Δαματριά. Μάλιστα, στην Βιλλανόβα υπηρέτησε και στα χρόνια του περίφημου «κατηχητικού», τότε που τα μαθήματα γινότανε στον νάρθηκα της εκκλησίας, μια που ο φασίστας κατακτητής, είχε εκδιώξει την ελληνική γλώσσα από τα σχολεία και είχε επιβάλει δια της βίας την αποκλειστική διδασκαλία και χρήση της ιταλικής γλώσσας από τους Έλληνες μαθητές, ακόμη και στα διαλείμματα!

Σε εκείνο το χρονικό διάστημα, η οικογένεια υπέφερε και σε διακρίσεις και οικονομικά. Όσο η οικογένεια ήταν στην Σορωνή και επειδή τα παιδιά αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν το ιταλικό σχολείο, αυτά πρώτα χαστουκίστηκαν από την ιταλίδα δασκάλα τους, η οποία μετά τα κλείδωσε μόνα τους σε μια τάξη, από την οποίαν κατόρθωσαν να βγουν από το παράθυρο, να το σκάσουν και να μην ξαναπάνε πια στο ιταλικό σχολείο, παρά μόνο στο κατηχητικό της Βιλλανόβας όπου εκεί μεταφέρθηκαν διότι εκεί, στον νάρθηκα της εκκλησίας, δίδαξε η μητέρα τους.

Στο διάστημα της πείνας, όπου οι άνθρωποι σε όλη τη Ρόδο και κυρίως στην πόλη, πέθαιναν στους δρόμους από τον λιμό, στην Κρεμαστή πέθανε και ο Μηνάς Μαλλιαράκης, ο απόγονος αυτής της μεγάλης οικογένειας, από την πείνα, όπως με διαβεβαίωσε στην συνέντευξη του ο υιός του, καθηγητής Γιώργος Μαλλιαράκης, ο οποίος χαρακτηριστικά μού είπε για τον εαυτό του, πως τότε, έκανε τρεις μήνες να βάλει στο στόμα του ψωμί και όπως όλοι, τρεφόταν από «τα φυστικάκια της εξιννιάς», όπως λέμε τους βολβούς της ξυνίθρας.

Και όπως χαρακτηριστικά είπε, επειδή τότε στην Κρεμαστή, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον χτύπησε πολύ άσχημα ένα γερμανικό, στρατιωτικό φορτηγό και επειδή σχεδόν κόντεψε να τον σκοτώσει, οι Γερμανοί αφού του παρείχαν κάποιες πρώτες βοήθειες, του έδωσαν κάποιες τροφές που εκείνοι είχαν για τους εαυτούς τους και είναι χαρακτηριστικό της απελπισίας που η πείνα γεννά, έφτασε το παιδί να λέει «ευτυχώς που με χτύπησαν και ζήσαμε»!

Αντίθετα, παίζοντας μια μέρα στην Βιλλανόβα με άλλα παιδιά μέσα στον κεντρικό δρόμο με μια αυτοσχέδια μπάλα, επειδή αυτή χτύπησε πάνω στο ποδήλατο ενός Γερμανού στρατιώτη που περνούσε, αυτός, τράβηξε από την θήκη του το περίστροφό του και σημάδεψε κατευθείαν πάνω στα παιδιά, τα οποία έντρομα, έτρεξαν να κρυφτούν μέσα στα παρακείμενα χωράφια και έτσι γλύτωσαν.

Και τέλος, εκείνο που έμεινε από όλη την παραμονή του Μάρκου πρώτα και του Μηνά Μαλλιαράκη ύστερα σε εκείνο το σημείο του δρόμου μπροστά στο περιβόλι και το σπίτι της οικογένειας, ήταν το τοπωνύμιο που καθιερώθηκε και χρησιμοποιούνταν μέχρι και τις πολύ πρόσφατες δεκαετίες, μέχρι και την κατασκευή του αεροδρομίου. Ήταν το τοπωνύμιο «στου Μηνά», που χρησιμοποιούνταν από όλους τους κατοίκους της Βιλλανόβας και του Παραδεισίου, κοντά στα άλλα αγροτικά τοπωνύμια της περιοχής, τα οποία αφάνισε το αεροδρόμιο: «ο Μουλλάς», «του Φίλιππου», «η γραμυθκιά του Όνειρου».

Σαν να ήταν όλα, ένα όνειρο, αν δεν υπήρχαν τα γραπτά στοιχεία αλλά και οι πολύτιμες μνήμες, εκείνων που τα βίωσαν και που φρόντισα να καταγράψω, πριν τα πάρουν μαζί τους και χαθούν για πάντα…

Ευαγγελία Παναή

Φιλόλογος – Επιχειρηματίας

Δημιουργός και Υπεύθυνη του Μουσείου Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής Ρόδου

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου