Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μήνυση της Τράπεζας κατατέθηκε εκπροθέσμως
Με απόφαση, που εξέδωσε χθες το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, κρίθηκαν αθώοι ο ιδιοκτήτης ομορρύθμου εταιρείας εμπορίας τροφίμων και ποτών της Ρόδου και η σύζυγός του για τις πράξεις της καταδολίευσης δανειστών.
Η έρευνα για την υπόθεση κινήθηκε μετά από μήνυση που υπέβαλε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου η τράπεζα Eurobank Ergasias.
Ο μηνυόμενος είχε ζητήσει πρόσφατα την υπαγωγή της εταιρείας του στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου.
Οπως είχε εκθέσει στην αίτησή του, η συνεχιζόμενη μη αναστροφή του κλίματος της αγοράς με τον περιορισμό της πιστωτικής πολιτικής εκ μέρους των τραπεζών, οδήγησαν την εταιρεία του στην συνεχή λήψη βραχυπρόθεσμων δανεισμών προκειμένου να μπορεί να καλυφθεί η ταμειακή ρευστότητα ικανοποίησης των προμηθευτών του εξωτερικού.
Το σύνολο των οφειλών της προς προμηθευτές ανέρχεται στο ποσό των 673.007,71 ευρώ και οι οφειλές της προς τις τράπεζες σε 4.613.167,39 ευρώ.
Οι συνολικές οφειλές της εταιρείας την 31.08.2010 (Προμηθευτών εξωτερικού και Τραπεζικών υποχρεώσεων) ανέρχονταν στο ποσό των 5.286.175 ευρώ.
Το σύνολο των επιταγών ενεχυριασμένων στις τράπεζες ανέρχονται στο ποσό των 3.248.527,11 ευρώ.
Εν πάση περιπτώσει η τράπεζα υποστήριξε ότι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας απαλλοτρίωσε άνευ ισοτίμου και αξιόχρεου ανταλλάγματος περιουσιακά του στοιχεία και η δεύτερη συνέδραμε στην πράξη του αυτή.
Στα μέσα του έτους 2010, η εταιρεία παρουσίασε σημαντικά οικονομικά προβλήματα τα οποία την οδήγησαν στην αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Λόγω της παύσεως των πληρωμών της, η τράπεζα έκλεισε τη σύμβαση πίστωσης και το λογαριασμό και μετέφερε το χρεωστικό υπόλοιπο 1.973.673 ευρώ σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης.
Τον Οκτώβριο του 2010 τον κάλεσε εξάλλου σε καταβολή των χρημάτων.
Ακολούθησε έρευνα της τράπεζας στο κτηματολόγιο τον Ιανουάριο του 2011 οπότε και διαπιστώθηκε ότι είχε μεταβιβάσει σε ανήλικο παιδί του, με γονική παροχή, διώροφη οικοδομή.
Η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι ο εγκαλούμενος προέβη στην πράξη αυτή μετά την ανάληψη σχετικής υποχρεώσεως ως εγγυητή από την σύμβαση πιστώσεως, το χρεωστικό υπόλοιπο της οποίας ανερχόταν την ημέρα καταρτίσεως του συμβολαίου, στο ποσό των 876.184 ευρώ και ενώ η οικονομική κατάσταση της εταιρείας παρουσίαζε κάμψη.
Υποστήριξε δε ότι αναμφισβητήτως εγνώριζε ότι η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκούσε, πολλώ δε μάλλον δεν επαρκεί σήμερα για την ικανοποίηση της τράπεζας, σε συνδυασμό με το σημαντικότατο παθητικό της περιουσίας του και του αριθμού των πιστωτών έναντι των οποίων ενέχεται για υψηλότατες απαιτήσεις.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι είχε παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία των 3 μηνών από την ημέρα που υπεγράφη το συμφωνητικό μεταβίβασης του ακινήτου και ως εκ τούτου η μήνυση τυγχάνει εκπρόθεσμη.
Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ότι η τράπεζα ήταν ούτως ή άλλως εξασφαλισμένη με εμπράγματα δικαιώματα σε άλλα περιουσιακά του στοιχεία.