Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Κρεμαστινός μίλησε στη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων κατά τη συζήτηση του Νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Ο Δημήτρης Κρεμαστινός κατέθεσε την άποψή του για το σχεδιασμό της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, και ειδικά του «οικογενειακού γιατρού», λέγοντας ότι είναι ένα σοβαρότατο θέμα που καλό είναι να μην θεσμοθετείς αν δεν έχεις τους πόρους να το υλοποιήσεις σωστά, συμπληρώνοντας ότι δεν είναι τυχαίο ότι έχει θεσμοθετηθεί ξανά υπό άλλα ονόματα χωρίς επιτυχία. Τόνισε επίσης ότι το Υπουργείο Υγείας αυτή τη στιγμή πρέπει να δώσει βαρύτητα στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της φαρμακευτικής και διαγνωστικής δαπάνης ώστε το σύστημα να γίνει οικονομικά βιώσιμο και, κατ’ επέκταση να μπορέσει να θεσμοθετεί και να εξελίσσει τον εαυτό του με σύγχρονο τρόπο και σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής.
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ : Κατ΄ αρχήν κύριε Πρόεδρε, για να μην παρεξηγηθούν οι απόψεις μου θα ήθελα να πω ότι ανέλαβα την ευθύνη και ήμουν ο Υπουργός εκείνος που επανάφερε την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των ιατρών το 1993, όταν επί μια πενταετία υπήρξε η μερική απασχόληση και βεβαίως και τα ελεύθερα ιατρεία. Εγώ, λοιπόν, τότε επανάφερα την τάξη κατά τη γνώμη μου και νομίζω ότι, για την εποχή εκείνη, λειτούργησε.
Σήμερα, όταν στο εξωτερικό –ως «Κίρκη»- καλούν τους γιατρούς με διπλάσιους και τριπλάσιους και τετραπλάσιους μισθούς και στην γενικότερη οικονομική συγκυρία της χώρας, είμαι επιφυλακτικός και προτείνω να γίνει μια γενικότερη αναθεώρηση των σκέψεων του νομοσχεδίου για να μπορέσει να επιτύχει το στόχο του. Διαφορετικά, το να κάνεις νομοσχέδια ωραία αλλά που να μην εφαρμόζονται είναι εύκολο. Μην ξεχνάτε ότι όλοι σχεδόν οι Υπουργοί έκαναν νομοσχέδια για τον οικογενειακό γιατρό. Άλλος τον ονόμασε «προσωπικό γιατρό», άλλος τον ονόμασε «κέντρα υγείας αστικού τύπου» και ήταν μια παραλλαγή του οικογενειακού γιατρού, με λίγα λόγια, γιατί ασφαλώς δεν μπορούσαν οικονομικά να προσεγγίσουν την έννοια του οικογενειακού γιατρού.
Τώρα, εγώ που γνώρισα τον οικογενειακό γιατρό, από την άλλη μεριά του λόφου, δηλαδή υπηρετώντας στο εθνικό σύστημα της Αγγλίας –ακαδημαϊκά- όταν ήμουν εκεί, είδα τι είναι ο θεσμός αυτός. Ο οικογενειακός γιατρός είναι ένα είδος αυτοεκπαίδευσης του γιατρού και οικονομίας, γιατί όταν ο οικογενειακός γιατρός στέλνει τον άρρωστό του είτε στο κέντρο υγείας είτε στο νοσοκομείο, με το σύστημα που τουλάχιστον εγώ είδα και λειτούργησα, ήταν υποχρεωμένο το νοσοκομείο και είχε την γραμματειακή υποδομή, σήμερα με υπολογιστές ενδεχομένως, να του απαντήσει επί του ασθενή του, του φαρμάκου που θα πάρει, επί της διαγνώσεως και εάν θέλετε και των σκέψεων. Αυτό ήταν ένα κίνητρο για τον οικογενειακό γιατρό να ανοίξει τα βιβλία του, να παρακολουθήσει τα συνέδριά του, ούτως ώστε να είναι σύγχρονος. Γιατί εάν ο οικογενειακός γιατρός αφεθεί ελεύθερος με τα χρόνια σιγά-σιγά παύει να είναι σύγχρονος.
Το σύστημα δηλαδή του οικογενειακού γιατρού είναι κατά βάση ένα οικονομικό σύστημα, πέραν του ότι αποκτά την αξιοπιστία του αρρώστου με την επιστημονική άνοδό του.
Θυμάμαι δε ότι ο Abel Smith, που την εποχή της υπουργίας μου ήταν Πρύτανης στο London School of Economics, όταν του είπα να προχωρήσουμε στον οικογενειακό γιατρό, – γιατί σε όλα τα άλλα θέματα προχώρησα, πλην του οικογενειακού γιατρού- μου είπε λίγα πράγματα, αλλά πολύ σταθερά. Μου είπε: «αν είναι να το κάνετε, να το κάνετε σωστά. Πρώτον, να φορολογήσετε ό,τι καταστρέφει την υγεία αντισταθμιστικά, δηλαδή, τσιγάρο, αλκοόλ, ανθυγιεινά τρόφιμα και όλα αυτά να πάνε κατευθείαν στο Υπουργείο Υγείας και όχι στο Υπουργείο Οικονομικών και το σπουδαιότερο να φορολογήσετε το τζόγο, δηλαδή, τα καζίνο, τα ΠΡΟΠΟ, τα ΛΟΤΟ κ.τ.λ. με μια μικρή δαπάνη που θα πηγαίνει στο Υπουργείο. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν τους πόρους για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού. Διότι εάν ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού λειτουργήσει λάθος, τότε, όπως αντιλαμβάνεστε, θα διογκωθεί το βάρος της οικονομίας του Υπουργείου Υγείας».
Για να το πω απλά και να γίνει κατανοητό πήρα από την Eurostat την κατανάλωση των φαρμάκων που έχουμε σαν χώρα, παρά την ηλεκτρονική συνταγογράφηση κ.τ.λ.. Η Eurostat λέει ότι, δυστυχώς, είμαστε πρωταθλητές στην κατανάλωση φαρμάκων. Η Ελλάδα είναι πρώτη στα αντιβιοτικά και ακολουθούν πολλές χώρες. Η καλύτερη είναι η Ολλανδία, η οποία έχει 10,7% DDD (Daily Defined Dose) και η Ελλάδα η χειρότερη με 36,1%. Μεταξύ της Ολλανδίας και της Ελλάδας παρατάσσονται όλες οι άλλες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι για να το καταπολεμήσουμε αυτό, πέραν της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και όλων αυτών, πρέπει ο ίδιος ο γιατρός να γίνει σύγχρονος και εγώ πιστεύω ότι ο οικογενειακός γιατρός, ο οποίος θα παρακολουθείται από νοσοκομεία και έγκριτα πανεπιστήμια, θα είναι αυτός που θα μπορέσει να κάνει αυτή την οικονομία.
Παίρνω και από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο μια εργασία που έκανε, που λέει ότι ένας στους τρεις Έλληνες έχει αντιβιοτικά στο σπίτι του για κάθε δύσκολη περίσταση. Κανένας στην Ευρώπη δεν παίρνει αντιβιοτικά στο σπίτι του. Αυτή όμως είναι δοξασία που έχει καλλιεργηθεί από δεκάδων ετών, δεν ξέρω από πότε, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι δοξασία – τα αντιβιοτικά να τα παίρνουμε περίπου σαν τις ασπιρίνες- και αυτό είναι μεγάλο λάθος και για την υγεία και για την οικονομία.
Άρα, θα πρέπει να προβληματιστούμε όλοι όσον αφορά την οικονομία της υγείας περισσότερο και λιγότερο για όλα τα άλλα. Διότι χωρίς υγιή οικονομία δεν μπορεί να στηριχθεί κανένα σύστημα. Όλα τα συστήματα θα γίνουν εκθέσεις ιδεών και πρέπει να πω, ότι τα ίδια έλεγα κάθε φορά στους εκάστοτε υπουργούς που έφερναν νομοσχέδιο για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Τους υπενθύμιζα, δηλαδή, αυτά περίπου που είπα τώρα.
Πιστεύω ότι μπορούν να βελτιωθούν τα πράγματα αλλά πιστεύω ότι πρέπει να γίνει ένας καλύτερος οργανισμός ελέγχου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο υπάρχων μηχανισμός ελέγχου αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι επαρκής. Δηλαδή, οποίος θέλει γράφει και παραπέμπει σε μια ιδιωτική κλινική, πληρώνει ο αντίστοιχος ασφαλιστικός οργανισμός, αλλά μπορεί εκεί στην κλινική μέσα, να του χρεωθούν όχι παράνομα, νόμιμα, εννοώ, εξετάσεις που δεν χρειάζονται. Ο άρρωστος χρειάζεται τρεις βασικές εξετάσεις και βγαίνουν δεκατρείς. Δεν μιλώ για το παράνομο, αυτό δεν μπορεί να το ελέγξει κανείς. Εννοώ να ελεγχθεί το νόμιμο, δηλαδή, μια επιτροπή να ανοίξει το φάκελο και να ψάξει να βρει εάν εφαρμόστηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τη διάγνωση και θεραπεία. Αυτό το πράγμα, παρότι είναι υπαρκτό σήμερα είναι τόσο ανεπαρκές, διότι έχει αυξηθεί τόσο πολύ ο ιδιωτικός φορέας υγείας, που οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Υπουργείου είναι ανεπαρκείς, εκ των αριθμών όχι εκ των ανθρώπων. Πρέπει, δηλαδή, να δουλέψουν περισσότεροι για να γίνει καλύτερη η οικονομία στην Υγεία.
Με όλες αυτές τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που καταθέτω στην Επιτροπή θα ήθελα να παρακαλέσω τους Υπουργούς να προβληματιστούν σχετικά με το νομοσχέδιο.»