Γράφει
ο Νεκτάριος Καλογήρου
Δυο εικόνες επικρατούν σήμερα στην αγορά της Ρόδου. Από τη μία πλευρά βρίσκονται όλα τα μεμονωμένα καταστήματα με ημερήσιο τζίρο που δεν ξεπερνά τις καθημερινές τους υποχρεώσεις και από την άλλη οι τρεις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες ρούχων και υποδημάτων που μαζεύουν όλο το ρευστό χρήμα της αγοράς.
Χαρακτηριστική ήταν η εικόνα που εμφάνιζε χθες το κέντρο της πρωτεύουσας: Όλα τα καταστήματα ήταν άδεια, με εξαίρεση τους ορόφους των πολυεθνικών αλυσίδων που έσφυζαν από κόσμο. Οι πελάτες σε αυτά τα καταστήματα δεν ήταν μόνο Ροδίτες, αλλά ήταν ξεκάθαρο πως η πλειονότητα των αγοραστών ήταν τουρίστες. Οι Ρώσοι και οι Ισραηλινοί ξεχώριζαν λόγω της πληθωρικής συμπεριφοράς τους, ενώ πιο ήσυχοι και με πολλές τσάντες στα χέρια ήταν οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι και οι Πολωνοί. Μεταξύ τους δεν υπήρχαν Αγγλοι, Γερμανοί, ή Σκανδιναβοί. Οι τελευταίοι είναι συνήθως κλεισμένοι στα all inclusive ξενοδοχεία και όταν βγαίνουν, αδιαφορούν για αυτού του είδους τις αγορές, διότι έχουν πρόσβαση σε αντίστοιχες αλυσίδες πίσω στις χώρες τους.
Μεταξύ των τουριστών υπήρχαν και συνοδοί (γνωστοί στην τοπική κοινωνία) οι οποίοι και εξήγησαν στη «δημοκρατική» ότι «οι ίδιοι οι τουρίστες μας ζητούν να τους δείξουμε που βρίσκονται τα καταστήματα αυτά για να κάνουν τις αγορές τους. Γνωρίζουν για την ύπαρξή τους και έχουν την πεποίθηση ότι οι τιμές τους είναι πολύ χαμηλές». Το παράδοξο είναι πως μεταξύ των τουριστών, υπήρχαν και πρόσωπα που έφτασαν στη Ρόδο με ιδιωτικά γιοτ. Ο καπετάνιος τους (Τούρκος από το Μαρμαρίς, επίσης γνωστός στην τοπική τουριστική κοινωνία) υποστήριξε ότι «ενώ η αγορά της Τουρκίας έχει πολύ φθηνά εμπορεύματα, εν τούτοις οι επιβάτες, εν πλω, μου ζητούν να τους δείξω που βρίσκεται το τάδε ή το δείνα κατάστημα. Για τους επιβάτες που φέρνω φαίνεται ότι δεν έχει τόση σημασία η τιμή, αλλά η ποικιλία που βρίσκουν σε αυτές τις επιχειρήσεις».
Στα είδη που οι τουρίστες αγοράζουν συμπεριλαμβάνονται ρούχα, παπούτσια, αρώματα, ψευδοκοσμήματα, αξεσουάρ μόδας (μαντήλια, καπέλα, ζώνες κλπ), τσάντες και δερμάτινα. Ολα αυτά καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των εμπορευμάτων των τοπικών καταστημάτων.
Τα μαζεύουν όλα και
δεν δίνουν μία
Οι συγκεκριμένες αλυσίδες, καθημερινά εισπράττουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ και στο τέλος της ημέρας όλο το χρήμα κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό κάπου στο εξωτερικό. Το μόνο που μένει για τη Ρόδο είναι τα άδεια κουτιά συσκευασίας που κι αυτά τα συμπιέζουν και τα στέλνουν σε δικούς τους χώρους ανακύκλωσης. Τούτο γίνεται γιατί κανόνας στις επιχειρήσεις αυτές είναι να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα εύρεσης της χώρας παραγωγής των ενδυμάτων και των υποδημάτων. Ακόμα κι όταν τα κουτιά εκφορτώνονται στη Ρόδο, ήδη από τις ετικέτες έχουν αφαιρεθεί με μαχαίρι όλα τα διακριτικά στοιχεία προέλευσης.
Ετσι, σε μια Ρόδο την οποία όλοι πασχίζουν να τη διαφημίσουν, στο νησί όπου η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών δίνει όλο της τον εαυτό για να ικανοποιήσει τον τουρίστα, σε αυτή τη Ρόδο οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες δεν αποδίδουν ούτε ένα ευρώ. Όταν ίσχυε ο Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου, οι επιχειρήσεις αυτές είχαν την υποχρέωση να αποδίδουν το 1% από το σύνολο του τζίρου τους, υπέρ της διαφημιστικής προβολής της Δωδεκανήσου. Η κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ αφαίρεσε αυτό το πλεονέκτημα και δυστυχώς δεν υπήρξε ούτε ένα αντισταθμιστικό μέτρο προς την κατεύθυνση αυτή.
Να επιβληθεί ξανά ο φόρος δεν πρόκειται, πολλώ δε μάλλον σε μια περίοδο κατά την οποία όλες οι επιχειρήσεις αποστραγγίζονται οικονομικά από τα επιτελεία της Κυβέρνησης. Ωστόσο, αυτός ο παραλογισμός, να δουλεύει όλη η Ρόδος για τη διαφήμιση του νησιού, να παλεύουν οι πάντες και στο τέλος να κερδίζουν μόνο τρεις μεγάλοι, πρέπει να σταματήσει.
Οι εμπορικές αλυσίδες που επιτυγχάνουν τζίρους που υπερβαίνουν το ένα ή τα τρία εκατομμύρια ευρώ (το σύνολο του τζίρου της αλυσίδας είναι πολλαπλάσιο, όμως είναι πιθανό στα λογιστικά βιβλία να διαιρείται με τον αριθμό των καταστημάτων), θα πρέπει να υποχρεούνται να συμβάλουν οικονομικά για τη διαφήμιση του τόπου που τους επιτρέπει να έχουν τόσο μεγάλα κέρδη.