Τι μαθαίνουμε από το παράδειγμα της Thomas Cook;
του Δημήτρη Γάκη
Κανείς δεν ξεχνάει τις πρόσφατες φωτογραφίες του υπουργού Τουρισμού με την ηγεσία της Thomas Cook λίγο καιρό πριν. Εάν η Thomas Cook είναι ένα παράδειγμα των συμφωνιών της νέα κυβέρνησης για την πολιτική της στο τομέα του Τουρισμού, τότε πρέπει να είμαστε πολύ ανήσυχοι για την ανευθυνότητά της. Όμως το παράδειγμα της Thomas Cook δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε μείζονα θέματα πάνω στο ζήτημα της τουριστικής ανάπτυξης.
Είναι αναμενόμενο ότι η ζημία για τους έλληνες ξενοδόχους-συνεργαζόμενους με την Thomas Cook θα είναι πολύ μεγάλη. Το «μάρμαρο» καλούνται για άλλη μια φορά να πληρώσουν οι «μικροί» για να διασωθούν οι «μεγάλοι». Μικρότερα πακέτα σε πολύ χαμηλές τιμές, τεράστια απώλεια κέρδους και μια κυριολεκτική καταστροφή για εκείνους τους επιχειρηματίες που δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τη ζημιά.
Το παράδειγμα της Thomas Cook μας επιστρέφει σε ένα βασικό ερώτημα χάραξης στρατηγικής πολιτικής: Παραμένει ο μαζικός τουρισμός μία πραγματικά ασφαλής και κερδοφόρα επιχειρηματικά επιλογή, ή πρόκειται για ένα μοντέλο προηγούμενων δεκαετιών που εξάντλησε τα όριά του και γίνεται ολοένα πιο επισφαλές και λιγότερο κερδοφόρο;
Απασχόληση περιστασιακή και ανειδίκευτη σε ένα πλαίσιο που τις περισσότερες φορές είναι σε βάρος του εργαζόμενου σε ότι αφορά τη σχέση εργασίας, τις αμοιβές, την ασφάλιση, τον χρόνο απασχόλησης, εμπορευματοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος και της ντόπιας κουλτούρας, ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση των τουριστικών συνόλων όπως η πολλαπλών μορφών επιβάρυνση του περιβάλλοντος, οι συγκρούσεις για χρήσεις γης, η μετατροπή ολόκληρων παραδοσιακών οικισμών σε τουριστικούς «οικισμούς», η ανεξέλεγκτη χρήση της τεχνολογίας και η ενεργειακή επιβάρυνση των τουριστικών περιοχών, είναι μόνο μερικές από τις δυσμενείς επιπτώσεις που συνδέονται με το μοντέλο ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού.
Είναι αλήθεια ότι ο τουρισμός αποτελεί για την ελληνική οικονομία σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης και εισροής εσόδων. Όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια σε μία εύθραυστη κατάσταση με στοιχεία πτώσης στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και αδυναμία ή και αποτυχία αξιοποίησης του τουριστικού προϊόντος σε βάθος χρόνου. Κοντά σε αυτό έρχεται να προστεθεί και μία μόνιμη πλέον συγκυριακού τύπου
αντιμετώπιση, δηλαδή η σύνδεσή του με το τι συμβαίνει στις γειτονικές χώρες και το αντίκτυπό του στον τουρισμό.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι τυχαία. Η ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια έγινε χωρίς τον προσεκτικό και μακροχρόνιο σχεδιασμό που ήταν απαραίτητος για έναν τόσο σημαντικό πυλώνα εθνικής ανάπτυξης. Η στρατηγική υπήρξε ανεπαρκής, η διοίκηση και η λειτουργία χωρίς συνοχή και διάρκεια. Το χαμηλό κόστος παραγωγής και πώλησης τουριστικών προϊόντων έφεραν μεν έναν σταθερό ρυθμό ανάπτυξης, αλλά η έλλειψη τουριστικής παιδείας για τους επαγγελματίες του κλάδου και καλλιέργειας τουριστικής συνείδησης, είχαν ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του τουρισμού ως έναν ευκαιριακά προσοδοφόρο κλάδο και όχι ως εθνικό πυλώνα ανάπτυξης. Μέσα σε αυτήν την αντιμετώπιση ο ελληνικός τουρισμός με ραχοκοκαλιά τον παραθαλάσσιο και νησιωτικό τουρισμό περιορίστηκε και προβλήθηκε με αφελείς και συχνά στερεοτυπικές εικόνες, μια εσωστρεφή και μυωπική αντίληψη για το «ωραιότερο μέρος του κόσμου» και τελικά αδύναμα και συγκεχυμένα μηνύματα που συνοδεύουν την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό.
Το μοντέλο ανάπτυξης του τουρισμού των τελευταίων τριάντα χρόνων δεν μπορεί να μας πάει παραπέρα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μας συνδέει όλο και πιο στενά, να μας εξαρτά στη κυριολεξία από εταιρείες όπως η Thomas Cook και να φέρνει τις τουριστικές επιχειρήσεις σε ολοένα και πιο επώδυνους συμβιβασμούς ή και στην ολοκληρωτική καταστροφή.
Χρειαζόμαστε μία νέα στρατηγική, ένα νέο πλαίσιο αντίληψης για τον τουρισμό, είτε πρόκειται για μαζικό είτε για εναλλακτικό, που θα μας δώσει περαιτέρω δυνατότητες από το να επιβιώνουμε χάρη στη σχέση χαμηλής αξίας έναντι των ανταγωνιστών μας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η προαγωγή ενός σαφούς και ενιαίου εθνικού στόχου για την ανάπτυξη του τουρισμού είναι απαραίτητο να λάβει υπόψη τους εξής άξονες:
Το μοντέλο της συνεχούς (αειφόρας) τουριστικής ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας που συνδυάζει την ορθολογική διαχείριση στο παρόν και στο μέλλον, πως δηλαδή θα καταφέρουμε να έχουμε ή να δημιουργούμε εκ νέου τουριστική ανάπτυξη χωρίς να εξαντλούνται ή να καταστρέφονται οι φυσικοί ή τουριστικοί πόροι. Αυτό σημαίνει ήπια παρέμβαση, σεβασμό στη χωρητικότητα κάθε τόπου σε σχέση με το τουριστικό φορτίο, αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, ισορροπημένα μεγέθη και δραστηριότητα, έμφαση και αξία στην ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου.
Πολιτικές για τον εμπλουτισμό και τη συνεχή ανάπτυξη των τουριστικών προϊόντων της χώρας προσανατολισμένες στις σύγχρονες τουριστικές τάσεις, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και την αύξηση των ωφελημάτων του τουρισμού, είναι επίσης ζητήματα που πρέπει να αποκτήσουν κεντρική σημασία και να μας βάλουν από τη εσωστρέφεια της «μοναδικής ομορφιάς» που αδικεί και περιορίζει τις δυνατότητές μας. Απαραίτητη είναι ταυτόχρονα και η συνεχής ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και καλλιέργειας τουριστικής παιδείας και συνείδησης που θα αναγνωρίζει και θα ενσωματώνει σύγχρονες κοινωνικές έννοιες όπως συνεργατικά μοντέλα επιχειρηματικότητας και σύγχρονα εργαλεία όπως η ηλεκτρονική διαχείριση.
Η στρατηγική στον τουρισμό αποτελεί μια πολιτική προτεραιότητα. Το κορεσμένο μοντέλο των τελευταίων τριάντα χρόνων στο οποίο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσκολλάται, θα κρατάει μονίμως σε μία επισφαλή και επικίνδυνη εξάρτηση το τουριστικό προϊόν μας και θα οδηγήσει σύντομα σε αναπόφευκτο μαρασμό την αναπτυξιακή του διάσταση.
***
Το ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ