Aκόμη μια μήνυση εις βάρος του καταγγελλόμενου μαιευτήρα γυναικολόγου νοσηλευτικού ιδρύματος υποβλήθηκε χθες ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, από μια 36χρονη ημεδαπή.
Συνολικά ο αριθμός των γυναικών που τον καταμήνυσαν ανέρχεται σε 9.
Η δικηγόρος κ. Εύη Αρνιθενού, υπέβαλε ειδικότερα χθες ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου την δεύτερη κατά σειρά μήνυση σε μια σειρά από υποθέσεις που αφορούν σε καταγγελίες εις βάρος του μηνυόμενου που χειρίζονται με τον συνάδελφό της κ. Στέλιο Αλεξανδρή.
Η μηνύτρια διατείνεται ειδικότερα ότι περί τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου του έτους 2019 επισκέφθηκε το νοσηλευτικό ίδρυμα προκειμένου να υποβληθεί σε τεστ ΠΑΠ.
Επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να επισκεφθεί εξωτερικό ιδιώτη ιατρό, έκλεισε ραντεβού στο νοσηλευτικό ίδρυμα, ενώ ο ιατρός που ανέλαβε την εξέτασή της ήταν ο μηνυόμενος.
Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται, όταν μπήκε στο γραφείο του ήταν ευγενικός, τον χαιρέτησε και του είπε «γιατρέ τι κάνετε με θυμάστε, έχω ξαναέρθει παλιά για μία κύστη που είχα με την αδερφή μου, που είστε και εκείνης γιατρός».
Υποστηρίζει ότι της απάντησε ως εξής: «Α ναι, τι κάνεις κούκλα μου, τι κάνει η αδερφή σου;». Του απαντάω όλοι καλά και ήρθε προς το μέρος μου, με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα αισθησιακό φιλί στο λαιμό!
Η γυναίκα περιγράφει πως «πάγωσε», πως δεν μπόρεσε να αντιδράσει και πως τον κοίταξε περίεργα γιατί την σόκαρε η κίνησή του αυτή.
Όταν κάθισε στη γυναικολογική καρέκλα, όπως ισχυρίζεται, ο ιατρός προέβη σε ανάρμοστο και σεξιστικό σχόλιο και συγκεκριμένα της ψέλλισε με αισθησιακό ύφος «και εσύ και η αδερφή σου κούκλες είστε από κάτω…»!.
Αφού τελείωσε η εξέταση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, της είπε να της κάνει και έναν κολπικό έλεγχο και υποστηρίζει ότι δεν χρησιμοποίησε την κολπική κεφαλή και χωρίς να φορέσει γάντια την εξέτασε με το γυμνό του χέρι κάνοντας γρήγορες αισθησιακές κινήσεις οι οποίες, όπως υποστηρίζει, παρέπεμπαν σε ερωτική πράξη και όχι σε ιατρική εξέταση.
Η μηνύτρια περιγράφει πως αντέδρασε και ότι ο μηνυόμενος έκανε μια κίνηση να της δώσει το εσώρουχο της και να την βοηθήσει να το φορέσει και ότι εκείνη του απάντησε όχι, το τράβηξε και έφυγε νευριασμένη.
«Ένιωσα αηδία μετά την εξέταση, ένιωσα ότι πραγματικά με βίασαν τόσο σωματικά όσο κυρίως ψυχικά. Έκανα πάνω από έξι μήνες να το ξεπεράσω και αδυνατούσα να έρθω σε ερωτική επαφή με το σύντροφό μου για δύο ολόκληρους μήνες» τόνισε, λέγοντας πως σκεφτόταν να τον καταγγείλει αλλά φοβόταν και δεν είχε την οικονομική δύναμη να πληρώνει δικηγόρους και δίκες.
Επίσης, όπως περιγράφει, φοβόταν ότι κανείς δεν θα την πιστέψει και δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να το αποδείξει.
Οταν έμαθε για τις μηνύσεις που υποβλήθηκαν εις βάρος του, όπως περιγράφει, περίμενε «να έρθει αυτή η στιγμή για να νιώσει και εκείνος την ντροπή που ένιωθα και εγώ τόσους μήνες στη ψυχή και το σώμα μου από τις ασελγείς πράξεις που διέπραξε εις βάρος μου, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του ως ιατρός-γυναικολόγος» και «πιστεύοντας πάντοτε ότι καμία δεν θα βρει τη δύναμη να τον καταγγείλει»…. «Γιατί μόνο αν αποδοθεί δικαιοσύνη και αντιληφθούν όσοι διαπράττουν αυτές τις αξιόποινες πράξεις ότι οι γυναίκες δεν φοβόμαστε και έχουμε φωνή, τότε μόνο αυτά τα φαινόμενα θα εξαλειφθούν».