Ειδήσεις

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ:Υψηλού ρίσκου οι προσδοκίες για έξοδο στις αγορές το 2017

Υψηλού ρίσκου χαρακτηρίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τις όποιες προσδοκίες για γρήγορη έξοδο της οικονομίας από την κρίση και για επιστροφή στις αγορές το 2017.

Στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση τονίζει ότι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η επέκταση της πραγματικής οικονομίας απαιτούν «αναπτυξιακό πραγματισμό και πρωτοβουλίες ευρύτερες των αβέβαιων αποτελεσμάτων που θα έχει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην εξομάλυνση των πιστωτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας».

Αναλυτικότερα στην έκθεση σημειώνεται:

“Τα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας παρουσιάζουν σχετική σταθεροποίηση, με τις εκτιμήσεις για την πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2016 να συγκλίνουν σε οριακή αρνητική μεταβολή. Ωστόσο, το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ώς αποτέλεσμα τών μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίώς της δραματικής αποεπένδυσης.

Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας η μεταποίηση παρουσιάζει σημάδια ισχνής ανάκαμψης στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, ενώ σημαντική πτώση παρατηρείται στο εμπόριο και στις επαγγελματικές, επιστημονικές και άλλες υπηρεσίες. Για το ίδιο διάστημα, θετική είναι η εξέλιξη της απασχόλησης, η οποία ενισχύεται σημαντικά στους κλάδους της γεώργίας, της μεταποίησης και τών χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κυρίώς όμώς αφορά επισφαλείς θέσεις εργασίας. Η ιδιώτική κατανάλώση παρουσιάζει μικρή πτώση, η οποία αντισταθμίζεται από το οριακό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι μεταβολές στο εμπορικό ισοζύγιο είναι επίσης οριακές, με εμφανή όμώς πτώση τόσο του όγκου εξαγώγών προϊόντών και υπηρεσιών όσο και τών εισαγώγών. Οι ιδιώτικές επενδύσεις παρουσιάζουν αύξηση στο β΄ τρίμηνο του 2016 σε σχέση με το 2 αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, χώρίς όμώς να προβλέπεται σημαντική θετική ετήσια μεταβολή τους.

Αναφορικά με τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής, η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιώσιμότητα του χρέους. Η μείώση του πιστώτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπώς και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιώτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιώσιμότητα τών πρώτογενών πλεονασμάτών σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινώνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρώσης της Ευρώπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ίσώς διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμώς τη φερεγγυότητα της χώρας.

Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσώτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα τών νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης τών δανειακών τους υποχρεώσεών. Αυτό έχει ώς άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνώση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα. Αναφορικά με την πολιτική εσώτερικής υποτίμησης, το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας (ΜΚΕ), ώς δείκτης ανταγώνιστικότητας, παρουσιάζει βελτίώση μετά το δ’ τρίμηνο του 2012. Ωστόσο, οι επιπτώσεις στις εξαγώγές αγαθών δεν ήταν οι ανάλογες. Αν και οι εξαγώγές αυξήθηκαν ώς μερίδιο του ΑΕΠ, η αύξηση του όγκου τους, που αντανακλά την παραγώγική επέκταση της οικονομίας, ήταν περιορισμένη. Αντίστροφη είναι η εικόνα τών εισαγώγών, καθώς η υποχώρηση του όγκου τους είναι πολύ μεγάλη, εύρημα που δεν αποκαλύπτεται από το λόγο τών εισαγώγών προς το ΑΕΠ λόγώ της μεγάλης μείώσης του τελευταίου.

Ένα ενδιαφέρον εύρημα για την ελληνική οικονομία είναι ο σχετικά σταθερός λόγος εισαγώγών προς το ΑΕΠ, κάτι που υποδεικνύει την υψηλή εξάρτηση της εγχώριας δαπάνης από τον εξώτερικό τομέα της οικονομίας. Αυτό είναι ένδειξη του ότι μια ενδεχόμενη αύξηση του ΑΕΠ θα δημιουργήσει εκ νέου αρνητικές πιέσεις στο 3 εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Ένα άλλο ζήτημα που αναδεικνύεται στην παρούσα Έκθεση είναι η επίδραση που είχε η πολιτική της εσώτερικής υποτίμησης στον εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας. Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι στη μεταποίηση, τον πιο σημαντικό δηλαδή εμπορεύσιμο κλάδο της οικονομίας, η αξιοσημείώτη πτώση που σημειώθηκε στο ΜΚΕ δεν οδήγησε σε αντίστοιχη μείώση του επιπέδου τών τιμών, αλλά σε αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Όλα τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι το εγχείρημα μετασχηματισμού του μακροαναπτυξιακού υποδείγματος της οικονομίας από ένα υπόδειγμα μεγέθυνσης μέσώ της κατανάλώσης σε ένα υπόδειγμα μεγέθυνσης μέσώ τών εξαγώγών και/ή τών ιδιώτικών επενδύσεών δεν έχει επιτευχθεί.

Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας δείχνουν στοιχεία συνέχειας με τάσεις οριακής βελτίώσης που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε μείώση του ποσοστού ανεργίας από 24,9% τον Ιούνιο του 2015 σε 23,4% τον Ιούνιο του 2016, και αντίστοιχη οριακή αύξηση της απασχόλησης κατά 1,7% την ίδια περίοδο. Σημειώνουμε ότι, διατηρώντας το ρυθμό μείώσης της ανεργίας και με δεδομένες τις δημογραφικές και άλλες παραμέτρους, η αποκλιμάκώση της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με αυτά του 2008 θα χρειαστεί περίπου 20 χρόνια. Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας παρατηρούμε ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι τών ανδρών (27,6% έναντι 19,4%). Παράλληλα, πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η μακροχρόνια ανεργία ανέρχεται σε 72,2% του συνόλου τών ανέργών.

Επίσης, η απορρύθμιση τών εργασιακών σχέσεών έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση τών επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεών εργασίας (ΣΣΕ). Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου τών 4 μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφώνα με τον δείκτη Kaitz”.

Κλείνοντας, η έκθεση επισημαίνει πως “η εκτίμησή μας είναι ότι οι όποιες προσδοκίες για γρήγορη έξοδο της οικονομίας από την κρίση και για επιστροφή της στις αγορές το 2017 είναι υψηλού ρίσκου. Η δημιουργία νέών θέσεών εργασίας και η επέκταση της πραγματικής οικονομίας απαιτούν αναπτυξιακό πραγματισμό και πρώτοβουλίες ευρύτερες τών αβέβαιών αποτελεσμάτών που θα έχει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρώσης στην εξομάλυνση τών πιστώτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Την ίδια στιγμή το πρόβλημα τών κόκκινών δανείών γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο λόγώ του εγκλώβισμού της οικονομίας σε μια κατάσταση «υφεσιακής στασιμότητας» η οποία παρατείνει το πρόβλημα φερεγγυότητας τών ελληνικών συστημικών τραπεζών. Βιώσιμες συνθήκες μείώσης του πιστώτικού ρίσκου της χώρας και του κόστους δανεισμού θα διαμορφώθούν μόνο ώς αποτέλεσμα της δημιουργίας βιώσιμών πρώτογενών πλεονασμάτών με διατηρήσιμες συνθήκες μεγέθυνσης, αύξησης της απασχόλησης και τών εισοδημάτών. Αυτές είναι και οι προϋποθέσεις που θα μειώσουν το έλλειμμα ποιότητας του ενεργητικού τών τραπεζών, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή της οικονομίας σε κανονικότητα ρευστότητας και χρηματοδότησης με πρόσβαση στις αγορές”.

Πηγή: reporter.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου