Γράφει ο Γιώργος Α. Κορομηλάς, Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μέτρα ύψους 2,5 δισ. ευρώ που απαίτησαν οι δανειστές για να κλείσει, η κατά την άποψή τους δημοσιονομική «τρύπα». Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας από την Τετάρτη το βράδυ, πέραν των αλλαγών σε εργασιακά και ασφαλιστικό, οι δανειστές της χώρας, προεξάρχοντος του εκπροσώπου του ΔΝΤ, ο οποίος είχε την πιο σκληρή και αδιάλλακτη στάση, απαίτησαν την εξαίρεση των επιχειρήσεων από τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και την περαιτέρω μείωση των συντάξεων ή ως εναλλακτικό σενάριο αντί της μείωσης των συντάξεων την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ που ισχύει για τα νησιά του Αιγαίου.
Για άλλη μια φορά επανέρχομαι στο θέμα των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου. Το ΔΝΤ εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια προσπαθεί να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση με την οποία θα καταργήσει το ειδικό αυτό καθεστώς, θεωρώντας το «προνόμιο», όταν όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι αποτελεί αντιστάθμισμα για τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα που απορρέουν από τη νησιωτικότητα. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι στην Ευρώπη των 27, εκτός της Ελλάδας, εξαιρέσεις και ειδικά καθεστώτα ΦΠΑ διατηρούν η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία και μέχρι σήμερα κανένα κράτος – μέλος δεν έχει απεμπολήσει δικαίωμα ευνοϊκών ρυθμίσεων στον τομέα του ΦΠΑ, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό έχει παραχωρηθεί μέσω των Συνθηκών Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο ερώτημα γιατί υφίσταται το ειδικό αυτό καθεστώς, η απάντηση είναι ότι αποτελεί ένα σημαντικό αντισταθμιστικό μέτρο απέναντι στα μειονεκτήματα που δημιουργεί η εδαφική ασυνέχεια ειδικά λόγω του αυξημένου κόστους μεταφοράς των προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα του νησιωτικού τουριστικού προϊόντος, συνιστά λόγο μείζονος εθνικής σημασίας και παράγοντα εθνικής κυριαρχίας, διότι αποτελεί κρίσιμο εργαλείο τόσο για την οικονομική ανάπτυξη των νησιών όσο και για την παραμονή των κατοίκων σε αυτά, είναι μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης, διότι οι νησιώτες δεν απολαμβάνουν ισοδύναμα την ωφέλεια από τα βασικά κοινωνικά αγαθά του κράτους και συνιστά στην πράξη την εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 101 του Συντάγματος.
Στο ερώτημα πού μπορεί να οδηγήσει μια ενδεχόμενη κατάργηση του ειδικού αυτού καθεστώτος η απάντηση είναι, στη σημαντική αύξηση του κόστους ζωής των κατοίκων των νησιών, στη μείωση της ανταγωνιστικότητας των τουριστικών επιχειρήσεων και στην αύξηση της ύφεσης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των τοπικών οικονομιών που σημαίνει κλείσιμο πολλών μικρομεσαίων αλλά και μεγαλύτερων επιχειρήσεων, άρα αύξηση της ανεργίας και τέλος ερήμωση των νησιών.
Πέραν των ανωτέρω, η ταμειακή επιβάρυνση των κατοίκων θα επηρεάσει ακόμη περισσότερο την αρνητική ψυχολογία που ήδη υπάρχει και θα προκαλέσει αντιδράσεις συμπεριφοράς, οι οποίες θα διαβρώσουν επικίνδυνα τη φορολογική βάση, με αποτέλεσμα τα προσδοκώμενα έσοδα να αντισταθμισθούν σε ένα μεγάλο μέρος αυτών από την απώλεια εσόδων λόγω της αυτής διάβρωσης.
Με δεδομένη λοιπόν τη συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ της αυξημένης φορολογίας και της παραβατικής συμπεριφοράς, το αποτέλεσμα θα είναι, αντί για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, η αύξηση του τζίρου της μαύρης οικονομίας και η εκτίναξη στα ύψη της φοροδιαφυγής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια έσοδα.
Ημερησία