Αθήνα, 30
Κοντύτερα από ποτέ έφερε το φάσμα της διάσπασης της Νέας Δημοκρατίας το φιάσκο της περασμένης Κυριακής με τη ματαίωση της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη νέου προέδρου στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μια εβδομάδα περίπου μετά, η ψηφοφορία εξακολουθεί να είναι στον αέρα, αφού τα ελάχιστα στελέχη που απέμειναν στην αποδεκατισμένη από τις παραιτήσεις και τις αποχές Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή (ΚΕΦΕ) δυσκολεύονται να βρουν αξιόπιστη εταιρεία πληροφορικής που να εγγυάται τον ορισμό νέας ημερομηνίας για να στηθούν οι κάλπες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Το ζήτημα, ωστόσο, το οποίο αναδείχθηκε από το βατερλό της 22ας Νοεμβρίου δεν περιορίζεται στις «τεχνικές αστοχίες» μιας εταιρείας, που, όπως φαίνεται, επελέγη με πελατειακά κριτήρια. Και, πάντως, υπερβαίνει τις υποψίες για «δολιοφθορά» και τους βολικούς ισχυρισμούς για «σαμποτάζ» που διατυπώνονται από πολλές πλευρές, δίχως, όμως, να υποδεικνύεται κανείς πιθανός δολιοφθορέας.
Αντιθέτως, κοινή πεποίθηση αποτελεί ότι πίσω από τις προφανείς οργανωτικές αδυναμίες της υπερχρεωμένης Νέας Δημοκρατίας, τις οποίες έφερε στο φως η ματαίωση των εκλογών, υποκρύπτονται οι πολιτικές διαστάσεις του βαθύτατου διχασμού που επικρατεί στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς παράταξης και ο οποίος πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ενώ όλοι -λιγότερο ή περισσότερο- ήξεραν ότι με την προετοιμασία που είχε γίνει ήταν αδύνατον να διεξαχθεί ομαλά η εκλογική διαδικασία, ουδείς -από τον γραμματέα του κόμματος Ανδρέα Παπαμιμίκο, τον μεταβατικό πρόεδρο Βαγγέλη Μεϊμαράκη ή τα επιτελεία των άλλων υποψηφίων που εκπροσωπούνταν στη «διαβόητη» ΚΕΦΕ- έκανε το παραμικρό για να αποτρέψει το φιάσκο της περασμένης Κυριακής, ενώ ήταν σαφές, τουλάχιστον από την προηγούμενη μέρα, ότι το ηλεκτρονικό σύστημα δεν επρόκειτο να λειτουργήσει.
Επειτα από αυτό, οι διακινούμενοι όλο το προηγούμενο διάστημα στα πέριξ της Συγγρού ψίθυροι, σύμφωνα με τους οποίους «η σκληρή αντιπαράθεση για την ηγεσία κυοφορεί το σπέρμα της επικείμενης διάσπασης», άρχισαν πλέον να γίνονται κραυγές, καθώς όλο και περισσότεροι βλέπουν ότι «είναι ζήτημα χρόνου πότε από τα κομμάτια και τα θρύψαλα της Νέας Δημοκρατίας θα αναδειχθούν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί». Ηδη στο παρασκήνιο γίνεται λόγος για επικείμενο διαζύγιο ανάμεσα στη δεξιά πτέρυγα και σε εκείνους που τοποθετούνται στον «μεσαίο χώρο», σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, ο οποίος ακόμη και σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία απέφυγε να τοποθετηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη ο αφορισμός του παραιτηθέντος μεταβατικού προέδρου Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος δίνοντας τη δική του εκδοχή των γεγονότων που οδήγησαν στο φιάσκο επέσεισε τον κίνδυνο της διάλυσης. «Σε μια περίοδο επικίνδυνων διεθνών ανακατατάξεων, είναι σαφές ότι κάποιοι επιδιώκουν την πολυδιάσπαση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τη διάλυση του μοναδικού μεγάλου κόμματος, της Ν.Δ., που αποτελεί την εγγύηση για τη σταθερότητα και την προοπτική της χώρας», υποστήριξε ο κ. Μεϊμαράκης.
Το ρήγμα
Μεϊμαράκη – Σαμαρά
Με τη συγκεκριμένη δήλωσή του ο τέως πρόεδρος πήγε ένα βήμα παραπέρα τη συζήτηση που ο ίδιος άνοιξε για το βαθύ ρήγμα στη σχέση με τον προκάτοχό του στην κομματική ηγεσία Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος του παρέδωσε τη σκυτάλη μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Δεν ήταν μόνο οι υπαινιγμοί που χρησιμοποίησε για τις δουλειές που πήρε από την κυβέρνηση Σαμαρά η εταιρεία που δεν κατάφερε να οργανώσει τις εκλογές, ούτε η επιθετική διάθεση με την οποία αντιμετώπισε τον συνεργάτη του πρώην πρωθυπουργού Νίκο Τσιούτσια, κινούμενος εναντίον του στον διάδρομο της Βουλής. Εκείνο που, πολύ περισσότερο, έκανε αρκετούς να αναρωτηθούν «πού το πάει ο Μεϊμαράκης;» ήταν οι παραινέσεις που απηύθυνε προς όσους ήρθαν στην πορεία στη Νέα Δημοκρατία, καλώντας τους «να δείχνουν σεβασμό σε όσους είναι 41 χρόνια στο κόμμα». Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να είναι κανείς πολύ καχύποπτος για να αντιληφθεί ότι δεν αφορούσαν μόνο τους προερχόμενους από τον ΛΑΟΣ κυρίους Μάκη Βορίδη και Αδωνι Γεωργιάδη, τους οποίους κατονόμασε, αλλά, όπως όλοι κατάλαβαν, τόσο τον έτερο ανθυποψήφιό του Απόστολο Τζιτζικώστα όσο και τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.
Με τον προκάτοχό του, άλλωστε, στην ηγεσία της Συγγρού, ο κ. Μεϊμαράκης έχει να μιλήσει από το βράδυ των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, όταν ο πρώην πρωθυπουργός τού ζήτησε να μη σπεύσει να ανοίξει ζήτημα διαδοχής και εκείνος έκανε το ακριβώς αντίθετο την επομένη. Οι σχέσεις τους επιβαρύνθηκαν από τη στιγμή που πολλά σαμαρικά στελέχη και βουλευτές υποστήριξαν την υποψηφιότητα του κ. Τζιτζικώστα, ενώ από το περιβάλλον του παραιτηθέντος προέδρου εδώ και καιρό υποστηριζόταν ότι «ο μηχανισμός της Συγγρού που είχε αναδειχθεί στα κομματικά αξιώματα την περίοδο Σαμαρά ήταν εχθρικός προς τον πρόεδρο».
Το περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού εκφράζει έκπληξη για τη στάση του κ. Μεϊμαράκη, για τον οποίο σαμαρικοί βουλευτές υποστηρίζουν ότι «συμπεριφέρεται με αχαριστία». Οπως αναφέρουν, «τα δύο πιο σημαντικά αξιώματα που πήρε στη ζωή του ο Βαγγέλης του τα έδωσε ο Σαμαράς. Εκείνος τον έκανε πρόεδρο της Βουλής και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Τι τον έπιασε λοιπόν τώρα και τα βάζει με τον Αντώνη;».
Δύο απόψεις στη Ν.Δ.
Ανεξάρτητα πάντως από τις αφορμές, η διάσταση Μεϊμαράκη – Σαμαρά απέκτησε στην πορεία και ιδεολογικού χαρακτήρα αίτια, που σχετίζονται άμεσα με τη στάση της Νέας Δημοκρατίας έναντι της κυβέρνησης τόσο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου όσο και μετά από αυτές. Είναι γνωστό ότι στελέχη προσκείμενα στον πρώην πρωθυπουργό δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι την τακτική που ακολούθησε ο διάδοχος του κ. Σαμαρά, τόσο όταν είπε «ανεπιφύλακτα “ναι” στο μνημόνιο Τσίπρα» όσο και όταν παραμονές των εκλογών άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ και «επέμεινε να… προσκληθεί στην Κουμουνδούρου για καφέ».
Σε όσους επικρίνουν τη στάση του παραιτηθέντος αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν πέρασε απαρατήρητο ότι κατά τη μεταμεσονύκτια τηλεοπτική αντιπαράθεση που είχε με τον κ. Γεωργιάδη (την περασμένη Δευτέρα στο STAR) ο κ. Μεϊμαράκης μίλησε «ανοικτά και δημόσια για τις δύο απόψεις που συνυπάρχουν στη Νέα Δημοκρατία», υποστηρίζοντας ότι η δεξιά πτέρυγα είναι μειοψηφική. Θύμισε, μάλιστα -με νόημα, κατά πολλούς- ότι η αποχώρηση του κ. Κωστή Στεφανόπουλου το 1985 δεν εμπόδισε τη Νέα Δημοκρατία του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να φτάσει στο 48%. Τασσόμενος, εξάλλου, υπέρ της συνεννόησης με την κυβέρνηση, ο κατά τα άλλα εκρηκτικός πολιτικός που λίγες ώρες αργότερα παρέδωσε τη σκυτάλη του μεταβατικού προέδρου στον γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Γιάννη Πλακιωτάκη σχεδόν προανήγγειλε την πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα που εκδηλώθηκε τέσσερις μέρες αργότερα με την πρόσκληση για σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών.
«Εμείς είμαστε ένα σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα και δεν μπορεί να παρασυρόμαστε από ακρότητες και λαϊκισμούς», είπε στην ίδια εκπομπή. «Αν ο κ. Τσίπρας λογικευτεί, δεν θα τον στηρίξουμε;», διερωτήθηκε εξηγώντας ότι αυτό μπορεί να συμβεί «αν δούμε διαρθρωτικές αλλαγές ή αποκρατικοποιήσεις». Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κ. Μεϊμαράκης ήταν ο μόνος από τους τέσσερις υποψήφιους αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας που δεν πήρε θέση όταν δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις για τη σύσκεψη των αρχηγών, αρκετοί στη Νέα Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι «η διάθεση για συνεννόηση ή μη με την κυβέρνηση συνιστά πλέον το κυρίαρχο στοιχείο από το οποίο θα εξαρτηθεί η διασφάλιση της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας μέσα σε ένα απολύτως ασταθές πολιτικό περιβάλλον.
Οι ισορροπίες του
Γ. Πλακιωτάκη
Δεν πέρασε, εξάλλου, απαρατήρητη η ισορροπιστική τακτική που προσπάθησε να τηρήσει ο νέος μεταβατικός πρόεδρος, ο οποίος προτού λάβει την απόφαση για το αν έπρεπε να συμμετάσχει στη σύσκεψη ζήτησε τη συμβουλή των τριών πρώην πρωθυπουργών Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, όπως και των υποψήφιων αρχηγών, οι οποίοι -με εξαίρεση τον κ. Μεϊμαράκη που δεν πήρε δημόσια θέση- εξέφρασαν την έντονη δυσφορία για τον χρόνο εκδήλωσης της πρωθυπουργικής πρωτοβουλίας.
Εκανε, μάλιστα, αίσθηση η έντονη αντίδραση του υποψήφιου προέδρου Κυριάκου Μητσοτάκη. «Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι προεκλογικές βαρύγδουπες δηλώσεις του πρωθυπουργού “ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν”», ανέφερε και πρόσθεσε: «Αν ο κ. Τσίπρας ψάχνει συνενόχους στη διάλυση του Ασφαλιστικού, να ψάξει αλλού. Αν ψάχνει συνεννόηση για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, τότε βεβαίως είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε. Σε αυτά τα ζητήματα δεν χωρούν χωριστές κομματικές γραμμές». Για «προσπάθεια του κ. Τσίπρα να δημιουργήσει εσωτερικά προβλήματα στη Ν.Δ. και όχι να βρει συναίνεση για τη χώρα» έκανε λόγο ο κ. Γεωργιάδης, ενώ ο κ. Τζιτζικώστας μίλησε για «προσχηματική» και «πολιτικά ύποπτη» πρωτοβουλία. Και οι τρεις τους συμφώνησαν ότι ο κ. Πλακιωτάκης δεν διαθέτει την πολιτική νομιμοποίηση για να δεσμεύσει τη Νέα Δημοκρατία και πρότειναν να συγκληθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα για να καθορίσει τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αγώνας δρόμου
από την ΚΕΦΕ
Κι ενώ καλά κρατεί το blame game για τους υπεύθυνους του φιάσκου με το ηλεκτρονικό μπλακ άουτ της περασμένης Κυριακής, τίποτε δεν εγγυάται ότι θα αντιμετωπιστούν εγκαίρως τα προβλήματα έτσι ώστε μέσα στα ασφυκτικά περιθώρια που υπάρχουν μέχρι τις γιορτές να προλάβει να εκλεγεί ο νέος πρόεδρος πριν από την αλλαγή του χρόνου.
Από τις συνεδριάσεις της ΚΕΦΕ απέχουν αρκετά μέλη της, ενώ, μετά την εγκατάλειψη της προεδρίας της από τον γραμματέα της Πολιτικής Επιτροπής Ανδρέα Παπαμιμίκο, ούτε ο αρχαιότερος βουλευτής Γιάννης Τραγάκης απεδέχθη να ασκήσει αυτόν τον ρόλο, δημιουργώντας πολλές απορίες για το αν οι επείγουσες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν θα έχουν την απαραίτητη θεσμική και πολιτική νομιμοποίηση.
Για να μη μείνει, πάντως, ακέφαλη η Ν.Δ. επί μακρόν θα πρέπει η πρώτη ψηφοφορία να γίνει στις 13 Δεκεμβρίου, για να μπορεί, εφόσον δεν συγκεντρώσει κανείς το 50%, να διεξαχθεί η επαναληπτική ψηφοφορία στις 20 του μηνός. Στα ασφυκτικά αυτά περιθώρια, όμως, των δύο εβδομάδων, παρόλο που έχουν πλέον ξεκινήσει συζητήσεις με σοβαρές εταιρείες, είναι αρκετοί αυτοί που αμφιβάλλουν αν θα γίνει κατορθωτή η ομαλή διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας. Το μεγάλο ζήτημα, άλλωστε, είναι οι υποψίες για την παραβίαση του αδιάβλητου με την αποτροπή των διπλοψηφιών, που επιτάθηκε περισσότερο μετά τις αλληλοκατηγορίες για την επιλογή της InfoSolutions και τις απόψεις για το ποιος επωφελήθηκε από το φιάσκο.
Ο κ. Μεϊμαράκης, ο οποίος συγκέντρωσε τα πυρά των ανθυποψηφίων του, αν και παραιτήθηκε με 24 ώρες καθυστέρηση, πέρασε στην αντεπίθεση απορρίπτοντας τις αιτιάσεις που του προσήψαν. Ο ίδιος, περιγράφοντας τα γεγονότα από τη δική του σκοπιά, επέμεινε ότι δεν του είχε επιτραπεί η εμπλοκή στην οργάνωση των εκλογών επειδή οι συνυποψήφιοί του επέμειναν ότι εκ του καταστατικού του κόμματος η αποκλειστική ευθύνη ανήκε στην ΚΕΦΕ. Η τελευταία όμως, που απαρτιζόταν κυρίως από στελέχη που είχαν αναδειχθεί επί προεδρίας Σαμαρά, δεν έλαβε υπ’ όψιν τις προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει όταν είχε παρέμβει παλαιότερα σε συνεδρίασή της, εκτοξεύοντας μάλιστα βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον τόσο του γραμματέα Ανδρέα Παπαμιμίκου όσο και του γενικού διευθυντή Κώστα Τσιμάρα.
«Το Σάββατο πριν από τις εκλογές δυστυχώς οι φόβοι που είχα εκφράσει επιβεβαιώθηκαν», υποστηρίζει ο κ. Μεϊμαράκης. Κατά την περιγραφή του, τα tablets μέσω των οποίων θα γινόταν η διοχέτευση των στοιχείων των ψηφοφόρων στην κεντρική βάση δεδομένων εστάλησαν αργά στα εκλογικά κέντρα χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό. Επίσης, δεν εστάλησαν εγκαίρως ούτε οι κωδικοί για να ανοίξει το σύστημα, ενώ δεν εκπαιδεύτηκαν οι χειριστές και δεν έγινε δοκιμαστική πρόβα, όπως είχε συμβατικά την υποχρέωση να κάνει η εταιρεία, η οποία επίσης δεν βασίστηκε στη σωστή τεχνολογική μέθοδο για να ανοίξει και να λειτουργήσει το σύστημα.
Η «σουρεαλιστική
εμφάνιση»
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, πάντως, είναι αμείλικτα, καθώς μετά από όλα αυτά κανείς δεν ζήτησε εγκαίρως την αναβολή της ψηφοφορίας. «Από τα ξημερώματα της Κυριακής και κάθε μία ώρα μέχρι τη στιγμή που αποφασίστηκε η αναβολή της διαδικασίας, η εταιρεία ζητούσε παράταση μιας ώρας», αναφέρει ο κ. Μεϊμαράκης μεταφέροντας την ευθύνη στην ΚΕΦΕ που «ήταν σε διαρκή συνεδρίαση». Παριστάμενοι στη συνεδρίαση μιλούν για «σουρεαλιστική εμφάνιση» του υπεύθυνου της InfoSolutions και αναρωτιούνται πώς και μόνο από αυτή την εικόνα που εξέπεμπε δεν αντελήφθησαν όσοι του είχαν αναθέσει τη δουλειά ότι ήταν αδύνατο να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα.
Κατά γενική ομολογία, η απόφαση για αναβολή της ψηφοφορίας αλλάζει τους συσχετισμούς που είχαν διαμορφωθεί κατά τη δίμηνη προεκλογική περίοδο. Δύσκολα, ωστόσο, μπορεί να προδικάσει κανείς προς τα πού θα στραφεί η οργή και η αγανάκτηση που εξέφραζαν οι χιλιάδες Νεοδημοκράτες που πήγαν πρωί-πρωί στα εκλογικά κέντρα και έφυγαν άπραγοι.
Κάποιες πρώτες εκτιμήσεις «γαλάζιων» στελεχών θέλουν η παράδοση της προεδρίας από τον κ. Μεϊμαράκη να προκλήθηκε επειδή στο επιτελείο του αντιλήφθηκαν ότι μπορούσε να του χρεωθεί το φιάσκο, όπως επεδίωκαν οι αντίπαλοί του. Από την άλλη, οι ανθυποψήφιοί του ευελπιστούν ότι με την ψυχραιμία που επέδειξαν θα επιβραβευτούν από τους Νεοδημοκράτες και για τον λόγο ότι σε αντίθεση με τον κ. Μεϊμαράκη ζητούν να εκλεγούν για να αλλάξουν ριζικά τη Νέα Δημοκρατία.