Τέσσερις δεκαετίες συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη διάγνωση ασθενούς με AIDS στην Ελλάδα και, παρά το γεγονός ότι πλέον οι νέες μολύνσεις από τον ιό HIV που προκαλεί τη νόσο παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, η χώρα μας έχει να διανύσει ακόμη πολύ δρόμο ώστε να εξαλείψει τον εν λόγω ιό, αλλά και να αποβάλει τον στιγματισμό των ατόμων που ζουν με αυτόν.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα AIDS, ο ΕΟΔΥ δημοσίευσε τα πλέον πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα για τις λοιμώξεις με HIV. Ενα ανησυχητικό θέμα που προκύπτει από τα πρόδρομα αποτελέσματα για το πρώτο 10μηνο του 2023 είναι ότι είχαμε 531 νέες διαγνώσεις HIV (5,1 ανά 100.000 πληθυσμού), οι οποίες κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με εκείνες που δηλώθηκαν τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα των 4 προηγούμενων ετών (4,3-4,8 ανά 100.000 πληθυσμού).
39 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με τον ιό
Πριν από δύο δεκαετίες η παγκόσμια πανδημία του AIDS φαινόταν ασταμάτητη. Τα τελευταία όμως δεδομένα από τη UNAIDS δείχνουν ότι η πανδημία του AIDS μπορεί να τερματιστεί εάν ακολουθηθούν πολιτικές με γνώμονα την επιστήμη, την καταπολέμηση του στίγματος και των διακρίσεων, την υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών και τη σημαντική οικονομική επένδυση στην αντιμετώπιση του AIDS.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, έως το τέλος του 2022 παγκοσμίως 39 εκατομμύρια (33,1-45,7 εκατομμύρια) άνθρωποι ζούσαν με HIV, εκ των οποίων 29,8 εκατομμύρια (76,4%) λάμβαναν αντιρετροϊκή θεραπεία. Σε περίπου 71% των ατόμων που ζουν με HIV έχει επιτευχθεί καταστολή του ιικού φορτίου, γεγονός που επιτρέπει στα άτομα αυτά να ζήσουν μια μακρά, υγιή ζωή και να έχουν μηδενικό κίνδυνο σεξουαλικής μετάδοσης του HIV.
Οι εκτιμώμενες 1,3 εκατομμύρια (1,0–1,7 εκατομμύρια) νέες μολύνσεις HIV το 2022 ήταν οι λιγότερες των τελευταίων δεκαετιών. Παράλληλα, επιτεύχθηκε μείωση κατά 58% του ετήσιου αριθμού νέων μολύνσεων στα παιδιά, σε 130.000 (90.000–210.000). Παρ’ όλα αυτά 630.000 άνθρωποι πέθαναν από νοσήματα που σχετίζονται με το AIDS το 2022.
Με καθυστέρηση οι διαγνώσεις στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, από τα δεδομένα του ΕΟΔΥ, από την εμφάνιση της νόσου έως σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 20.493 περιστατικά, με κυριότερο τρόπο μετάδοσης την απροφύλακτη σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών. Σημαντικό πρόβλημα παραμένει η πολύ καθυστερημένη διάγνωση (σε περισσότερους από τους μισούς Ελληνες που μολύνθηκαν), και μάλιστα το 10,6% άτομα που διαγνώστηκαν πέρυσι είχαν ήδη εμφανίσει ή ανέπτυξαν προχωρημένη νόσο AIDS.
Τα υψηλότερα ποσοστά καθυστερημένης διάγνωσης καταγράφηκαν στις γυναίκες (72,6%), στα άτομα που μολύνθηκαν μέσω ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικής επαφής (74,4%), στα άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών κατά τη διάγνωση (68%) και στα άτομα αλλοδαπής εθνικότητας (67,9%). Το 48,1% των περιστατικών HIV που διαγνώστηκαν το 2022 ξεκίνησε αντιρετροϊκή θεραπεία εντός 30 ημερών από τη στιγμή της διάγνωσης, ενώ το 70,1% άρχισε να λαμβάνει αγωγή μέσα σε 90 ημέρες από τη διάγνωση.
Από τα σημαντικά γεγονότα αυτής της χρονιάς θα πρέπει να επισημανθούν η έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Μητρώου HIV και η ηλεκτρονική συνταγογράφηση αντιρετροϊκών φαρμάκων και παραπεμπτικών ιικού φορτίου, καθώς και η πρόσφατη έκδοση του ΦΕΚ για την υλοποίηση της χορήγησης PrEP στην Ελλάδα.
AIDS: Η επιστήμη προχώρησε, η κοινωνία έμεινε πίσω
Σε ισχύ η προφυλακτική αγωγή
Ειδική αναφορά αξίζει στη θεσμοθέτηση της χορήγησης προφυλακτικής αγωγής (PrEP) για τα άτομα που βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο κινδύνου για τη μόλυνση από HIV. Η σχετική εφαρμοστική Κοινή Υπουργική Απόφαση δημοσιεύτηκε πριν από μία εβδομάδα και πλέον και στη χώρα μας αναμένεται η διάθεση της θεραπεία αυτής. Να αναφέρουμε ακόμη ότι η συγκεκριμένη διαδικασία είχε προαναγγελθεί ακριβώς πριν από ένα χρόνο από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας.
Σύμφωνα με τη μελέτη «Βέλτιστη χρήση PrEP για μείωση της HIV επίπτωσης κατά 90% το 2030 στους άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες», η οποία θα παρουσιαστεί στο 35ο Πανελλήνιο Συνέδριο AIDS, παρά το γεγονός ότι η διαχείριση της HIV λοίμωξης στον εν λόγω πληθυσμό είναι πολύ καλή (η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων με HIV έχει διαγνωστεί, έχει μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο και σε σχετικά μικρό χρόνο από τη μόλυνση μέχρι τη διάγνωση), οι νέες HIV μολύνσεις μειώνονται με αργό ρυθμό. Η μελέτη εκτίμησε ότι αν συνεχιστεί η ίδια διαχείριση της νόσου, το 2030 οι νέες μολύνσεις αναμένεται να είναι μειωμένες κατά μόνο 32% συγκριτικά με το 2010. Ο στόχος του UNAIDS (Κοινό Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον HIV) για να τερματιστεί το AIDS ως παγκόσμια υγειονομική απειλή μέχρι το 2030, είναι να μειωθούν οι νέες μολύνσεις HIV κατά 90% το έτος αυτό σε σχέση με το 2010.
Οι συγγράφεις* υπογράμμισαν ότι για να επιτευχθεί η κατά 90% μείωση στις νέες HIV μολύνσεις το 2030, θα πρέπει να υλοποιηθούν σημαντικές πρόσθετες παρεμβάσεις πρόληψης, όπως η προφύλαξη πριν από την έκθεση (PrEP). H PrEP αποτελεί αγωγή αντιρετροϊκών φαρμάκων, με χάπια ή ενέσιμη, που λαμβάνεται από ανθρώπους που δεν έχουν μολυνθεί από τον HIV, είτε καθημερινά ή πριν και μετά από κάποια σεξουαλική επαφή, και παρέχει –για όσο διαρκεί η λήψη της– προστασία απέναντι στον ιό (H PrEP, εφόσον υπάρχει σωστή χρήση, δύναται να μειώσει την πιθανότητα μόλυνσης κατά 85-95%). Στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι εάν δοθεί PrEP σε ΑΣΑ με υψηλό ή μέτριο κίνδυνο έκθεσης στον HIV (σταδιακά σε περίπου 50.000 ΑΣΑ μέχρι το 2030), αναμένεται να αποφευχθούν 1.070 νέες HIV μολύνσεις μέχρι το 2030, σε σχέση με τη μη χρήση της PrEP (Εικόνα).
Με την παραπάνω στρατηγική, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει τον –για τη δημόσια υγεία– πολύ σημαντικό στόχο του τερματισμού του AIDS ως υγειονομικής απειλής. Επιπλέον, η μελέτη υπολόγισε ότι το παραπάνω σενάριο είναι οικονομικά ιδιαίτερα αποδοτικό, καθώς το κόστος ανά μόλυνση που αποτρέπεται ανέρχεται στις 35.000 ευρώ (για την ύπαρξη τάξης μεγέθους, το ετήσιο κόστος της αντιρετροϊκής αγωγής για έναν οροθετικό ασθενή υπολογίζεται στις 7.000-8.000 ευρώ, με τη διάρκειά της να είναι ευ φόρου ζωής).
*Η μελέτη εκπονήθηκε από τους/τις:
Γκούντας Ηλίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κύπρου
Τουλούμη Παναγιώτα, Καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας, Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ψυχογιού Μίνα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμώξεων, ΓΝΑ «Λαϊκό», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Νικολόπουλος Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κύπρου