Οι σύγχρονες εξελίξεις, μεταξύ των άλλων, του υψηλού επιπέδου της ανεργίας, της συρρίκνωσης της απασχόλησης και της γήρανσης του πληθυσμού (μείωση του ποσοστού γονιμότητας και αύξηση του προσδόκιμου ζωής), στέρησαν και στερούν από το σύστημα κοινωνικής προστασίας σημαντικούς πόρους, που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζουν αρνητικά τη βιωσιμότητα και την κοινωνική του αποτελεσματικότητα.
Επίσης, οι εξελίξεις αυτές συνοδεύτηκαν από τη σταδιακή και σοβαρή συρρίκνωση των συνταξιοδοτικών παροχών την περίοδο 1990 – 2015 στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς να οδηγήσουν, όπως και στην Ελλάδα, στη θωράκιση της οικονομικής κατάστασης των συνταξιοδοτικών συστημάτων, εν όψει μάλιστα της επερχόμενης μετά το 2008 χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποίησε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ότι «η προοπτική της γήρανσης του πληθυσμού (…) συνιστά σημαντικότατη πρόκληση για την εξασφάλιση της επάρκειας και της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Η γήρανση του πληθυσμού θα συντελεσθεί σε τέτοια κλίμακα που, εάν υπάρξουν οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, υπάρχει ο κίνδυνος υπονόμευσης (….) της σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Ομως, οι ανησυχίες αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στα συνταξιοδοτικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ερμηνεύτηκαν ουσιαστικά ως θεμελιώδης αιτία των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών ταμείων στην Ευρώπη.
Ετσι, η μονομερής αυτή προσέγγιση της γήρανσης του πληθυσμού είχε και έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των συντάξεων και την προώθηση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών σχημάτων.
Στην κατεύθυνση αυτή, χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί, μεταξύ των άλλων, το γερμανικό συνταξιοδοτικό σύστημα, όπου με τις συντελούμενες κοινωνικοασφαλιστικές παρεμβάσεις αποδεικνύεται από τη σχετική αναλογιστική μελέτη ότι στο παρόν και το μέλλον οι επιπτώσεις του δημογραφικού ελλείμματος θα καλύπτονται από τη σταδιακή αύξηση των εισφορών και τη σταδιακή μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών.
Αντίθετα, η εναλλακτική επιλογή προϋποθέτει τη διαμόρφωση μιας δυναμικής και μακράς πνοής δημογραφικής πολιτικής, ικανής να χρηματοδοτήσει και να θωρακίσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με νέους πόρους που θα προέρχονται από τις αναπτυξιακές αποδόσεις της γερμανικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι κατευθύνσεις των κρατών-μελών κατά την περίοδο 1990-2015 στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης επικεντρώνονται, μεταξύ των άλλων, στη μεταβίβαση σημαντικών βαρών στις νέες γενεές και στην εξατομικευμένη μετάθεση της χρηματοδότησης περισσότερων ασφαλιστικών κινδύνων στους ασφαλισμένους.
Κατά συνέπεια, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, οι ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την γήρανση του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα πραγματικό και ανησυχητικό πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ενωση, εντούτοις παρουσιάστηκαν στα κράτη-μέλη ως απλή διαπίστωση (χωρίς στρατηγική και πόρους αντιμετώπισής του) ενός οικονομικού και κοινωνικού ζητήματος, προκειμένου, κυρίως, να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά οι ασκούμενες κοινωνικοασφαλιστικές πολιτικές, οι οποίες είχαν και έχουν ως κεντρικό στόχο τη σταδιακή συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης.
Κεντρικό στόχο αυτού του προσανατολισμού των κρατών-μελών αποτελεί η ανταπόκρισή τους στις δεσμεύσεις ευθυγράμμισης και προσαρμογής στις κατευθύνσεις του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στις συνθήκες αυτές των περιοριστικών κοινωνικοασφαλιστικών πολιτικών κατά την περίοδο 1990-2015 αναδεικνύεται, μεταξύ των άλλων, στα συνταξιοδοτικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης η απειλή της φτώχειας των σημερινών και των μελλοντικών συνταξιούχων.
Στην κατεύθυνση αυτή, το σοβαρότερο και μεγαλύτερο πρόβλημα, σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως και στην Ελλάδα (εκτός του Λουξεμβούργου και της Ελβετίας και Ν. Ζηλανδίας εκτός Ε.Ε.) αποτελεί η απόλυτη σύνδεση του ποσού της σύνταξης με το εισόδημα ολόκληρου του εργασιακού και ασφαλιστικού βίου, γεγονός που δεν παρέχει καμία δυνατότητα αναδιανομής σε όφελος των ανέργων, των ευέλικτα απασχολουμένων και των κοινωνικά αποκλεισμένων.
Ετσι, οι εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα, με αρκετά χρόνια ανεργίας, εποχιακής απασχόλησης και ευελιξίας της εργασίας, που αποτελούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τον κανόνα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, θα βρεθούν ως συνταξιούχοι με δικαιούμενο ποσό σύνταξης κάτω από το όριο της φτώχειας (Ελλάδα – 655 ευρώ τον μήνα, 2015) της χώρας τους.
Ομως, σε ορισμένες χώρες (Ολλανδία, Δανία, Ελλάδα, Ελβετία) όπου εφαρμόζεται η βασική σύνταξη, αποδεικνύεται ότι αποτρέπεται, ώς έναν βαθμό, η απειλή της φτώχειας των συνταξιούχων, επειδή πρόκειται για το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια και ανεξάρτητα από τα εισοδήματα του εργασιακού βίου. Αντίθετα, στα συνταξιοδοτικά συστήματα που εμπεριέχουν ιδιωτικά σχήματα (π.χ. Αγγλία) οι συνταξιούχοι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην απειλή της φτώχειας.
Με τα δεδομένα αυτά της απειλής της φτωχοποίησης των συνταξιούχων, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, τα περισσότερα κράτη-μέλη καταφεύγουν, ανεπιτυχώς, στη μετανάστευση, τη μείωση των συντάξεων και τη σταδιακή αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, με την αυξητική σύνδεσή του με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, χωρίς να αποτρέπεται η προοπτική φτωχοποίησης του συνταξιοδοτημένου πληθυσμού.
Αντίθετα, είναι φανερό ότι η απειλή της φτώχειας των συνταξιούχων στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι δυνατόν να αποτραπεί κατά αποτελεσματικό τρόπο με την άμεση υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής που θα στοχεύει στην ανανέωση του πληθυσμού, την αύξηση του αριθμού των οικονομικά ενεργών, καθώς και του αριθμού των απασχολουμένων σε σχέση με τον αριθμό των συνταξιούχων.
Πράγματι, από την άποψη αυτή, όπως έχει αποδειχθεί από την επιστημονική έρευνα στην Ευρώπη, η μετανάστευση αδυνατεί να επιλύσει το δημογραφικό έλλειμμα, το οποίο όμως, ώς έναν βαθμό, αμβλύνει και μετατοπίζει χρονικά την οξύτητα και την κρισιμότητά του.
efsyn.gr