Οι παλαιότεροι έλεγαν πως πριν από τις μεγάλες πολιτικές μάχες έπρεπε να κάνεις μία βόλτα στα καφενεία, που τότε χωρίζονταν ακόμα σε «πράσινα» και «μπλε», για να πάρεις πολιτικό «κλίμα». Αυτές οι εκτιμήσεις, αναφέρει ο ίδιος αστικός μύθος, σπάνια έπεφταν έξω. Τα κόμματα πάντα ήθελαν να έχουν τους δικούς τους ανθρώπους σε κάθε καφενείο, τους λεγόμενους κομματάρχες, που θα λειτουργούσαν σαν «ντουντούκες» και πολλαπλασιαστές κάποιου «πολιτικού» μηνύματος με στόχο να πείσουν συμπολίτες τους και τελικά να «μαζέψουν» κόσμο για λογαριασμό του υποψηφίου ή του κόμματος.
Στη σημερινή εποχή τα παραδοσιακά καφενεία έχουν αποκτήσει μία άλλη μορφή αρκετά όμως διαφορετική, πιο απρόσωπη και κάποιες φορές «σκοτεινή». Τη διαδικτυακή. Κάποια χαρακτηριστικά είναι ομολογουμένως κοινά: o καθένας ελεύθερα μπορεί να πει τη γνώμη του, να την υποστηρίξει με πάθος, αυτό είναι άλλωστε ένα χαρακτηριστικό, δεν έλειψε ποτέ από την ελληνική ταυτότητα, και –γιατί όχι;– να τσακωθεί. Σε μία αντιπαραβολή, θα μπορούσαμε να πούμε πως σημερινά «προφίλ» είναι οι σημερινοί «κομματάρχες», εκείνοι που λειτουργούν ως πομποί κάποιου μηνύματος, διαμορφώνοντας πολιτική άποψη, θέτοντας ακόμα και πολιτικές ατζέντες.
Σε αυτά τα καφενεία όμως υπάρχει και μία πλευρά που δεν είναι καθόλου αθώα: πολλές φορές δεν ξέρεις ποιος κρύβεται πίσω από το πληκτρολόγιο, δημιουργώντας ερωτήματα για το πού τελειώνει η λεπτή γραμμή μεταξύ της έμφυτης ροπής που έχουν οι Ελληνες για την έντονη, αλλά αγνή, πολιτική αντιπαράθεση, με τον κόσμο των trolls, που τελικά πληρώνεται για να διοχετεύει τοξικότητα που δηλητηριάζει την ελληνική κοινωνία.
Διαδικτυακοί «στρατοί»
Δεν είναι μυστικό πως τα κόμματα τα τελευταία χρόνια δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην επικράτησή τους στην «αρένα» των social media. Η λέξη αρένα δεν είναι τυχαία. Στον αχανή και απρόσωπο κόσμο του Διαδικτύου, πολλά λειτουργούν με όρους ζούγκλας. Το ρεπορτάζ επιδιώκει να φωτίσει σκοτεινές πλευρές και να απαντήσει στο ερώτημα πώς λειτουργούν τελικά αυτές οι σύγχρονες αρένες. Μιλήσαμε με έναν από τους νέους που επιχειρούν μέσω των social media να «φτιάξουν» περιεχόμενο και πολιτική ατζέντα για λογαριασμό κομμάτων. Είναι ο Χρήστος. Δέχθηκε να μας μιλήσει, κρατώντας φυσικά την ανωνυμία του, αν και σήμερα δεν δουλεύει σαν «πληρωμένο τρολ».
Παλαιότερα δούλευε για λογαριασμό ενός κόμματος, χωρίς όμως ο ίδιος να ταυτίζεται με όσα πρεσβεύει ιδεολογικά το κόμμα. «Είναι απλώς μια δουλειά», λέει. Ο Χρήστος περνούσε πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή, ως επικεφαλής μιας ομάδας που έδινε καθημερινά τη μάχη του Διαδικτύου «όχι με πολιτικούς όρους», όπως παραδέχεται κυνικά. Δουλειά του Χρήστου ήταν μέσω της ομάδας του να δημιουργεί διαδικτυακούς «πομπούς», δηλαδή ψεύτικα προφίλ, που θα μετέδιδαν το μήνυμα που ήθελε να περάσει το κόμμα. Η δουλειά είναι επαγγελματική. Ο επικεφαλής της ομάδας χειριζόταν μέσω μιας ειδικής πλατφόρμας ταυτόχρονα δεκάδες ψεύτικα προφίλ που είναι το μέσο για να επιτευχθεί ο στόχος.
Εξηγώντας μας τα βήματα, αναφέρει: «Βασικό κομμάτι της δουλειάς είναι να δημιουργήσουμε πολλά ψεύτικα προφίλ κυρίως στο Twitter, τα οποία πρέπει να φαίνονται ότι εκπροσωπούν υπαρκτά πρόσωπα που ζουν μία «κανονική ζωή». Αποκτούν διαδικτυακούς φίλους, εκφράζουν γνώμη, «κοινωνικοποιούνται» στο Διαδίκτυο». Τα προφίλ αναλαμβάνουν δράση όποτε κρίνεται σκόπιμο. Βασικό βήμα είναι να πάρουν μία φράση-κλειδί (hashtag) που περιέχει πολιτικό μήνυμα και να την αναπαραγάγουν στο Twitter με στόχο να ανέβει ψηλά στη λίστα με τα δημοφιλέστερα θέματα, τη λεγόμενη trending-list. Πώς γίνεται αυτό; Επί παραδείγματι, αν ένα κόμμα θέλει να κατηγορήσει το άλλο για κάποιο σκάνδαλο, φτιάχνει το ανάλογο hashtag και τα ψεύτικα προφίλ αναρτώντας πολλά tweets με αυτό το μήνυμα σπρώχνουν το εν λόγω μήνυμα ψηλά στη λίστα με τα πιο δημοφιλή. Οι ψεύτικοι λογαριασμοί αποτελούν την κινητήριο δύναμη που θα δώσει την αρχική ώθηση σε ένα hashtag να «ταξιδεύει» στα social media.
Ο Χρήστος μάς εξηγεί πως το πιο συνηθισμένο είναι ο στόχος να επιτευχθεί, καθώς στο «παιχνίδι» μπαίνει και ο κομματικός στρατός που αποτελείται από αληθινά πρόσωπα που είτε εν γνώσει τους είτε εν αγνοία τους λόγω υποστήριξης σε κάποιο κόμμα αναπαράγουν το μήνυμα. Οσο πιο ψηλά πάει στη λίστα με τα δημοφιλή τόσο περισσότερο επιτυγχάνεται ο στόχος.
Αντίστοιχα, το Facebook δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο και οι κομματικοί στρατοί αναπροσαρμόζουν την τακτική τους. Λόγω πιο αυστηρής πολιτικής στον εντοπισμό ψεύτικων προφίλ, εκεί αναλαμβάνουν δράση κυρίως αληθινά πρόσωπα που ανήκουν στον «διαδικτυακό στρατό» κάποιου κόμματος ή υποψηφίου. Τα προφίλ που επιλέγονται έχουν «δύναμη», δηλαδή μεγάλο κοινό, και κάθε κοινοποίησή τους συνοδεύεται από πολλά likes και κοινοποιήσεις. Κατόπιν συνεννόησης με τον επικεφαλής της ομάδας, αναλαμβάνουν να αναπαραγάγουν μηνύματα που είτε χτυπάνε τον αντίπαλο είτε επιδοκιμάζουν πολιτικά πρόσωπα που ανήκουν στο κόμμα, λειτουργώντας ως «διαδικτυακοί κομματάρχες». Πολλά τέτοια πρόσωπα-κλειδιά αναλαμβάνουν και τη βρώμικη δουλειά να σχολιάζουν σε αναρτήσεις «αντιπάλων», μπλέκοντας ακόμη διαδικτυακούς καβγάδες. Βάσει του αλγόριθμου του Facebook, κάποια ανάρτηση με πολλά likes ή σχόλια εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στις αρχικές σελίδες των χρηστών, με αποτέλεσμα εκείνος που σχολιάζει στήνοντας έναν διαδικτυακό καβγά να πετυχαίνει να θολώσει το μήνυμα, το οποίο εν τω μεταξύ εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στους υπόλοιπους χρήστες.
Ο στόχος
Ο στόχος όλων των παραπάνω είναι να επιτευχθεί το «κλίμα» και να τεθεί η πολυπόθητη πολιτική ατζέντα της ημέρας. Το «κλίμα» στα social media αποτελεί στόχο για κάθε κόμμα που θέλει να κερδίζει μικρές καθημερινές μάχες και να χτίζει πάνω σε αυτές. Χαρακτηριστικό άλλωστε της δύναμης που έχουν πλέον τα social media είναι πως από τη λίστα που αποτυπώνει τα δημοφιλέστερα hashtag στο Twitter «ενημερώνονται» πολύ συχνά και δημοσιογράφοι, μεταφέροντας συχνά τον «παλμό» των «σύγχρονων καφενείων» ακόμη και στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Η αθέατη αυτή διαδικτυακή μάχη έχει πάρει πλέον επαγγελματική μορφή για όλα σχεδόν τα κόμματα, που απασχολούν πολυπληθείς ομάδες αποτελούμενες από νεαρόκοσμο που αναλαμβάνει να κάνει αυτήν τη δουλειά. Οι κίνδυνοι, προφανείς. Μία γεύση την έχουμε πάρει ήδη, καθώς οι μεγάλες κοινωνικές διαμαρτυρίες της εποχής των αγανακτισμένων, που δημιούργησαν πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας και φούντωσαν τον λαϊκισμό, ξεκίνησαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ουκ ολίγες φορές στον βωμό της ατάκας σκοτώνουν τη λογική, τον διάλογο, την τεκμηρίωση και τελικά την ίδια την πολιτική, προωθώντας τον διχασμό και τη συνωμοσιολογία, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα για το πού μπορεί αυτό το πολιτικό μίσος να καταλήξει.
Καθημερινή