Παγίδα στην οποία δεν πρέπει να πέσουµε ή µήπως σωσίβιο εν µέσω ελληνοτουρκικής φουρτούνας και εν δυνάµει διέξοδος; Η επιλογή της προσφυγής στη Χάγη έχει, υπό αντικρουόµενες οπτικές γωνίες, επιστρέψει ως αντικείµενο διαβούλευσης στην ελληνική δηµόσια σφαίρα, γεννώντας προσδοκίες αλλά και φόβους. Πρώην υπουργοί Εξωτερικών (Ευάγγελος Βενιζέλος, Ντόρα Μπακογιάννη, Νίκος Κοτζιάς) και ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχουν πάρει επί της αρχής θέση υπέρ µιας από κοινού µε την Τουρκία (διότι κατά µόνας δεν θα είχε νόηµα) προσφυγής στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, µε την κυβέρνηση της Ν∆ επίσης να καλωσορίζει µια τέτοια προοπτική, όπως προκύπτει µέσα από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Νίκου ∆ένδια.
Μέσα σε αυτό το κλίµα κάποιοι θα έσπευδαν να ερµηνεύσουν και την τοποθέτηση «βρείτε τα» του Αµερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραµπ προς τον Ερντογάν ως µια έξωθεν ώθηση προς την επιλογή της Χάγης, µια επιλογή µε την οποία φαίνεται πλέον να «φλερτάρει» επικοινωνιακά και η Αγκυρα µέσα από δηλώσεις του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου αλλά και του πρέσβη της Τουρκίας στην Ελλάδα Μπουράκ Οζούγκεργκιν. Με τη διαφορά, βέβαια, ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές, όπως θέλει να τις αντιλαµβάνεται η Αγκυρα, αγκαλιάζουν και άλλα θέµατα πέραν της υφαλοκρηπίδας (γκρίζες ζώνες, χωρικά ύδατα, αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών κ.ά.), θέµατα τα οποία για την Αθήνα δεν αποτελούν ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά µονοµερείς τουρκικές διεκδικήσεις.
∆εν µπορούµε να σταµατήσουµε να λέµε «πάµε στη Χάγη»
Κάνουµε καλά όµως που συζητούµε για τη Χάγη; Συντρέχουν συνθήκες τέτοιες που να δικαιολογούν µια τέτοια συζήτηση στην παρούσα φάση; Για τον Κώστα Υφαντή, καθηγητή ∆ιεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, «είναι λογικό κάθε φορά που ανεβαίνει η ένταση στα Ελληνοτουρκικά, να αναζητούνται τρόποι ειρηνικής επίλυσης των διαφορών». «Θα ήταν καλό να είχαµε κάνει αυτήν τη συζήτηση και όταν τα πράγµατα ήταν πιο ήρεµα» δηλώνει ο ίδιος στο «Εθνος της Κυριακής».
Για τον πολύπειρο Γιώργο Κακλίκη, πρέσβη επί τιµή και άλλοτε επικεφαλής της ∆ιεύθυνσης Τουρκίας στο υπουργείο Εξωτερικών, είναι σηµαντικό η Ελλάδα να εκπέµπει προς τα έξω το µήνυµα ότι είναι έτοιµη να πάει στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, καθώς έτσι (εκ)θέτει την Τουρκία προ των ευθυνών της, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει και την ελληνική προσήλωση στη λογική της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών βάσει του ∆ιεθνούς ∆ικαίου. «∆εν µπορούµε να σταµατήσουµε να λέµε “πάµε στη Χάγη”» συµφωνεί ο κ. Υφαντής, υπογραµµίζοντας µάλιστα ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να συνεχίσει να «βοµβαρδίζει επικοινωνιακά» τη διεθνή κοινότητα µε ακριβώς αυτό το µήνυµα.
Για τον Σωτήρη Ρούσσο, από την άλλη, αναπληρωτή καθηγητή στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και ∆ιεθνών Σχέσεων του Πανεπιστηµίου Πελοποννήσου, η συζήτηση περί Χάγης έχει επιστρέψει ως απόρροια του «στρατηγικού αδιεξόδου» στο οποίο βρίσκεται σήµερα η Ελλάδα, «επειδή οι ελίτ δεν έχουν άλλο αντίδοτο απέναντι σε αυτό που βιώνουν µε την Τουρκία» και ως εκ τούτου, τίποτα άλλο να προτάξουν ή να πουν. Ο κ. Ρούσσος, όµως, προχωρά παραπέρα, εκφράζοντας και µια σειρά από προβληµατισµούς αναφορικά µε τη διαδικασία της Χάγης. Σηµειώνει, επί παραδείγµατι, ότι το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο για να αποφανθεί λαµβάνει υπόψη του και διεθνοπολιτικά κριτήρια αλλά και ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις στη διεθνή νοµολογία όπου έχει αναγνωριστεί σε µικρά νησιά µειωµένη επήρεια ως προς την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών Προφανώς δεν υπάρχει δικαστήριο ή ερµηνεία δικαίου που θα περιόριζε την επήρεια της Ρόδου ή της Κρήτης. Τι γίνεται, όµως, µε νησιά όπως το Καστελόριζο ή ακόµη και η Κάσος ή η Κάρπαθος; Μπορούµε να είµαστε σίγουροι ότι το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο θα καταλήξει σε αποφάσεις που θα µπορούν να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική κοινή γνώµη;
Φόβοι και ανησυχίες
Η µεγαλύτερη ανησυχία, ωστόσο, για τον κ. Ρούσσο αφορά τη στάση που θα επέλεγε να κρατήσει η Τουρκία έπειτα από την όποια απόφαση της Χάγης, ακόµη δηλαδή και αν οι δύο χώρες κατάφερναν να συµφωνήσουν σε ένα συνυποσχετικό που θα άνοιγε τον δρόµο για την από κοινού προσφυγή τους στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο. «∆εν έχω καµία εµπιστοσύνη ότι η Τουρκία δεν θα προχωρήσει σε επιλεκτική εφαρµογή των όποιων αποφάσεων ή ότι δεν θα κωλυσιεργήσει σκοπίµως όταν κληθεί να τις εφαρµόσει» δηλώνει ο κ. Ρούσσος στο «Εθνος της Κυριακής», επικαλούµενος ως αρνητικό προηγούµενο το παράδειγµα του Κυπριακού.
Συντρέχουν όµως σήµερα οι προϋποθέσεις που θα µας επέτρεπαν όντως να πάµε µε την Τουρκία στη Χάγη; «Η Τουρκία δεν µας θεωρεί ισότιµο µε εκείνη κράτος. Ετσι δεν γίνεται να πάµε σε διαπραγµάτευση»σηµειώνει ο κ. Ρούσσος. «Για να καθίσουµε να συζητήσουµε, θα πρέπει πρώτα η Τουρκία να παγώσει όλες τις δραστηριότητές της στην Ανατολική Μεσόγειο» υπογραµµίζει ο κ. Υφαντής. «Αυτήν τη στιγµή η Τουρκία δεν έχει κανέναν λόγο να πάει στη Χάγη, γιατί δεν δέχεται καµία πίεση. Αναγκαία προϋπόθεση είναι η ουσιαστική αποκλιµάκωση της έντασης» σηµειώνει από την πλευρά του, µιλώντας στο «Εθνος της Κυριακής», ο Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου ∆ιεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστηµίου.
Να αρχίσουµε να ασκούµε κάποια από τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα
Επί του πρακτέου, µε το «Yavuz» να έχει ρίξει άγκυρα εντός του αδειοδοτηµένου Οικοπέδου 8 της κυπριακής ΑΟΖ και το «Oruc Reis» να εισέρχεται (στις 31 Ιανουαρίου) εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας νοτίως του Καστελόριζου, η Αγκυρα επιµένει να κρατάει ψηλά την ένταση, δοκιµάζοντας τα ελληνικά αντανακλαστικά.Τι κάνουµε, λοιπόν, ως Ελλάδα µέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Σύµφωνα µε τον Κωνσταντίνο Φίλη, θα πρέπει να αρχίσουµε να ασκούµε κάποια από τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα, στέλνοντας έτσι το µήνυµα στην Τουρκία ότι όσο περνάει ο καιρός µε ανεπίλυτη την ελληνοτουρκική διαφορά για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, ίσως να έχει και η Αγκυρα πράγµατα να χάσει. Πώς; Προχωρώντας στην επέκταση των χωρικών µας υδάτων στο Ιόνιο (µε την επιφύλαξη της άσκησης του ιδίου δικαιώµατος και στο Αιγαίο), προωθώντας τις οριοθετήσεις ΑΟΖ µε Αίγυπτο και Ιταλία και ασκώντας πίεση προς την πλευρά της Αλβανίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ σε «συνδυασµό» και µε την ευρωπαϊκή προοπτική των Τιράνων.
Ο Κώστας Υφαντής προχωρά µάλιστα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα θα µπορούσε ακόµη να προσφύγει µέσω συνυποσχετικών στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης για τις οριοθετήσεις ΑΟΖ µε την Ιταλία και την Αλβανία. Για τον κ. Ρούσσο, από την άλλη, «θα έπρεπε να συζητούµε» ως Ελλάδα και «άλλα πράγµατα», όπως είναι η ενδυνάµωση της χώρας και η ανάπτυξη προγραµµάτων «Research and Development» στον αµυντικό τοµέα. Στην ανάγκη ορθολογικής ενίσχυσης της ελληνικής άµυνας εστιάζει και ο κ. Υφαντής, υπογραµµίζοντας ότι η Ελλάδα χρειάζεται χρόνο για να ανακάµψει και να δει τις συµµαχίες της να ενδυναµώνονται.