Αποκαλυπτική είναι η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ αναφορικά με τη επίπτωση του καρκίνου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία το 2020 αναμένονταν κατ’ εκτίμηση 62.500 νέες διαγνώσεις καρκίνου στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε προτυπωμένο κατά ηλικία δείκτη επίπτωσης 526 νέων περιστατικών ανά 100 000 άτομα, ο οποίος είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, η μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο ήταν βραδύτερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην ΕΕ. Συνολικά, ο καρκίνος στην Ελλάδα ευθυνόταν για έναν στους τέσσερις θανάτους το 2019, με τον καρκίνο του πνεύμονα να αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου από οποιονδήποτε τύπο καρκίνου.
Όπως αναφέρει το ευρωπαϊκό σύστημα ενημέρωσης για τον καρκίνο (ECIS) του Κοινού Κέντρου Ερευνών, βάσει των τάσεων συχνότητας εμφάνισης κατά τα έτη πριν από την πανδημία, το 2020 αναμένονταν στην Ελλάδα περίπου 62.500 νέα περιστατικά καρκίνου. Ο προτυπωμένος κατά ηλικία δείκτης επίπτωσης για όλες τις μορφές καρκίνου ήταν χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ, με 526 έναντι 559 περιστατικών ανά 100 000 άτομα. Ειδικότερα, οι τέσσερις συχνότεροι τύποι καρκίνου και για τα δύο φύλα αντιπροσωπεύουν το 50% όλων των καρκίνων: καρκίνος του πνεύμονα (14 %), του παχέος εντέρου (13%), του μαστού (12%), του προστάτη (10%) και της ουροδόχου κύστης (9%).
Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν ο κύριος τύπος καρκίνου στους άνδρες (19%), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του προστάτη (18 %) και τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης (14%).
Ο καρκίνος του μαστού ήταν ο κύριος τύπος καρκίνου στις γυναίκες (29%), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου (12%) και τον καρκίνο του πνεύμονα (9%).
Τα νέα περιστατικά καρκίνου στους άνδρες αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 20% κατά την περίοδο μεταξύ του 2020 και του 2040 (από 35 000 σε 44 000 περιστατικά) και κατά 12% στις γυναίκες (από 27 000 σε 30 000 περιστατικά), αντίστοιχα.
Το 2020 ο γαστρικός καρκίνος (του στομάχου) αναμενόταν να αντιπροσωπεύει το 3% των νέων περιστατικών καρκίνου στους άνδρες και το 2% στις γυναίκες και αντιστοιχούσε σε συνολικό ποσοστό θνησιμότητας 10 ανά 100 000 άτομα το 2019, τιμή που είναι παρόμοια με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Το μελάνωμα του δέρματος αναμενόταν να αντιπροσωπεύει το 2% των νέων περιστατικών καρκίνου τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες και το 2019 αντιστοιχούσε σε συνολικό ποσοστό θνησιμότητας 2 ανά 100 000 άτομα.
Όσον αφορά τον παιδιατρικό καρκίνο, το 2020 ο προτυπωμένος κατά ηλικία δείκτης επίπτωσης σε παιδιά ηλικίας κάτω των 15 ετών ήταν 16 ανά 100 000 άτομα, τιμή που είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (15 ανά 100 000 άτομα).
Ο καρκίνος σημαντικός παράγοντας θνησιμότητας στην Ελλάδα
Αν και υπάρχουν ζητήματα συλλογής στοιχείων στην Ελλάδα, σε απόλυτους αριθμούς το 2019 ένας στους τέσσερις θανάτους σχετιζόταν με τον καρκίνο (31 000 από τους 125 000 θανάτους). Προτυπωμένο κατά ηλικία, το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας από καρκίνο στην Ελλάδα το 2019 ήταν 241 θάνατοι ανά 100 000 άτομα, τιμή που είναι ελαφρώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ o οποίος ανήλθε σε 247 ανά 100 000 άτομα. Ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαετία η μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο ήταν βραδύτερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην ΕΕ, ενώ η συνολική θνησιμότητα λόγω καρκίνου αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ετήσια πιθανότητα πρόωρου θανάτου εξαιτίας οποιουδήποτε τύπου καρκίνου μειώθηκε οριακά από 7,6 % το 2000 σε 7,5 % το 2015, αλλά εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε σχεδόν 8 % το 2030, ποσοστό που είναι πολύ υψηλότερο από το 5,1 % του Στόχου Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) 3.41 (ΠΟΥ, 2020). Η αποφευκτή πρόωρη θνησιμότητα συνδέεται με σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις, μεταξύ των οποίων ζητήματα που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό σε μονάδες διάγνωσης και θεραπείας, οι παρωχημένες υποδομές, ο κατακερματισμός των υπηρεσιών, η άνιση κατανομή των πόρων, η ανεπαρκής πρόληψη, η έλλειψη στρατηγικών και προγραμμάτων για τον προσυμπτωματικό έλεγχο και την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου, καθώς και η αύξηση των παραγόντων κινδύνου στις πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή της θνησιμότητας από καρκίνο, το υψηλότερο ποσοστό στην Ελλάδα παρατηρείται στην περιφέρεια Αττικής, η οποία περιλαμβάνει την πρωτεύουσα, την Αθήνα (255 θάνατοι ανά 100 000 άτομα το 2019, αριθμός που αφορά τα δύο φύλα και όλες τις ηλικίες).
Τα στοιχεία αυτά συνδέονται εν μέρει με τη συγκέντρωση νοσοκομείων στην εν λόγω περιφέρεια. Το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας παρατηρείται στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, τη Θεσσαλονίκη (250 θάνατοι ανά 100 000 άτομα).
Οι περιφέρειες Βορείου Αιγαίου και Ηπείρου παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά, με 201 και 206 ανά 100 000 άτομα, αντίστοιχα. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του 2000 και του 2018, τα χαμένα έτη αναμενόμενης ζωής λόγω κακοήθων νεοπλασμάτων σημείωσαν τη χαμηλότερη σχετική μείωση στις χώρες της ΕΕ, της τάξης του 10 % περίπου, ποσοστό που αντιστοιχούσε το 2019 σε 1 322 χαμένα έτη ζωής ανά 100 000 άτομα έως την ηλικία των 75 ετών. Η σχετική μείωση ήταν μεγαλύτερη στους άνδρες (14 %) απ’ ό,τι στις γυναίκες (4 %), με 1 599 και 1 074 χαμένα έτη ζωής το 2018, αντίστοιχα.
Ο καρκίνος του πνεύμονα και του παχέος εντέρου κύριες αιτίες θανάτου στην Ελλάδα
Το 2019 ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν η κύρια αιτία θανάτου από οποιονδήποτε τύπο καρκίνου στην Ελλάδα και ευθυνόταν για περίπου 59 θανάτους ανά 100 000 άτομα. Ο καρκίνος του πνεύμονα ευθύνεται για το 5,7 % του συνόλου των θανάτων και εξακολουθεί να αποτελεί συνολικά την τρίτη αιτία θανάτου, μετά τις καρδιακές και τις εγκεφαλοαγγειακές νόσους (ΕΛΣΤΑΤ, 2022). Η κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τον υψηλό επιπολασμό του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό. Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελούσε ήδη την κυριότερη αιτία θνησιμότητας από καρκίνο το 2011, στοιχείο που υποδεικνύει ότι δεν είχαν θεσπιστεί ούτε μέτρα ούτε νομοθεσία για τη μείωση του καπνίσματος. Συγκριτικά, το μέσο ποσοστό θνησιμότητας από καρκίνο του πνεύμονα στην ΕΕ μειώθηκε από 55 θανάτους ανά 100 000 άτομα το 2011 σε 50 θανάτους ανά 100 000 άτομα το 2019.
Η θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου έχει σημειώσει ελαφρά αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία· ήταν η δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο το 2019, με 22 θανάτους ανά 100 000 άτομα. Κατά την περίοδο μεταξύ του 2011 και του 2019, η θνησιμότητα από καρκίνο του παγκρέατος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 12 % και η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού κατά 5 %, ενώ τα ποσοστά αυτά παρουσίασαν μείωση σε ολόκληρη την ΕΕ. Η αύξηση της θνησιμότητας από καρκίνο του μαστού είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ανίχνευση και τη θεραπεία της συγκεκριμένης νόσου.
Παράγοντες κινδύνου και πολιτικές πρόληψης
Μολονότι το κάπνισμα στην Ελλάδα έχει μειωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το 2019 ένας στους τέσσερις ενήλικες κάπνιζε σε καθημερινή βάση, ποσοστό που συγκαταλέγεται στα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Επιπλέον, η δεκαετής περίοδος δημοσιονομικής λιτότητας επηρέασε σημαντικά τους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας στην Ελλάδα, ιδίως όσον αφορά τις φτωχότερες πληθυσμιακές ομάδες. Η κατάσταση αυτή υπονόμευσε τις προσπάθειες ελαχιστοποίησης της επίπτωσης παραγόντων κινδύνου που μπορούν να προληφθούν μέσω της υιοθέτησης πιο υγιεινού τρόπου ζωής και περιόρισε τα δημόσια προγράμματα πρόληψης του καρκίνου.
Έγκαιρη ανίχνευση
Λόγω του ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ολοκληρωμένα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου, σε συνδυασμό με τη σταθερή απουσία εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο, τα αποτελέσματα όσον αφορά την έγκαιρη ανίχνευση της νόσου δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά. Η συντριπτική πλειονότητα των εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου διενεργούνται σε ευκαιριακή βάση, ενώ μεγάλο μέρος τους πληρώνεται από τους ίδιους τους πολίτες. Κατά συνέπεια, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων χαμηλότερου και υψηλότερου εισοδήματος, καθώς και μεταξύ των αστικών και των πιο απομακρυσμένων περιοχών.
Επιδόσεις στην περίθαλψη του καρκίνου
Η πρόσβαση στην φροντίδα του καρκίνου στην Ελλάδα περιορίζεται από διάφορους παράγοντες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας μετά από διαδοχικές δημοσιονομικές περικοπές λόγω των μέτρων λιτότητας, η απουσία εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο και εθνικού μητρώου καρκίνου, η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και τα κενά όσον αφορά την ιατρική εκπαίδευση στην ογκολογία. Οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής και οι καθυστερήσεις ωθούν τους ασθενείς να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα αναλαμβάνοντας μόνοι τους τα έξοδα. Ομοίως περιορισμένοι είναι οι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για την παροχή υπηρεσιών ογκολογίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από άνιση κατανομή ανά τη χώρα και έλλειψη εναρμόνισης. Δεν εφαρμόζονται μηχανισμοί επιτήρησης, ενώ τα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της περίθαλψης είναι ελάχιστα. Τα ζητήματα αυτά δημιουργούν σημαντικά εμπόδια, ιδίως για τους περιθωριοποιημένους, τους υποεξυπηρετούμενους και τους απομονωμένους πληθυσμούς.