Το μεγάλο δίλημμα της επικείμενης κάλπης και γιατί δεν πρέπει η πολιτική να ξαναγίνει παράγοντας… κρίσης. Η ανάγκη για ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις και τα επιτεύγματα. Γράφει ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος.
Κάθε εθνική κάλπη είναι ασφαλώς σημαντική, ωστόσο ορισμένες αναμετρήσεις -όπως οι προσεχείς εκλογές- έχουν κομβική σημασία για την πορεία της Ελλάδας.
Τι διακυβεύεται σε λίγες εβδομάδες; Αν θα συνεχίσει η χώρα να κινείται προς τα εμπρός και να βελτιώνει διαρκώς τη θέση της στην ΕΕ και τον κόσμο υπέρ των πολλών ή αν αυτή η πορεία θα ανακοπεί και θα επιστρέψουμε σε καταστάσεις που οι περισσότεροι και οι περισσότερες θέλουμε να ξεχάσουμε. Αυτό είναι ουσιαστικά το δίλημμα που καλούνται να απαντήσουν οι πολίτες.
Μπορεί το 2015 να μείναμε στην ΕΕ αλλά για χρόνια βρισκόμασταν στην τελευταία θέση και αποκλίναμε από τον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα, πληρώνοντας ακριβά τον λαϊκισμό, την κομματική τύφλωση και την πόλωση. Από το 2019, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα ανασύνταξης, κέρδισε αρκετό από το χαμένο έδαφος σε πολλά πεδία. Όμως η χώρα χρειάζεται να κάνει άλματα για να «κλειδώσει» τη θέση που μπορεί και αξίζει μεταξύ των προηγμένων οικονομιών της ΕΕ.
Γι’ αυτό επ’ ουδενί δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να γίνει ξανά παράγοντας κρίσης και αιτία εκτροχιασμού της χώρας. Δεν αντέχουν η χώρα και η κοινωνία πολιτικά πειράματα σαν αυτά που δοκιμάστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Ούτε πεζοδρομιακού τύπου δημοκρατία σαν αυτή που όψιμα θυμήθηκε πάλι η αξιωματική αντιπολίτευση, περιφρονώντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τους πολίτες, την εκλεγμένη κυβέρνηση και αποχωρώντας από τη Βουλή. Μπορεί ένας «κοπανατζής» της δημοκρατίας να αποτελεί ταυτόχρονα και θεματοφύλακάς της; Ή μια αξιόπιστη και υπεύθυνη πρόταση εξουσίας; Πολύ αμφιβάλλω.
Σε συνθήκες πολυκρίσεων σαν αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια, χρειαζόμαστε ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις για να παίρνουν γρήγορες και δύσκολες αποφάσεις και φυσικά να τρέξουν τις μεταρρυθμίσεις που τόσο έχουμε ανάγκη για τον μετασχηματισμό κράτους και οικονομίας.
Οι πολίτες πλέον δεν θέλουν τοξικότητα και τυφλή σύγκρουση, αλλά αποτέλεσμα, λύσεις και προγράμματα που θα καλυτερέψουν την Ελλάδα και τη ζωή τους. Η αξιωματική αντιπολίτευση -σαν να μην πήρε το μάθημα από το πρόσφατο παρελθόν- επιμένει μανιωδώς στον διχασμό, προφανώς για να καλύψει την ένδειά της σε εμπεριστατωμένο πρόγραμμα για το μέλλον του τόπου, ούτε τη συμφέρει μια νηφάλια σύγκριση των πεπραγμένων μας. Πρωτίστως στην οικονομία, που όσο καλύτερα πηγαίνει τόσο μειώνονται οι ανισότητες και βελτιώνονται τα εισοδήματα όλων.
Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά -με στοιχεία που δεν χωρούν καμία αμφισβήτηση- ορισμένες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2015-2019, εν μέσω ενός θετικού διεθνούς οικονομικού κύκλου, με αυτές κατά την περίοδο 2019-2022, εν μέσω της παγκόσμιας ύφεσης που προκάλεσαν η πανδημία μαζί με την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.
Κατά τη διάρκεια της δικής μας διακυβέρνησης 2019-2022, η ελληνική οικονομία όχι μόνο άντεξε σθεναρά στις εξωγενείς τεκτονικές αναταράξεις αλλά υπερβαίνοντας τις προσδοκίες, πέτυχε ανάπτυξη 1,73% κατά μ.ο., σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη, που ήταν 1%.
Την περίοδο 2015-2019 ο μέσος όρος ανάπτυξης στη χώρα μας ήταν 0,53%, το ¼ του μέσου ευρωπαϊκού όρου που είχε φτάσει στο 2,08%!
Το Δημόσιο Χρέος επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2018 αυξήθηκε στο 181,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ από 178,9% το 2014. Εκείνη την περίοδο, ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δύο εξαιρέσεις, μια εκ των οποίων είναι η Ελλάδα. Αντιθέτως το 2022 το Δημόσιο Χρέος σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στην Ευρώπη κατά 35 μονάδες (μετά την αναγκαία δημοσιονομική επέκταση της πανδημίας) μειώθηκε στο 169% και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 161% έως το τέλος του 2023.
Η ανεργία μειώθηκε κατά 7 μονάδες επί ΣΥΡΙΖΑ σε 4,5 χρόνια. Όμως περίπου 705.000 θέσεις εργασίας ήταν επισφαλείς part time ή full time δουλειές με μισθούς κάτω των 700 ευρώ. Επί Νέας Δημοκρατίας, μέσα σε 3,5 χρόνια και παρά τις εξωγενείς επάλληλες κρίσεις, η ανεργία μειώθηκε κατά επιπλέον 6 ποσοστιαίες μονάδες. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι μαζί με την υποχώρηση της ανεργίας μειώθηκαν κατά 255.000, δηλαδή κατά ⅓, οι θέσεις εργασίας που αμείβονταν με μισθούς κάτω των 700 ευρώ έως το 2019 και αυξήθηκαν σημαντικά στις υψηλότερες μισθολογικές κλίμακες. Άρα και περισσότερες και καλύτερες δουλειές.
Μεταξύ 2015 και 2018, η Ελλάδα ήταν η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρουσίασε τη μικρότερη αύξηση του κατά κεφαλή πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών, μόνο κατά 1,1%, τριπλάσιο ήταν στην ΟΝΕ, 6πλάσιο στην ΕΕ.
Το εννεάμηνο του 2022, η άνοδος του διαθέσιμου εισοδήματος είναι 10 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 2 φορές κατά σχεδόν 10% (και αναμένεται να αυξηθεί ξανά τον Απρίλιο), ο μέσος μισθός πάνω από 12%, ενώ υπήρξαν περισσότερες από 50 μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που κατατάσσουν την Ελλάδα στη 2η θέση μεταξύ των μελών του Ο.Ο.Σ.Α στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης.