Πλήθος σχολίων στον γερμανικό τύπο για την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα και την όξυνση της κατάστασης στο συριακό μέτωπο με επίκεντρο το Ιντλίμπ. Κριτική στον Ερντογάν αλλά και στη στάση της ΕΕ.
Τις ραγδαίες εξελίξεις στο πεδίο του Συριακού και συγκεκριμένα στην επαρχία Ιντλίμπ, τη στάση της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν αλλά και την εκρηκτική κατάσταση που διαμορφώνεται στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία σχολιάζει εκτενώς ο γερμανικός τύπος. Σε σχόλιο με τίτλο «Ιντλίμπ – ένα φριχτό παιχνίδι με τους πρόσφυγες» η ιστοσελίδα tagesschau.de του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης αναφέρει: «Η Τουρκία είναι συγκλονισμένη από τον θάνατο 33 Τούρκων στρατιωτών (στο Ιντλίμπ). Αλλά ο πόλεμος δεν γεννά ήρωες, ούτε απλώς σκοτώνονται ήρωες. Άνθρωποι είναι αυτοί που πεθαίνουν κι έτσι εξαπλώνεται μια απεριόριστη δυστυχία, τόσο στις οικογένειες των νεκρών στρατιωτών όσο μεταξύ των αναρίθμητων αμάχων. Αυτή όμως η σκέψη συχνά χάνεται μέσα στην προπαγάνδα του πολέμου».
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στο συριακό μέτωπο «από χθες συνεχίζουν να συρρέουν ξανά εκατοντάδες πρόσφυγες στα ελληνοτουρκικά σύνορα, ελπίζοντας ότι τελικά θα τα καταφέρουν να φύγουν από την Τουρκία. Πρέπει να φύγουν από την Τουρκία, αλλά μπορούν να φτάσουν μέχρι τα σύνορα με την Ελλάδα. Εκεί δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποιούν σπρέι πιπεριού και δακρυγόνα εναντίον τους –σαν να ήταν ταραξίες σε μια διαδήλωση. Αυτή η εικόνα δεν περιποιεί τιμή στην Ευρώπη, όχι στην Ελλάδα».
Σε άλλο σημείο το ίδιο σχόλιο αναφέρεται και στον τρόπο που ο Ερντογάν μεταχειρίζεται την προσφυγική συμφωνία που είχε συνομολογήσει με την ΕΕ παρατηρώντας: «Με την προσφυγική συμφωνία του 2016 ο Ερντογάν έχει έναν άσο στο μανίκι. Δεν θα τον βγάλει αμέσως όμως, ακόμη κι αν τώρα έχει ανοίξει προσωρινά τις πύλες προς την Ευρώπη. Kάθε φορά που το λέει αυτό οι Ευρωπαίοι ταράσσονται. Αυτό δείχνουν οι διάφορες έκτακτες συσκέψεις που γίνονται από χθες. Μια λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, αλλά ένα πρώτο βήμα πρέπει να γίνει. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να πάρουν πρόσφυγες από την Τουρκία (…) Όσο κλείνονται στον εαυτό τους, όσο περιχαρακώνονται απέναντι στα δεινά και τη δυστυχία ανθρώπων, τόσο το αίμα που χύνεται στο Ιντλίμπ κυλά και στα δικά τους χέρια».
«Ο Ερντογάν παίζει με τη φωτιά»
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει επίσης αναλυτικά τη στάση και τους χειρισμούς του Ταγίπ Ερντογάν, σημειώνοντας ότι ο Τούρκος πρόεδρος «έπαιξε με τη φωτιά. Τώρα όλα έχουν τυλιχθεί στις φλόγες (…) O Eρντογάν ενεπλάκη στη Συρία για δύο λόγους. Στην αρχή ήθελε την ανατροπή του ηγεμόνα της Συρίας Άσαντ, γι αυτό βασίστηκε στις πολιτοφυλακές ισλαμιστών, τις οποίες βέβαια κανείς δεν θέλει να δει στην εξουσία, ακριβώς όπως και τον δικτάτορα Άσαντ. Όταν απέτυχε, διέταξε τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο Ιντλίμπ να προστατεύσουν τους τελευταίους αντάρτες από την εκδίκηση του Άσαντ. Έστειλε όμως ο Ερντογάν στρατό στη Συρία και για να αποτρέψει μια κουρδική αυτονόμηση. Kαι τα δύο ήταν εφικτά επειδή ο Ερντογάν εξυπηρετούσε τον Πούτιν. Αυτή είναι τώρα η καταδίκη».
Από την πλευρά της η Mannheimer Morgenpost εστιάζει στην στάση της ΕΕ και παρατηρεί: «Οι Ευρωπαίοι πρέπει να σκεφτούν καλά τι θα συμβεί εάν η κατάσταση στη Συρία κλιμακωθεί περαιτέρω. Ο Ερντογάν μπορεί να είναι ένας εξαιρετικά δύσκολος εταίρος, αλλά ο Πούτιν είναι ακόμη χειρότερος. Η ΕΕ για μεγάλο διάστημα παρέμεινε αδρανής αναφορικά με τη Συρία και απλώς άφησε τον Πούτιν να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία (…) Παράξενο που κανείς δεν έχει σκεφτεί την ιδέα να γίνουν ακόμη πιο αυστηρές οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας».
Άλλη μια τοπική εφημερίδα, η Nordwest-Zeitung σχολιάζει για το ίδιο θέμα: «Η Γερμανία, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ – όλοι δρέπουν τώρα τους καρπούς του κατακτητικού πολέμου της Τουρκίας στη Συρία (…) Άφησαν για καιρό τη νεο-oθωμανική τρέλα των Τούρκων να δρα, ελπίζοντας πιθανώς ότι θα μπορούσε κάπως να περιορίσει τη ρωσική επιρροή στη Δαμασκό. Αλλά τα πράγματα πήγαν θεαματικά λάθος. Η Τουρκία έχει γίνει στο μεταξύ προστάτιδα δύναμη των ισλαμιστών τρομοκρατών κάθε είδους. Στην τουρκοσυριακή μεθόριο ήδη εφαρμόζει η Τουρκία σχέδιο εθνοκάθαρσης εναντίον Χριστιανών και Κούρδων».
Δήμητρα Κυρανούδη