Ο Constantine Hastalis με καταγωγή από τη Ρόδο, μιλάει για το «Fables», το τρίτο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε σε cd σε 100 μόλις αντίτυπα
Συνέντευξη: Ο Constantine Hastalis, Ελληνοαμερικανός τρίτης γενιάς που ζει στο Σικάγο μιλάει στην ATHENS VOICE για το «Fables», το τρίτο του αλμπουμ
Ηπροπατορική folk, η τεράστια έκρηξη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι μετασχηματισμοί που οδήγησαν στο progressive και το hard rock, τα συγκροτήματα που επέμειναν διατηρώντας έντονα στοιχεία, η ανάμιξη κάθε ύφους, οι αναβιώσεις, τα παρακλάδια, ένας τεράστιος μαγικός κόσμος που κρατά μέχρι τις μέρες μας. Η ψυχεδέλεια είναι ένα ιδίωμα με το οποίο αν μπλέξεις, μπλέκεις για πάντα. Και μάλιστα αυτό σου το μπλέξιμο έχει και υψηλό κόστος: αναζήτηση αυθεντικής κόπιας, περιορισμένες επανεκδόσεις, τεράστια βιβλία, προσεκτική μελέτη της κατάστασης ενός δίσκου, των εξωφύλλων ακόμη και των matrix numbers στα αυλάκια του βινυλίου.
Γνώρισα τον Constantine την εποχή που έψαχνα σαν τρελός μερικούς από τους δίσκους που έχασαν τον δρόμο τους. Ένας τέτοιος ήταν ο ομώνυμος δίσκος των O.W.L. (Of Wondrous Legends), που ηχογραφήθηκε το 1971 αλλά κυκλοφόρησε μόλις το 2008. Ψάχνοντας αυτήν την ιδιαίτερη προσωπικότητα που ήταν ο Stephen Titra, είδα ότι ήταν παράλληλα και ζωγράφος. Ανάμεσα στους δίσκους για τους οποίους είχε φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο, ήταν και το ντεμπούτο του Constantine, «Day Of Light» του 2015. Έτσι, βρέθηκα όχι μόνο να αγοράζω τον πρώτο και αργότερα τον δεύτερο δίσκο του Constantine αλλά και να παρακολουθώ την πορεία ενός μουσικού που φαινόταν να θαυμάζει τον Donovan τόσο της folk αλλά και της πιο ψυχεδελικής εποχής. Καθώς τότε το «A Gift From A Flower To A Garden» ήταν ο αγαπημένος μου δίσκος του Donovan, βρήκα εξαιρετικό τον ήχο του.
Το «Fables» είναι σαφέστατα πιο folk, πιο λιτό στις ενορχηστρώσεις του, πιο άμεσο. Η φωνή του Constantine εδώ, φέρνει στο μυαλό μου τον Paul Roland, όμως εκείνος δεν τον ξέρει. Ακούω και ξανακούω, αγαπώ αυτόν τον ήχο κι έχω εδώ έναν μουσικό της obscure πλευράς, του drop out για μια πολύ όμορφη συζήτηση…
Μένεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά φαίνεται ότι αντλείς περισσότερη έμπνευση από την αγγλική κουλτούρα. Είναι αλήθεια;
Ακούω πολύ folk ψυχεδέλεια, αρκετή από την οποία προέρχεται από την Αγγλία. Οπότε νομίζω ότι λόγω αυτών των ακροάσεων παίρνω τις επιρροές.
Στο επίπεδο της λογοτεχνίας, μοιάζει να αγαπάς τον Lewis Carroll και τον Edgar Allan Poe…
Ναι αλλά και τον Tolkien, τον Keats, το «Wind in the Willows» του Kenneth Grahame, το «Watership Down» του Richard Adams και άλλα τέτοια. Η φύση είναι επίσης μια μεγάλη πηγή έμπνευσης, μαζί με την όμορφη ποίηση όλων των ξεχασμένων ψυχεδελικής κατεύθυνσης καλλιτεχνών από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Τα δύο πρώτα σου άλμπουμ ήταν σε ένα προσωπικό ψυχεδελικό pastoral ύφος, αρκετά πιο βαρύ από το «Fables». Πώς αποφάσισες να πας πιο πολύ προς τη folk τώρα;
Περνάω φάσεις που παθιάζομαι με διαφορετικά πράγματα. Καθώς μεγάλωσα λίγο, έχω προχωρήσει περισσότερο σε μια πιο folk φάση. Λατρεύω τη folk γιατί επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση και την ομορφιά. Επίσης, ήθελα να κάνω ένα άλμπουμ που να είναι πιο… σπιτικό και να μη βασίζεται σε σιτάρ και ψυχεδελικά κλισέ (παρόλο που μου αρέσουν αυτά τα πράγματα).
Πώς αποφάσισες να κυκλοφορήσεις το «Fables» σε cd και όχι σε βινύλιο; Υπάρχουν σχέδια για κυκλοφορία βινυλίου;
Δεν υπάρχουν σχέδια για κυκλοφορία βινυλίου. Έγραψα αυτά τα τραγούδια στην αρχή της πανδημίας, αλλά λόγω διαφόρων συνθηκών χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να τελειώσουν. Δεν ήθελα να καθυστερήσω την κυκλοφορία άλλον έναν χρόνο κόβοντας βινύλιο. Άλλωστε χωρίς εταιρεία και ευρωπαϊκή διανομή δεν είχε νόημα.
Δεν είσαι μόνο επηρεασμένος από τον Donova αλλά τον έχεις γνωρίσει κιόλας. Ήταν όπως τον περίμενες;
Πάρα πολύ. Έχει ακόμα μια έντονη αίσθηση περιέργειας μαζί με το μποέμικο πνεύμα (και την ωριμότητα) που όλοι θα περιμέναμε. Είναι αστείος και ευγενικός και είχα την ευκαιρία να δω πόσο πολύ εκτιμά τη γνώση και την εξυπνάδα στους συνανθρώπους του. Φάγαμε μαζί, περπατήσαμε στους έρημους δρόμους της Καταλονίας κι ύστερα ήρθε μαζί μας σ’ ένα after party στο ξενοδοχείο.
Στο «Fables» νιώθω ότι αγαπάς τον Paul Roland. Σου αρέσει πραγματικά;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ακούσει ποτέ τη μουσική του Paul Roland. Νομίζω ότι το «Fables» αντλεί την έμπνευσή του κυρίως από τον Mark Fry και τον Donovan, αλλά στο δικό μου στιλ.
Είναι το «Fables» κάπως πιο σκοτεινό από τις προηγούμενες κυκλοφορίες σου;
Νομίζω ότι το «In Memory of a Summer Day» είχε κάποιες πιο σκοτεινές στιγμές όπως το «The Kingdom Must Fall», αλλά σίγουρα είχα επαφή με τη σκοτεινή πλευρά, όταν έγραφα το «The Witchwood» σε αυτό το album.
Πώς αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις λιγότερα όργανα στο τελευταίο δίσκο;
Έβαλα τόσους πολλούς ήχους στα προηγούμενα άλμπουμ, που βαρέθηκα τις τρελές κιθάρες και τα mellotron. Ήθελα να πετύχω κάτι πιο είναι ζεστό, άνετο και με την υφή του ξύλου. Ένιωσα ότι αυτά τα τραγούδια απαιτούσαν μια πιο λιτή ενορχήστρωση.
Γνώριζες τους O.W.L. (Of Wondrous Legends) πριν συναντήσεις τον Stephen Titra;
Είχα ακούσει για τους O.W.L. από ανθρώπους εδώ στο Σικάγο. Αργότερα γνώρισα τον Stephen και γίναμε στενοί φίλοι. Είμαστε συγγενικά πνεύματα και συχνά βγαίνουμε για πρωινό μαζί.
Τι σε έχει φέρει κοντά στον τρόπο που ζωγραφίζει;
Ο Stephen κι εγώ έχουμε παρόμοιο γούστο στην τέχνη και τη μουσική. Νομίζω ότι και οι δύο έχουμε έναν προραφαηλιτικό τρόπο σκέψης που απορρίπτει τον σύγχρονο κόσμο υπέρ της φυγής.
Έχεις επηρεαστεί από ψυχεδελικά συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960 από το Chicago όπως οι Aorta, οι H.P. Lovecraft ή οι Haymarket Square;
Ναι, μου αρέσουν και οι τρεις αυτές μπάντες. Λατρεύω τόσο πολύ τη μουσική που ήρθε από το Σικάγο τη δεκαετία του 1960, συμπεριλαμβανομένης της ψυχεδέλειας, του garage και των blues. Ο θείος μου, ο Steve, που έπαιζε φλάουτο και στα τρία άλμπουμ μου ως Constantine είναι στα credits του «Common Bond» των Ides of March.
Ήσουν συλλέκτης δίσκων. Πώς αποφάσισες να πουλήσεις τους περισσότερους από αυτούς;
Δεν είμαι σίγουρος – μερικές φορές είμαι παρορμητικός. Περνούσα και συνεχίζω να περνάω από αλλαγές, σαν να βγάζω και να πετάω το παλιό δέρμα. Νιώθω αρκετά χαμένος και εκτός τόπου σε αυτόν τον κόσμο, και με έναν περίεργο τρόπο αυτή μου η απόφαση σχετίζεται με αυτό το «εκτός τόπου».
Έχεις επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα;
Έχω πάει τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και σε μερικά νησιά. Η Ελλάδα είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά μέρη στον κόσμο!
Τι σημαίνει η Ελλάδα για σένα;
Αν και είμαι τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικανός, η Ελλάδα είναι ο τόπος από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί μου. Η Ελλάδα κυλάει στο αίμα μου. Οι προπάππους μου ήταν από τη Ρόδο, από το Καστρί. Πήρα το όνομά μου από τον παππού μου, του οποίου οι γονείς ήταν Έλληνες. Η Ελλάδα είναι η ταυτότητά μου και είμαι περήφανος γι’ αυτήν. Γνώρισα μερικούς από τους μουσικούς που ασχολούνται με την ψυχεδέλεια στην Ελλάδα μέσω του διαδικτύου κι ελπίζω να τους έκανα λίγο περήφανους που ο Έλληνας αδελφός τους στο Σικάγο σηκώνει τη σημαία αυτού του είδους μουσικής.
Τι σχεδιάζεις για το άμεσο μέλλον;
Δεν έχω τίποτα προγραμματισμένο. Το να φτιάχνεις μουσική και να το κυκλοφορείς τη δουλειά σου ανεξάρτητα είναι δύσκολο. Κάποια μέρα θα ήθελα να γνωρίσω όλους τους Έλληνες αδελφούς και αδελφές μου που έχουν δείξει την αγάπη και την υποστήριξή τους.
Πηγή athensvoice.gr