Έναν προάγγελο του νέου Mνημονίου έστειλε το ΥΠΟΙΚ στην Κομισιόν πριν από λίγες ημέρες, καταγράφοντας τη ρητή δέσμευση για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και για την υλοποίησητων μεταρρυθμίσεων ως προϋπόθεση για να αποφευχθούν νέοι κίνδυνοι και για να ξεκλειδώσουν το “χρέος” και η ρευστότητα μέσω της ΕΚΤ.
Η έκθεση 89 σελίδων, που ονομάζεται Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2016, εστάλη από τον Γ. Χουλιαράκη (ως πρόεδρο του ΣΟΕ) πριν από λίγες ημέρες στις υπηρεσίες του κ. Μοσκοβισί, βάσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διαδικασία δημοσιονομικής επιτήρησης.
Δηλαδή, ενώ το ΥΠΟΙΚ έχει δεσμευτεί γραπτώς για την εφαρμογή όλων των συμφωνηθέντων στο Μνημόνιο, πριν δύο εβδομάδες οι διαπραγματεύσεις διεκόπησαν και πάλι.
Το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ως βασικό σενάριο για το 2016 ύφεση 0,7%. Παραθέτει, όμως, και 5 ενδογενείς και 3 εξωγενείς κινδύνους που μπορεί να πάνε πιο πίσω τις επενδύσεις, τη διαμόρφωση κλίματος εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη.
Παραδέχεται, επίσης, ότι φέτος αυξάνεται το δημοσιονομικό βάρος του προσφυγικού, αλλά και ότι είναι αμφίβολο αν θα “εξαιρεθούν” οι δαπάνες του από τα δημοσιονομικά μέτρα που ζητούν οι “θεσμοί”. Αφήνει, όμως, και ένα “παράθυρο” για την ενίσχυση της δημόσιας κατανάλωσης και την τόνωση του ΑΕΠ, αν η Ε.Ε. στηρίξει την Ελλάδα.
Μετά το χρέος
“Τα επιπλέον μέτρα για το χρέος θα ληφθούν υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέτρων του προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας καιθα συζητηθούν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, τους πρώτους μήνες του 2016″, αναφέρεται στην έκθεση.
Το ΥΠΟΙΚ επικαλείται την έκθεση βιωσιμότητας χρέους του 2015 και αναφέρει ότι, “για να ενισχυθεί η πορεία της χώρας προς την οικονομική ανάπτυξη και την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, είναι απαραίτητη η εφαρμογή του προγράμματος ανασυγκρότησης που έχει συμφωνηθεί, καθώς θα οδηγήσει στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από τοΕυρωσύστημα εξασφαλίσεις (με αποτέλεσμα οι ελληνικές τράπεζες να μπορούν να χρησιμοποιούν τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης)”. Επίσης, “καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμαποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα οδηγήσει στην απόφαση για τη λήψη μέτρων, από την πλευρά των εταίρων της Ζώνης του Ευρώ, που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους“.
Εκτιμά ότι οι παραπάνω εξελίξεις θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών για ανάπτυξη στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Και παραθέτει τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν αναλυτικά στα κεφάλαια της έκθεσης.
“Όχι” σε επανάπαυση
Το ΥΠΟΙΚ αναφέρει ότι η Ελλάδα θα στοχεύσει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους3,5% του ΑΕΠ. “Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν μέσω του συνδυασμού εμπροσθοβαρών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, ενός φιλόδοξου προγράμματος για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς τόνωση της ανάπτυξης – ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των ευπαθών ομάδων”, επισημαίνεται.
Επιτρέπεται αισιοδοξία “χωρίς επανάπαυση, δεδομένου ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν οι σημαντικές προκλήσεις που κρατούν την οικονομία σε μια εύθραυστη ισορροπία“.
Οι 5 συν 3 παράγοντες κινδύνου
Στο σύνολο του 2016, εκτιμάται ύφεση της τάξης του 0,7%. Ωστόσο, γίνεται σαφές ότι υπάρχουν “παράγοντες κινδύνου” που “είναι τόσο ενδογενούς όσο και εξωγενούς φύσεως”.
Όπως αναφέρεται, οι κύριοι ενδογενείς παράγοντες “συνδέονται στενά με:
– Την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος.
– Τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσπάθειας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μπορέσει η Ελλάδα να συμμετάσχει στις επεκτατικές νομισματικές πολιτικές της ΕΚΤ.
Και τα δύο παραπάνω πεδία επηρεάζουν:
– Τον ρυθμό αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
– Τη σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος – για την οποία, όμως, έχουν τεθεί οι βάσεις μετά την επιτυχία της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης.
– Την επιδιωκόμενη ταχεία άρση των ελέγχων κεφαλαίων, ώστε να δοθεί ώθηση στις επενδύσεις και την εγχώρια ζήτηση και να επιτραπεί η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το τρίτο τρίμηνο του 2016.
Ωστόσο, η επιτυχής εφαρμογή του νέου προγράμματος σχετίζεται και με εξωγενείς παράγοντες κινδύνου για την ελληνική οικονομία:
– Την αποδυναμωμένη παγκόσμια ζήτηση, με την πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα και με δυνητικές επιπτώσεις στο εξωτερικό ισοζύγιο και στη ναυτιλία.
Μάλιστα, επισημαίνεται ότι η μείωση των τιμών ενέργειας και του πληθωρισμού επηρεάζει την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και οδηγεί στη “σχετική χειροτέρευση των δεικτών του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους”…
– Την υψηλή μεταβλητότητα των διεθνών χρηματαγορών και την όξυνση της τάσης των επενδυτών προς πιο ασφαλείς επενδύσεις, που, αν συνεχιζόταν, “θα σήμαινε περαιτέρω μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα”.
– Τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και την προσφυγική κρίση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατ. Ευρώπης, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν κόστος για την ελληνική οικονομία μέσω επιπτώσεων στον τουρισμό και στις νέες επενδύσεις, μέσω απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους ή μέσω κλιμάκωσης της αβεβαιότητας για τις πολιτικές και οικονομικές προοπτικές στην ευρύτερη περιοχή.
“Η επιδείνωση των προοπτικών αυτών θα μπορούσε να σημάνει την πιο μεσοπρόθεσμη αναβολή επενδυτικών σχεδίων”, επισημαίνεται.
Το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2016
Το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων του 2016 συντονίστηκε από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) του υπουργείου Οικονομικών σε συνεργασία με συναρμόδια υπουργεία. Υποχρεούνται κάθε χρόνο να το υποβάλλουν τα κράτη-μέλη, στο πλαίσιο των νέων –ενισχυμένων– κανόνων εποπτείας. Υπερισχύει προς το παρόν ως κείμενο το Μνημόνιο, αλλά θα είναι (αν βγει η Ελλάδα από αυτό) το μέσο εποπτείας της τα χρόνια που θα έρθουν. Λόγω της διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα είχε λάβει παράταση στην αποστολή του κειμένου.
Δημοσιονομική πληγή χωρίς αποφάσεις το προσφυγικό
“Η όξυνση της προσφυγικής κρίσης το 2015 επηρέασε δυσανάλογα την Ελλάδα ως χώρα διέλευσης”, επισημαίνεται. Γίνεται λόγος για “απρόβλεπτη τεράστια εισροή, σχεδόν 20πλάσια σε σχέση με το 2014, που θα επιφέρει ένα επιπλέον υψηλό δημοσιονομικό κόστος σε δαπάνες υποδοχής και προσωρινής εγκατάστασης”.
Ωστόσο, “δεδομένων των συνεχών εξελίξεων του φαινομένου και της έντονης ημερήσιας αυξομείωσης στη ροή των προσφύγων, αλλά και της διασποράς του επιπρόσθετου δημοσιονομικού κόστους” σε διαφορετικούς κωδικούς δαπανών του Δημοσίου, το δημοσιονομικό κόστος “δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια”, παραδέχεται το ΥΠΟΙΚ.
Και επισημαίνει ότι “σε αδρές γραμμές, κατά το τρέχον διάστημα εκτιμάται ότι το δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις προσφυγικές ροές το 2016 θα ξεπεράσει εκείνο των προηγούμενων ετών. Η αύξηση αυτή του δημοσιονομικού κόστους εν είδει κόστους σίτισης, καταλυμάτων (χώρων πρώτης υποδοχής και κέντρων μετεγκατάστασης) και ιατρικής περίθαλψης αναμένεται να αυξήσει τη δημόσια κατανάλωση, χωρίς, όμως, σημαντική δευτερογενή επίδραση στην απασχόληση ή τη συνολική ιδιωτική κατανάλωση”.
Παραδέχεται, επίσης, ότι απόφαση από τους “θεσμούς” για αφαίρεση δαπανών από τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν υπάρχει. “Η οριστική (θετική ή αρνητική) επίδραση της διαχείρισης των προσφυγικών ροών στο ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από το αν τα σχετικά κονδύλια θα εξαιρεθούν ή όχι (και μέχρι ποιου ύψους) από τον δημοσιονομικό στόχο του 2016, καθώς και από την πολιτική αντιμετώπισης του φαινομένου που πρόκειται να ακολουθηθεί σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο”, επισημαίνεται.
Οι άξονες μεταρρυθμίσεων
Οι βασικοί τομείς της οικονομίας στους οποίους εφαρμόζονται οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ: Ο τομέας της ενέργειας, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, η συνέχιση της δημοσιονομικής αναθεώρησης (η οποία περιλαμβάνει την αναμόρφωση του φορολογικού κώδικα και τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος), η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος, αλλά και η έμφαση σε διαρθρωτικά θέματα ανταγωνιστικότητας.
Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο”