Από τη δοκιμασία του Euroworking Group αναμένεται να περάσουν σήμερα τα σχέδια της κυβέρνησης για παροχές, καθώς πλησιάζει η ώρα των προεκλογικών εξαγγελιών, την οποία ο πρωθυπουργός τοποθέτησε μετά το Πάσχα.
Στην Κομισιόν διατηρούν ισχυρές επιφυλάξεις για μεγάλης έκτασης και μόνιμου χαρακτήρα παροχές, κυρίως επειδή αντιτίθενται στην πάγια τακτική της κυβέρνησης να περικόπτει το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, προκειμένου να επιτύχει υπερπλεονάσματα.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών επικρατεί ενόχληση για το γεγονός ότι ενώ συσσωρεύονται υπερπλεονάσματα, καθυστερεί η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, οι οποίες διατηρούνται στο επίπεδο των 2 δισ. ευρώ περίπου. Μάλιστα, δυσαρεστήθηκαν από την πρόσφατη ψήφιση νομοθετικής ρύθμισης, με την οποία δόθηκε άλλη μια παράταση δύο μηνών, έως το τέλος Μαΐου, για την εκκαθάρισή τους από τους φορείς γενικής κυβέρνησης.
Στο κλίμα αυτό, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης αναμένεται να επισημάνει σήμερα στο Euroworking Group τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, πέραν του στόχου, που πετυχαίνει επί 4 συνεχή χρόνια η Ελλάδα και στα οποία στηρίζει η κυβέρνηση την επιχειρηματολογία της για τη δυνατότητα ελαφρύνσεων, όπως ονομάζει τις παροχές.
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε, άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος προχθές, σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό της Prisma 96.1 της Πρέβεζας. «Δεν ήταν στόχος να έχουμε υπερπλεονάσματα», είπε, «τώρα που είμαστε εκτός μνημονίου μπορούμε να σχεδιάζουμε με πολιτικές και δεν περιμένουμε το τέλος του χρόνου γιατί εμείς κάνουμε καλούς υπολογισμούς, ξέρουμε πώς πάει η οικονομία και έχουμε δείξει ότι κάνουμε πολύ καλύτερους υπολογισμούς από αυτούς που κάνουν οι θεσμοί. Αν έχει ένα καλό το υπερπλεόνασμα, είναι ότι έχεις στήσει μια αξιοπιστία».
Ο κ. Τσακαλώτος μίλησε, μάλιστα, για αναδιανομή εισοδήματος. «Σε μια αριστερή κυβέρνηση», είπε, «έχουμε την έγνοια να μειωθεί η φορολογία, αλλά και την έγνοια για την αναδιανομή του εισοδήματος, και τα δύο στοιχεία είναι σημαντικά». Σημείωσε, άλλωστε, πως «δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι ένας κόσμος είναι πολύ ζορισμένος».
Το ερώτημα είναι πόσο μεγάλο μέρος του υπερπλεονάσματος μπορεί να διατεθεί για παροχές. Στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που υπέβαλε η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα στην Κομισιόν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, προβλέπονται συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 4% του ΑΕΠ: 4,7% του ΑΕΠ το 2019, 4% του ΑΕΠ το 2020, 4,2% του ΑΕΠ το 2021 και 4,6% του ΑΕΠ το 2022. Ετσι, η κυβέρνηση προβλέπει ότι θα έχει ένα περιθώριο τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ή 900 εκατ. ευρώ για μόνιμου χαρακτήρα παροχές.
Ωστόσο, τα μέτρα που είναι στο τραπέζι είναι πολύ υψηλότερου προϋπολογισμού. Η κατάργηση του αφορολογήτου κοστίζει 1,92 δισ. ευρώ, η μείωση του χαμηλού συντελεστή από το 22% στο 20% 877 εκατ. ευρώ, η μείωση του φόρου εισοδήματος για τις επιχειρήσεις 150-180 εκατ. ευρώ, η αναμόρφωση της έκτακτης εισφοράς 368 εκατ. ευρώ το 2020 και 613 εκατ. ευρώ από το 2021 και μετά, η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ 209 εκατ. ευρώ, η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση 200-300 εκατ. ευρώ και η 13η σύνταξη 550 εκατ. ευρώ και η έκπτωση για την εφάπαξ καταβολή του φόρου εισοδήματος, 200 εκατ. ευρώ.