Mε απόφαση που εξέδωσε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου ανακλήθηκε η από 19 Οκτωβρίου 2012 συμφωνία εξυγίανσης, που επικυρώθηκε με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω (εκουσία δικαιοδοσία) ως προς τρείς τράπεζες, το Ελληνικό Δημόσιο και τον Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) γνωστής εταιρείας που δραστηριοποιείται στα Δωδεκάνησα.
Η εταιρία έχει εμπορική ιδιότητα και αρχικά είχε ως αντικείμενο την τυποποίηση και συσκευασία ποτών, ειδών διατροφής και αγροτικών προϊόντων, την παραγωγή διαφημιστικού υλικού καθώς και υλικού συσκευασίας, την εισαγωγή, εξαγωγή καθώς και την εμπορία με κέρδος αποικιακών ειδών, ποτών, τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων γενικού εμπορίου, την ίδρυση πολυκαταστημάτων και αντιπροσωπειών ποτών, τροφίμων και ειδών γενικού εμπορίου, την άσκηση ξενοδοχειακών και τουριστικών επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής και την ίδρυση υποκαταστημάτων των δραστηριοτήτων της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το 2012 ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με την εισαγωγή, εμπορία και διανομή αλκοολούχων και μη ποτών και κρασιών και την αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού που παράγουν τα εν λόγω είδη, διατηρώντας για τους σκοπούς της εμπορίας της δύο αποθήκες και πέντε εμπορικά καταστήματα.
Ηδη από τα μέσα του 2009, αντιμετώπιζε πρόσκαιρη έλλειψη ταμειακής ευχέρειας για την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων χρηματικών της υποχρεώσεων, χωρίς ωστόσο να έχει προβεί κατά τρόπο γενικό και μόνιμο σε παύση των πληρωμών της και υπέβαλε το 2012 αίτηση, με την οποία ζητούσε το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης.
Το δικαστήριο, με απόφασή του, έκανε δεκτή την αίτηση εκείνη και διέταξε το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και διόρισε ως μεσολαβητή οικονομολόγο.
Ειδικότερα, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση στην ουσία της, καθώς, μεταξύ άλλων, θεώρησε ότι υπήρχαν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης, προκειμένου να αποφευχθεί η πτώχευσή της, να διασωθεί η επιχείρηση, αλλά και να διασωθούν οι θέσεις εργασίας, οι οποίες κατά το χρόνο συζήτησης ανέρχονταν σε 15.
Στη συνέχεια, μετά και από παράταση της περιόδου της διαδικασίας εξυγίανσης υποβλήθηκε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου το 2012 αίτησή της με την οποία ζητήθηκε η επικύρωση της συμφωνίας που είχε υπογραφεί μεταξύ αυτής και των πιστωτών της. Στην δίκη εκείνη άσκησαν κύρια παρέμβαση το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και το Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία, επικαλούμενα έννομο συμφέρον, ως πιστωτές της (τότε) αιτούσας, ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης.
Δυνάμει της απόφασης που δημοσιεύτηκε το 2013, μετά από συνεκδίκαση της αίτησης για επικύρωση της συμφωνίας και των ασκηθεισών κυρίων παρεμβάσεων, οι τελευταίες απορρίφθηκαν, έγινε δεκτή η αίτηση, επικυρώθηκε η συναφθείσα συμφωνία εξυγίανσης και κηρύχθηκε το πέρας της διαδικασίας εξυγίανσης που είχε ανοίξει.
Με την συμφωνία εξυγίανσης, που συνήφθη μεταξύ της οφειλέτριας εταιρίας και πιστωτών της που είχαν απαιτήσεις σε βάρος της συνολικού ύψους 4.990.836,20 ευρώ, ήτοι ποσό που αντιπροσώπευε (κατά τον χρόνο εκείνο) το 78,43% των συνολικών οφειλών της και 93,78% των εμπραγμάτων ασφαλισμένων απαιτήσεων, προβλέπονταν συγκεκριμένες καταβολές.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου μετά από προσφυγή των τραπεζών έκρινε ότι η εταιρεία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβε, έναντι όλων των πιστωτών της, δυνάμει της συμφωνίας εξυγίανσης.
Συγκεκριμένα, ήδη πριν την σύναψη και επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν ήταν συνεπής και πως δεν αποδεικνύεται ότι η υπερημερία της στην τήρηση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης και η εμπρόθεσμη αποπληρωμή των οφειλόμενων δόσεων οφείλεται σε τυχαία γεγονότα για τα οποία η ίδια δεν έχει ευθύνη και σε κάθε περίπτωση στην αντίθετη προς την καλή πίστη συμπεριφορά των αιτουσών και των λοιπών διαδίκων της δίκης, όπως αυτή ισχυρίζεται τόσο με την έφεσή της όσο και με τις προτάσεις της.
Τονίζεται ειδικότερα πως η οικονομική κρίση που επικαλείται, η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος μειωμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης οινοπνεύματος και μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ για τα Δωδεκάνησα, η παγκόσμια οικονομική κρίση (covid-19) από τις αρχές του 2020, που επηρέασε την λειτουργία της τουριστικής αγοράς στα Δωδεκάνησα και η δυσχέρεια είσπραξης των οφειλών από τους πελάτες της δεν επαρκούν για να αποκλειστεί η υπαιτιότητα του οφειλέτη.