Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αναφλερθηκε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης μιλώντας στο 28th Annual Economist Government Roundtable σε συζήτηση με θέμα «Γεωπολιτικοί πόλεμοι: Ποιες οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ειρήνη».
«Η υπηρεσία στην πατρίδα είναι να μπορούμε να συζητούμε με τους γείτονές μας», τόνισε ο υπουργός και πρόσθεσε: «Δεν θα συμφωνήσουμε σε όλα. Το ξέρουμε. Δεν είμαστε ούτε αφελείς, ούτε αιθεροβάμονες».
«Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να έχουμε και είναι ένα χρέος που έχουμε απέναντι στις επόμενες γενιές, είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες, έτσι ώστε να μπορούμε να συζητούμε, να αποσυμπιέζουμε τις εντάσεις, να δημιουργούμε ένα δρόμο διαλόγου, διπλωματίας, δημοκρατίας» είπε, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Οταν υπάρξει κάποιο ατύχημα πάνω από το Αιγαίο, τότε δεν θα υπάρχει VAR για να το διορθώσουμε».
Οπως είπε ο υπουργός, η Ελλάδα δημιουργεί ένα πλαίσιο διαλόγου, χωρίς υπερβολικές αξιώσεις. Εκτίμησε πως η Ελλάδα έχει χτίσει μια θετική ατζέντα και τα αποτελέσματα είναι εμφανή στο μεταναστευτικό, το οποίο είναι ελεγχόμενο χάρη στην καλή συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
Αναφέρθηκε ακόμη «στην ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στα νησιά μας, όπου επετεύχθη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ενωση, έτσι ώστε να απλοποιηθούν οι διαδικασίες» και να εξασφαλιστεί μεγάλος αριθμός επισκεπτών από την Τουρκία. «Και βεβαίως, έχουν μηδενιστει οι υπερπτήσεις και οι αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών. .
«Για όποιον δεν καταλαβαίνει την αξία αυτών των πραγματικών δεδομένων, λυπάμαι, αλλά το δικό μου χρέος απέναντι στην πατρίδα αυτό μου υπαγορεύει», υπογράμμισε. «Το ατύχημα μπορεί πάρα πολύ εύκολα, όπως μας έδειξε η Μέση Ανατολή, να έχει ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα καταστροφής. Κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν θα το θελήσουμε».
Για Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία
Αναφερόμενος στο ζήτημα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, ο υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε ότι «το διεθνές δίκαιο δεν είναι επιλεκτική διαδικασία», προσθέτοντας πως καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν αποτελεί «διμερές ζήτημα».
Για την περίπτωση της Αλβανίας, υπενθύμισε την υπόθεση Μπελέρη όπου «έχουμε τη φυλάκιση ενός εκλεγμένου δημάρχου που έχει παραμείνει στη φυλακή για σχεδόν 20 μήνες».
«Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις αρχές του κράτους δικαίου που εφαρμόστηκαν και προφανώς, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν μιλάμε για εκπροσώπους των μειονοτήτων. Για εμάς, για τους Ευρωπαίους, είναι σημαντικό, προφανώς, να διαφυλάττουμε τη διαφορετικότητα και να μεριμνούμε για όλες τις μειονότητες. Ο δρόμος υπάρχει, εντούτοις χρειάζονται σαφείς αποδείξεις ότι υπάρχει πλήρης σεβασμός».
Οσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, διεμήνυσε ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι επιλεκτική διαδικασία.
«Είναι τόσο απλό. Το Διεθνές Δίκαιο είναι το θεμέλιο της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Αν μπορούσαμε να επιλέγουμε ορισμένες από τις διατάξεις των συνθηκών και κάποιες άλλες να τις αφήναμε ανενεργές, τότε προφανώς, δεν θα υπήρχε κανενός είδους Διεθνές Δίκαιο ή διεθνής κοινότητα».
«Πρέπει να τηρούμε τις διεθνείς συνθήκες», επεσήμανε, προσθέτοντας πως η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση, αντέδρασε σαφώς στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά δήλωσε πως από τη στιγμή που θα υπάρξει επικύρωση, τότε δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής και πρέπει να τη σεβαστούμε πλήρως.
«Αυτό είναι που πραγματικά απαιτούμε από τη Βόρεια Μακεδονία και πιστεύουμε ότι η διεθνής κοινότητα είναι σαφώς με το μέρος μας», σημείωσε. «Υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή προοπτική: πρώτον, το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεύτερον, το Διεθνές Δίκαιο, και οι διεθνείς συνθήκες και τρίτον, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Επί αυτών των ζητημάτων δεν μπορεί να υπάρξουν εκπτώσεις».
Ο υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε ότι η Ελλάδα έχει ταχθεί με μεγάλη ένταση και ως μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την ένταξη όλων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και θα συνεχίσει να το πράττει.
Τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν πραγματικό ναρκοπέδιο, ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών και τόνισε πως συνεπώς, είναι αναγκαίο ιστορικά η Ελλάδα να διατηρήσει τη δυναμική που οικοδόμησε εδώ και 20 χρόνια με την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης.
«Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα success story», επεσήμανε, λέγοντας ότι για αυτό τον λόγο είναι σημαντική η διεύρυνση προς τη Μολδαβία και την Ουκρανία, αλλά και προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο.
Οπως ανέφερε, στην εκλογή της ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η Ελλάδα ψηφίστηκε από 182 χώρες σε σύνολο 188 χωρών.
Ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε πως στη σύγχρονη συγκυρία, υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής: «Η υπερεδαφικότητα, δηλαδή το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, το οποίο υπάρχει για άλλες γεωγραφικές περιοχές ή για άλλα ακόμα πιο ενισχυμένα φαινόμενα». Και βεβαίως η ασυμμετρία των φαινομένων αυτών, η δύσκολη προβλεψιμότητα σε σχέση με το πού πηγαίνει ο κόσμος και πού πηγαίνουν τα φαινόμενα».
«Για εκείνον, ο οποίος θέλει να ασκεί μια εξωτερική πολιτική, η οποία θα στηρίζεται στην προβλεψιμότητα και στη φρόνηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει πια να προβλέψει το μέλλον», τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Η επιθετικότητα είναι υπερεδαφική και ασύμμετρη. Η κλιματική κρίση είναι υπερεδαφική και ασύμμετρη. Το βλέπουμε με το καθημερινό δελτίο πυρκαγιών. Η δημόσια υγεία είναι υπερεδαφική, χτυπάει όλο τον κόσμο, όπως είδαμε την εποχή του Covid. Και είναι και ασύμμετρη. Και κάθε φαινόμενο, το οποίο αναπτύσσεται πλέον δεν έχει τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα».
Για τη Μέση Ανατολή
Αναφερόμενος στο ζήτημα της Μέσης Ανατολής επεσήμανε πως όλοι αντιλαμβάνονται ότι θα πρέπει να υπάρξει παύση εχθροπραξιών. «Θα πρέπει να έχουμε ανθρωπιστική βοήθεια σε εκείνους οι οποίοι πλήττονται. Θα πρέπει να έχουμε άμεση απελευθέρωση των ομήρων, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιούνται κατά παράβαση κάθε έννοιας ανθρώπινης αξίας, ως διαπραγματευτικό όπλο».
Ομως, «η διεθνής κοινότητα, αν και ομόφωνα ταγμένη πάνω σε αυτές τις βασικές παραδοχές, εντούτοις έχει μια παντελή αδυναμία να μπορέσει να βρει το μέσο εκείνο, το οποίο θα οδηγήσει στο αποτέλεσμα».
«Ολοι επιθυμούμε να έχουμε την ειρήνη στην περιοχή υπό όρους που είναι λίγο ως πολύ γνωστοί και αποδεκτοί και έχουν προδιαγραφεί και στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Γενικής Συνέλευσης. Πλην όμως έχουμε μια σοβαρότατη αδυναμία να μπορέσουμε να επιβάλουμε εκείνο, το οποίο φαίνεται στα δικά μας τα μάτια να είναι αυτονόητο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Για την Ουκρανία
Το ίδιο, όπως ανέφερε, ισχύει και για την Ουκρανία και υπογράμμισε απατώντας σε κριτική που έχει δεχτεί η χώρα γιατί τάσσεται τόσο ανοιχτά υπέρ της Ουκρανίας. «Ενας πόλεμος ο οποίος έχει έναν επιτιθέμενο και έναν αμυνόμενο, όπου ο επιτιθέμενος έχει ως βασικό του σκοπό να αλλοιώσει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, είναι ένας πόλεμος, τον οποίο θα πρέπει όλοι να τον αντιλαμβανόμαστε ως δικό μας πόλεμο».
«Αν κάποια στιγμή στην ιστορία σκεφτούμε ίσως και τα οφέλη που μπορεί να έχει για την πολιτική μιας χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, το να μην σταθούμε στο πλευρό του αμυνόμενου εκείνου που δέχεται την επίθεση, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα έχουμε χάσει το έννομο συμφέρον να μπορούμε να επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο, τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Για να μπορέσουμε τότε να συρρικνώσουμε όσο το δυνατόν την επιθετικότητα και να αναπτύξουμε τον μεγάλο πυρήνα της διεθνούς ασφάλειας, η οποία θα είναι συντεταγμένη με το Διεθνές Δίκαιο».
«Εχουμε επιλέξει μια εξαιρετικά πολυμερή, πολυκεντρική εξωτερική πολιτική, μια ενεργητική εξωτερική πολιτική», επεσήμανε και πρόσθεσε πως «κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας, στο πλαίσιο της ΕΕ, ίσως οι μεγαλύτερες αποφάσεις που ελήφθησαν έχουν τη σφραγίδα της Ελλάδας ή και της Ελλάδας, όπως είναι για παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ήταν πρόταση και του Έλληνα Πρωθυπουργού το ψηφιακό πιστοποιητικό για τον COVID, το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, στο οποίο είχαμε μια εξαιρετικά ενεργό συμμετοχή».
Σήμερα, πρόσθεσε, η πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού μαζί με τον Πολωνό Πρωθυπουργό για να αναπτυχθεί μια ευρωπαϊκή άμυνα, η οποία θα θωρακίσει την Ευρώπη και από την άλλη πλευρά θα απελευθερώσει τις δυνάμεις εκείνες των κρατών μελών για να μπορούν να αποδίδουν έμφαση στην ειρήνη.