Τρίτο σε καθυστερήσεις στην Ευρώπη το «Ελευθέριος Βενιζέλος», με υπερδιπλασιασμό μεταξύ 2017 και 2018. Αλυσιδωτές επιβαρύνσεις σε αεροπορικές, επιβάτες και περιφερειακά αεροδρόμια. Τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας φωτογραφίζει ο ΔΑΑ. Ποιες ευθύνες αποδίδουν στον αερολιμένα οι ελεγκτές.
Εικόνες «μποτιλιαρίσματος» στα αεροδρόμια της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του «Ελευθέριος Βενιζέλους» της Αθήνας, καταγράφονται τις τελευταίες μέρες, καθώς η τουριστική κίνηση προς τη χώρα εισέρχεται στην απόλυτη περίοδο αιχμής του καλοκαιριού.
Συνωστισμός, ατέλειωτες ουρές αναμονής στα σημεία ελέγχου των επιβατών και παραλαβής αποσκευών και καθυστερήσεις. Οι τελευταίες μπορεί να διαρκούν μερικά λεπτά στις πρωινές πτήσεις, αλλά σωρεύονται κατά τη διάρκεια της ημέρας και φθάνουν να ξεπερνούν την ώρα ή και ακόμα περισσότερο στις απογευματινές ή βραδινές.
Τη Δευτέρα 29/7, πτήση εσωτερικού ήταν προγραμματισμένη να αναχωρήσει στις 17:45 από Μύκονο, για να φθάσει στην Αθήνα στις 18:20. Έφθασε, τελικά, με δίωρη καθυστέρηση στις 20:15. Την ίδια μέρα, άλλη πτήση εσωτερικού επρόκειτο να αναχωρήσει από τη Ρόδο στις 18:15 για να φθάσει στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας στις 19:15. Έφυγε τελικά από το νησί με μία ώρα καθυστέρηση στις 19:00 και προσγειώθηκε στην Αθήνα στις 20:00.
Στελέχη γραφείων ταξιδίων μετέφεραν στο Euro2day.gr αυξανόμενα περιστατικά να έχουν επιβιβαστεί οι επιβάτες στο αεροπλάνο και αυτό να αναμένει επί ώρα στην πίστα αεροδρομίου, πριν πάρει το πράσινο φως να αναχωρήσει, αφού το «μποτιλιάρισμα» σε συγκεκριμένες ώρες πάνω από την Αθήνα δεν επέτρεπε να απογειωθεί νωρίτερα.
Το αποτέλεσμα είναι επιβάτες που ταξιδεύουν για τον τελικό τους προορισμό με ενδιάμεσο σταθμό, συχνά να χάνουν τις πτήσεις ανταπόκρισης. Στελέχη ταξιδιωτικών γραφείων, μάλιστα, μεταφέρουν την αγανάκτηση πελατών τους, οι οποίοι δεν αναχωρούν με τις καλύτερες εντυπώσεις από την Ελλάδα.
Το αεροδρόμιο Μυκόνου, ιδιαίτερα, λόγω της αυξημένης κίνησης που παρουσιάζει, φέρεται να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, με αρκετούς επιβάτες που ταξιδεύουν συχνά στο νησί να στρέφονται πλέον στη λύση της μετακίνησης με πλοίο, για να αποφύγουν την ταλαιπωρία.
Όπως εξηγούν στελέχη της ελληνικής αεροπορικής και τουριστικής αγοράς, ένα ποσοστό των καθυστερήσεων στα περιφερειακά αεροδρόμια -εκτός των δικών τους ελλείψεων- οφείλεται στην υπερφόρτωση της εναέριας κυκλοφορίας στην περιοχή της Αθήνας.
Τρίτο σε καθυστερήσεις στην Ευρώπη το «Ελευθέριος Βενιζέλος»
Στην περίπτωση του αεροδρομίου της Αθήνας, το πρόβλημα των καθυστερήσεων πτήσεων είναι διαγνωσμένο από καιρό. Αυτό προκύπτει από επιστολή που απέστειλε στις 8/3/2019 ο Γ. Δ/ντής του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ), με θέμα «Διαχείριση Εναέριας Κυκλοφορίας-Χωρητικότητα Τερματικής Περιοχής Αθηνών (ΤΜΑ) και Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ)».
Στην επιστολή του, ο Γ. Δ/ντής του ΔΑΑ Γιάννης Παράσχης κάνει λόγο για «μεγάλο πρόβλημα περιορισμών χωρητικότητας που επιβάλλονται στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών αεροναυτιλίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σταδιακή αύξηση των καθυστερήσεων, κυρίως εκ του λόγου αυτού».
Ο επικεφαλής του ΔΑΑ παραθέτει, μεταξύ άλλων, στοιχεία που έστειλε στις 14/2/2019 ο Γ. Δ/ντής του Eurocontrol σχετικά με τον ετήσιο απολογισμό καθυστερήσεων πτήσεων 2018 για τη διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας που αφορά στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Ο απολογισμός συνοδευόταν από συγκριτικά στοιχεία για τα κύρια ευρωπαϊκά αεροδρόμια όπως τα κατέγραψε ο διαχειριστής του ευρωπαϊκού δικτύου εναέριας κυκλοφορίας (Eurocontrol)
Σύμφωνα με το Eurocontrol, οι καθυστερήσεις πτήσεων στο αεροδρόμιο της Αθήνας αυξήθηκαν το 2018 κατά 237% σε σχέση με το 2017, που επίσης ήταν μια κακή χρονιά από πλευράς καθυστερήσεων, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Από το σύνολο των καθυστερήσεων, το 78,5% αποδίδεται σε αδυναμίες του παρόχου υπηρεσιών αεροναυτιλίας στον ΔΑΑ και στην τερματική περιοχή Αθηνών (ΤΜΑ).
Με βάση τα σχετικά στοιχεία, το αεροδρόμιο της Αθήνας πέτυχε την τρίτη χειρότερη επίδοση μεταξύ των 25 συγκρίσιμων ευρωπαϊκών αεροδρομίων, κατά το Eurocontrol. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το 2018 η κατάσταση στη διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας παρουσίασε αδυναμίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αναφέρεται.