Κλιμάκιο της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ε.Α.Γ.Μ.Ε.), πραγματοποίησε επίσκεψη στη Νήσο Μεγίστη (Καστελόριζο) το νοτιοανατολικότερο άκρο της Ελλάδας, στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου «Δίκτυο Παρακολούθησης Υπόγειων Νερών» (ΔΙΠΥΝ).
Κατά την επίσκεψη στην Νήσο Μεγίστη πραγματοποιήθηκε μέτρηση στάθμης του υπόγειου υδροφορέα στα υδροσημεία (2 φρέατα) που έχουν οριστεί για παρακολούθηση. Ελήφθησαν δείγματα νερού, στα οποία εκτελέστηκαν φυσικοχημικές μετρήσεις με όργανο χειρός. Τέλος πραγματοποιήθηκε συνάντηση της γεωλόγου Κωνσταντίνας Τσούλου με το Δήμαρχο κ. Γιώργο Σαμψάκο. Ο Δήμαρχος ενημερώθηκε για την ισχύουσα κατάσταση των υπόγειων νερών του νησιού.
Η ενημέρωση αφορούσε την περιγραφή της υπόγειας υδροφορίας της Μεγίστης, η οποία είναι περιορισμένου υδρογεωλογικού ενδιαφέροντος, εντοπίζεται δε σε ανθρακικούς και προσχωματικούς σχηματισμούς. Σχεδόν όλο το νησί δομείται από ασβεστόλιθους καρστικοποιημένους και έντονα ρωγματωμένους, οι οποίοι έχουν άμεση υδραυλική επικοινωνία με τη θάλασσα, με αποτέλεσμα τη διείσδυση του θαλασσινού νερού.
Οι ελάχιστες γεωτρήσεις που έχουν ανορυχθεί στο νησί κρίθηκαν μη εκμεταλλεύσιμες λόγω υφαλμύρινσης. Στον οικισμό ωστόσο του Καστελόριζου εμφανίζονται πλευρικά κορήματα με ασθενή υδροφορία περιορισμένης έκτασης και πάχους, όπου έχουν ανορυχθεί ρηχά φρέατα, τα οποία στην πλειονότητά τους, δε χρησιμοποιούνται καθώς οι υδρευτικές και αρδευτικές (μικρής κλίμακας) ανάγκες του νησιού καλύπτονται από τη λειτουργία μονάδας αφαλάτωσης.
Κύριος άξονας του έργου ΔΙΠΥΝ είναι η συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιοτικής και ποσοτικής κατάστασης των σημαντικών υπόγειων υδροφόρων συστημάτων, σε 14 Υδατικά Διαμερίσματα της χώρας, προκειμένου να καλύπτονται στο μέγιστο δυνατό οι απαιτήσεις των Οδηγιών 2000/60/ΕΚ, 2006/118/ΕΚ και 91/676/ΕΟΚ. Απώτερος στόχος είναι η προστασία των υπόγειων νερών, εφαρμόζοντας μέτρα παρέμβασης προκειμένου να επιτευχθεί αναστολή ή/και ανάταξη της ποιοτικής τους κατάστασης. Το έργο ΔΙΠΥΝ περιλαμβάνει εργασίες υπαίθρου, που στοχεύουν στη συγκέντρωση δεδομένων υδρολογικού, υδρογεωλογικού, υδροχημικού, και φυσικοχημικού χαρακτήρα, τα οποία εν συνεχεία επεξεργάζονται και αξιολογούνται.