Από το 1964 έως σήμερα το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι από τα πλέον πολύπαθα και συζητημένα εκπαιδευτικά ζητήματα
Ελάχιστοι ήταν οι υπουργοί Παιδείας έως σήμερα που δεν «άγγιξαν» δύο θέματα: Τις πανελλαδικές εξετάσεις και τις πρυτανικές εκλογές για διοικήσεις στα ΑΕΙ.
Οι περισσότεροι από αυτούς θέλησαν να συνδέσουν τα δύο αυτά κορυφαία ζητήματα για την εκπαιδευτική κοινότητα (το πρώτο για χιλιάδες οικογένειες, το δεύτερο για την αίγλη της εξουσίας που μετέφερε), με μια κεντρική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα έφερνε το όνομά τους. Τα χρόνια που προηγήθηκαν απέδειξαν ότι μια αλλαγή τέτοιας εμβέλειας που δεν έχει προσεκτικά μελετηθεί, μπορεί πολύ πιο εύκολα να καταστρέψει παρά να βελτιώσει μια πολιτική καριέρα.
Ετσι, «από το 1964, έτος κατά το οποίο ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την επιλογή των υποψηφίων για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια από το υπουργείο Παιδείας, το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι ένα από τα πιο συζητημένα εκπαιδευτικά ζητήματα».
Με τη φράση αυτή ξεκινάει η μελέτη που ολοκλήρωσε πρόσφατα ο Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων και στην οποία καταγράφονται… 53 χρόνια εξεταστικών μεταρρυθμίσεων. Με τα τελευταία δέκα, το εξεταστικό σύστημα να έχει μεταβληθεί κυριολεκτικά στην πολιτική εμμονή κάθε υπουργού Παιδείας, χωρίς κανένας ωστόσο να κατορθώσει να παρουσιάσει μια πρόταση αξιόπιστη.
Η ιστορία είναι μεγάλη: «Από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837 και μέχρι το 1924, η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν χωρίς σημαντικούς φραγμούς, με την προϋπόθεση οι υποψήφιοι να είναι κάτοχοι απολυτηρίου Γυμνασίου» αναφέρεται στη μελέτη του Οργανισμού.
Οι απόφοιτοι άλλων σχολείων καθώς και οι «κατ’ οίκον διδαχθέντες» υποχρεούνταν να υποστούν εξετάσεις μέσα σε ένα Γυμνάσιο που θα οριζόταν από τη Γραμματεία της Δημόσιας Εκπαίδευσης, και να εμφανίσουν το αποδεικτικό αυτής της εξέτασης. Mόνοι οι αλλοδαποί φοιτητές εξετάζονταν από επιτροπή καθηγητών του Πανεπιστημίου. Στον χώρο της τεχνικής εκπαίδευσης, οι απόφοιτοι του ιδρυθέντος το 1886 Πρακτικού Λυκείου εγγράφονταν μετά από εισαγωγικές εξετάσεις στις 4ετούς διάρκειας ανώτατες σχολές Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανουργών του ΕΜΠ, το οποίο προήχθη σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα το 1887» αναφέρεται.
Τη διενέργεια γραπτών εισαγωγικών εξετάσεων ακολούθησαν και άλλες σχολές (Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών το 1920).
Το 1922 θεσπίστηκαν για πρώτη φορά οι εισαγωγικές εξετάσεις, που εφαρμόστηκαν δύο χρόνια στη Φυσικομαθηματική Σχολή και από το 1926 στις υπόλοιπες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ετσι, τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1963, οι εισαγωγικές εξετάσεις διοργανώνονταν από κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά.
Οι πρώτες εξετάσεις
Το 1964 γίνονται για πρώτη φορά κοινές εισιτήριες εξετάσεις για όλα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα, οι οποίες διενεργούνται κεντρικά από το υπουργείο Παιδείας με θέματα κοινά για όλους τους υποψηφίους.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στη μελέτη, από το 1964 και μέχρι σήμερα ισχύει ένα «συγκεντρωτικό σύστημα» για την είσοδο των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι εξετάσεις (με διάφορες ονομασίες και παραλλαγές στο σύστημά τους) αποτελούσαν (και εξακολουθούν να αποτελούν) κεντρικό άξονα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ετσι ακολουθούν:
1964: Οι πρώτες εισιτήριες εξετάσεις κεντρικά και ενιαία για όλα τα ΑΕΙ από το υπουργείο Παιδείας. Οι σχολές χωρίστηκαν σε τέσσερις οµάδες με συντελεστή για κάθε µάθηµα που κυμαινόταν από το 2 µέχρι το 7, ανάλογα με τη σχολή.
1965-1966: Ακαδημαϊκό Απολυτήριο (Α’ τύπος, που δίνει πρόσβαση στις σχολές Θεολογίας, Νομικής, Φιλοσοφίας και Β’ τύπος, που δίνει πρόσβαση στις σχολές Ιατρικής, Οδοντιατρικής, Κτηνιατρικής, Πολυτεχνείου, Φυσικομαθηματικού, Γεωπονίας και Δασολογίας). H μέση γενική εκπαίδευση διαιρείται σε δύο αυτοτελείς τύπους σχολείων, το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Καταργούνται οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο και καθιερώνεται η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και η δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες.
Η δημοτική γλώσσα ορίζεται ως ισότιμη με την καθαρεύουσα και η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο γίνεται από μεταφράσεις, με εξαίρεση τρεις ώρες εβδομαδιαίως στη Γ’ Γυμνασίου. Καθιερώνεται το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο. Ιδρύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Τα θέματα των εξετάσεων είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους κατά τύπο Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου. Ορίζονται από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων και αποστέλλονται μία ή δύο μέρες πριν την έναρξη των εξετάσεων στις Τοπικές Επιτροπές, σε φωτοαντίγραφα μέσα σε σφραγισμένους απόρρητους φακέλους. Στον γενικό μέσο όρο του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου συνυπολογίζεται ο βαθμός προαγωγής από τη Β’ στη Γ’ Λυκείου και το Απολυτήριο Λυκείου.
1967-1979: Γενικές Εισιτήριες Εξετάσεις (κύκλοι σχολών ΑΕΙ και ΚΑΤΕΕ). Ο νόμος που ψηφίστηκε το 1967 για την ανώτατη εκπαίδευση κατήργησε για τα ακαδημαϊκά έτη 1967-68 και 1968-69 το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, επανέφερε «τας εισιτηρίους εξετάσεις διά τας Ανωτέρας και Ανωτάτας Σχολάς», επανέφερε τη διδασκαλία της καθαρεύουσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, επανέφερε τις εισαγωγικές εξετάσεις από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο που έγινε εξατάξιο, κατήργησε την επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης στο Γυμνάσιο.
Οι εξετάσεις διενεργούνταν στις έδρες των πανεπιστημίων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα) από τις Επιτροπές Εξετάσεων που εδρεύουν στις 4 έδρες των πανεπιστημίων. Τα θέματα ορίζονταν από την Κεντρική Επιτροπή Εισιτηρίων Εξετάσεων και επιλέγονταν από τη διδαχθείσα, σε όλες τις τάξεις του Γυμνασίου, ύλη. Διαβιβάζονταν με τηλέτυπο στις 4 Επιτροπές Εισιτηρίων Εξετάσεων.
Ωστόσο μετά την πτώση της χούντας κατατέθηκε στη Βουλή στις 12 Μαΐου 1975 η αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου βάσει του οποίου δρομολογούνται σημαντικές μεταβολές σε όλους τους τομείς.
Ετσι, ακολούθησε: αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας της εκπαίδευσης, χωρισμός του εξαταξίου Γυμνασίου σε τριετές Γυμνάσιο και τριετές Λύκειο, επιμήκυνση του υποχρεωτικού χρόνου σπουδών από 6 σε 9 χρόνια, δημιουργία Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στο να αποσυμφορηθεί η Γενική Εκπαίδευση, θέσπιση εισαγωγικών εξετάσεων για τα Λύκεια και πανελληνίων εξετάσεων για την
εισαγωγή στα ΑΕΙ στο πλαίσιο της λειτουργίας του Λυκείου, αντικατάσταση των εξετάσεων εισόδου στα ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τις οποίες διενεργούσαν πριν τα ίδια τα ιδρύματα, με γενικές αντικειμενικές εξετάσεις για όλα τα ιδρύματα, γνωστές ως εξετάσεις Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου, καθιέρωση στο Γυμνάσιο της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση, καθιέρωση του μαθήματος του επαγγελματικού προσανατολισμού, εισαγωγή του θεσμού των πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων στο Γυμνάσιο, εισαγωγή του θεσμού των μαθητικών κοινοτήτων.
Οι μαθητές και των δύο τύπων Λυκείου μπορούσαν πλέον να συμμετάσχουν, στο τέλος της Β’ και Γ’ τάξης, στις πανελλήνιες εξετάσεις, η βαθμολογία των οποίων (μαζί με τους βαθμούς του ενδεικτικού των τάξεων αυτών) αποτελούσε το κριτήριο για την εισαγωγή στις Ανώτατες και Ανώτερες Σχολές, που αντιστοιχούσαν στον τύπο ειδίκευσης που διάλεξαν οι μαθητές μέσα στο Λύκειο
1980-1982: Πανελλήνιες εξετάσεις των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου.
Οι εξετάσεις αλλάζουν εντελώς μορφή και ονομάζονται Πανελλήνιες Εξετάσεις Τύπου Α’ και Τύπου Β’. Οι σχολές των πανεπιστηµίων χωρίστηκαν σε δύο οµάδες (τύπους): Α’ Θεωρητικής Κατεύθυνσης: Φιλοσοφικές, Νοµικές, Θεολογικές σχολές, Β’ Θετικής Κατεύθυνσης: Πολυτεχνικές, Φυσικοµαθηµατικές, Ιατρικές σχολές. Οι σχολές Οικονοµικών Επιστηµών εντάχθηκαν και στους δύο τύπους.
Με τον νόμο αυτόν γίνονται ουσιαστικές αλλαγές, όπως: ο μεγάλος περιορισμός της ύλης, η οποία καθορίζεται από τη διδαχθείσα στις 3 τάξεις του Λυκείου. Οι πανελλήνιες εξετάσεις γίνονται στη Β’ και Γ’ τάξη του Λυκείου και συμμετέχουν όλοι οι μαθητές που φοιτούν, ανεξάρτητα εάν θέλουν να εισαχθούν σε κάποια σχολή ή όχι (δηλαδή συμμετέχουν στις εξετάσεις για να προαχθούν και για να πάρουν το απολυτήριό τους).
1983-1999: Γενικές εξετάσεις (Δέσµες).
Το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αλλάζει ξανά το 1983 και καθιερώνεται το σύστημα των γενικών εξετάσεων (οι γνωστές μας «Δέσμες»), το οποίο ήταν το μακροβιότερο σύστημα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα μέχρι και το 1999, με μικρές αλλαγές, το 1988 και το 1991, που όμως δεν άλλαξαν τη γενική του φιλοσοφία. Με αυτό το σύστημα, καθιερώνονται 4 Δέσμες μαθημάτων ανά επιστημονική κατεύθυνση και αντίστοιχα σχολών που μπορεί να εξεταστεί και να δηλώσει ο υποψήφιος.
2000-2015: Πανελλαδικές εξετάσεις (προαγωγικές και απολυτήριες).
Από το 1997 ακόμη γίνονται μικροαλλαγές, από το 2000 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά νέο σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για τους αποφοίτους του Ενιαίου Λυκείου. Είμαστε στην περίοδο του περίφημου συστήματος Αρσένη, με την εξέταση περισσότερων μαθημάτων για την εισαγωγή σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Τρεις κατευθύνσεις (Θεωρητική, Θετική, Τεχνολογική κατεύθυνση, πέντε επιστημονικά πεδία).
Το επόμενο χρονικό διάστημα, τα εξεταζόμενα μαθήματα της Γ’ Λυκείου σε πανελλαδικό επίπεδο συνεχώς μειώνονται: από δεκατέσσερα μαθήματα το 2000, γίνονται εννιά (το 2001) και τελικά έξι το 2006. Το 2005 καταργούνται οι πανελλαδικές εξετάσεις της Β’ Λυκείου.
2016: Νέο εξεταστικό σύστημα.
Με τον Ν.4186/2013 ιδρύεται το Νέο Λύκειο, με εφαρμογή από το 2013 στην Α’ Λυκείου και σταδιακά σε πλήρη εφαρμογή μέχρι το 2015 στη Γ’ Λυκείου και άρα στις πανελλαδικές εξετάσεις. Ωστόσο, ο Νόμος δέχτηκε αρκετές τροποποιήσεις και σε χρονική μετάθεση και στην ουσία του, ώστε τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη Γ’ Λυκείου.
Νόμοι, διατάγματα και συνεχείς αλλαγές
Το νέο σύστημα προς εφαρμογή στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2016 αποτελεί τύποις τροποποίηση του Νέου Λυκείου του Ν.4186/2013, αλλά στην ουσία ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, που μοιάζει αρκετά αρκετά με το σύστημα των Δεσμών.
Στην προτελευταία τάξη του Γενικού Λυκείου οι μαθητές επιλέγουν μία από τις δύο ομάδες προσανατολισμού (Ανθρωπιστικών ή Θετικών Σπουδών).
Τα προηγούμενα χρόνια ωστόσο γίνονται σειρά από μικροαλλαγές και «πασαλείμματα» επιστημονικών αντικειμένων που όταν δημιουργούν προβλήματα ανατρέπονται.
Οπως αναφέρεται στην έρευνα του Οργανισμού, οι διαδικασίες των πανελλαδικών εξετάσεων τον τελευταίο μισό αιώνα παρουσιάζουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά:
n Διαδικασία αυστηρά ελεγχόμενη από το υπουργείο Παιδείας σε κεντρικό επίπεδο. Δεν παρατηρείται καμία τάση αποκέντρωσης ούτε προς τα ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ούτε σε περιφερειακό επίπεδο νομών, δήμων ή σχολικών μονάδων.
n Ο αριθμός εισακτέων καθορίζεται από το υπουργείο Παιδείας σε κεντρικό επίπεδο και είναι σταθερός και κλειστός (numerus clausus). Τα ιδρύματα δεν παίζουν ουσιαστικό ρόλο, παρά μόνο με εισηγητικές προτάσεις για τον αριθμό εισακτέων που θα δεχτούν.
n Ο αριθμός των τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης βαίνει συνεχώς αυξανόμενος. Η αύξηση αυτή ανακόπηκε με την εφαρμογή του σχεδίου «Αθηνά» για την αναδιάρθρωση του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης το 2013, οπότε τα τμήματα της Τριτοβάθμιας από 534 μειώνονται σε 405.
n Ο αριθμός των εξεταζόμενων μαθημάτων είναι σχετικά σταθερός (4-6 μαθήματα). Μια πρόσκαιρη εξαίρεση παρατηρήθηκε το 2000 με την πρώτη εφαρμογή του Ενιαίου Λυκείου, οπότε και αυξήθηκαν κατακόρυφα τα εξεταζόμενα μαθήματα.
n Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι κατ’ εξοχήν εισαγωγικές και λιγότερο απολυτήριες. Με αυτόν τον τρόπο έχει γίνει προσπάθεια να μείνει το Λύκειο αυτόνομη βαθμίδα και όχι προστάδιο του Πανεπιστημίου και το απολυτήριό του ανεξάρτητο από την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Μακρόχρονη εξαίρεση αποτέλεσε το Ενιαίο Λύκειο, με μικρή όμως τελικά προσμέτρηση των ενδοσχολικών βαθμών.
n Το σύστημα παρουσιάζει μια σταθερή αξιόπιστη εικόνα. Επί δεκαετίες οι πανελλαδικές εξετάσεις θεωρούνται και είναι αδιάβλητες και αντικειμενικές. Αυτό αποτελεί αιτία και συνάμα αποτέλεσμα της διατήρησης του αυστηρού κεντρικού ελέγχου των εξετάσεων από το υπουργείο Παιδείας.
Πέραν από τους βασικούς νόμους για τις πανελλαδικές εξετάσεις βέβαια, υπάρχουν ακόμη δεκάδες νόμοι και εκατοντάδες προεδρικά διατάγματα…
Το ΒΗΜΑ