Εντός της ημέρας αναμένεται να κατατεθεί επισήμως στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής, υπογεγραμμένη από 50 βουλευτές -όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό, προκειμένου να ξεκινήσουν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Ολόκληρη η πρόταση, η αιτιολογική Έκθεση, καθώς και ο συγκριτικός πίνακας «Τι ισχύει – Τι προτείνεται», έχουν ως εξής:
Η συνταγματική αναθεώρηση συνιστά κεντρική στιγμή στη λειτουργία του πολιτεύματος, ειδικά προκειμένου για αυστηρά Συντάγματα, όπως το ελληνικό. Αποσκοπεί όχι μόνο να διορθώσει ατέλειες, αστοχίες και δυσλειτουργίες ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά κυρίως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πραγματικό σύνταγμα, η εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου στην πολιτική πράξη.
Η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και η μετάβαση σε μια νέα ιστορική φάση, μας υποχρεώνει να αφοσιωθούμε στις μεγάλες θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, τον απαραίτητο θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Μια προσπάθεια που εκκινήσαμε ήδη από το 2015, ενισχύοντας την κοινοβουλευτική διαδικασία και προχωρώντας σε σειρά θεσμικών παρεμβάσεων, παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη της αυστηρής επιτροπείας.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και κατοχυρώνοντας, όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική ισότητα της ψήφου.
Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νομοθετημάτων για τη διεύρυνση των ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Όλα αυτά ήταν βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά και λαϊκά αιτήματα. Η αναθέωρηση του Συντάγματος όμως δεν συγκεφαλαιώνει απλώς, αλλά προωθεί περαιτέρω, ώριμες και αναγκαίες προοδευτικές τομές, τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο όμως και για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Βασικός στόχος της αναθεώρησης, είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες.
Από τη μια μεριά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας οργάνωσης -μη οργάνωσης- που δήθεν ήταν αποτέλεσμα της ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Αλλά αντίθετα, αποτελούσε πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση:
• για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό,
• τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού
• για την ανοχή, σε τελική ανάλυση, της γενικευμένης φοροδιαφυγής που λειτούργησε και ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα. Έφερε στο προσκήνιο με ένταση, λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της ίδιας της δημοκρατίας. Και τέλος, μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Tα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, έπληξαν τον πυρήνα της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας μας. Απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης και πολιτικούς φορείς. Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία. Και όλα αυτά συνέβησαν σε συνθήκες μετασχηματισμών του κράτους, των θεσμών και των δομών του. Μετασχηματισμών που έχουν ήδη οδηγήσει σε ενίσχυση μηχανισμών, των οποίων η εξουσία δεν πηγάζει από τη λαϊκή βούληση αλλά από μια δήθεν αντικειμενική τεχνική γνώση που υποτίθεται πως κατέχουν. Μια γνώση που είναι στην πραγματικότητα η άλλη όψη μιας εξουσίας.
Πρόκειται εδώ, για την κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που υψώνει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του από τη μια και των πολλαπλών πλέον κέντρων λήψης των αποφάσεων από την άλλη. Και πρέπει να κατανοήσουμε τόσο την ιδεολογία αυτή, όσο και τους μετασχηματισμούς που προκαλεί. Με κυριότερο από αυτούς, τη διαρκή αφαίρεση πεδίων από την ύλη της δημοκρατικής πολιτικής σύγκρουσης. Έτσι, κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί, ανεξάρτητες αρχές, αποκτούν συχνά όχι μόνο την δυνατότητα να ασκούν πειθαρχικές λειτουργίες αλλά και να επιβάλουν πολιτικές που παρουσιάζονται μάλιστα ως μονόδρομος, ως αναγκαιότητες.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη, είμαστε υποχρεωμένοι να προωθήσουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του Κοινοβουλίου, όσο όμως και του ελέγχου που αυτό ασκεί, τόσο στις εκάστοτε κυβερνήσεις, όσο, όμως, και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εν τέλει εξουσία. Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες, η εξουσία των οποίων πηγάζει απευθείας και άρα ελέγχεται απευθείας, από το λαό. Αλλά και μέτρα που θα ενισχύουν την λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή αλλά και την λήψη των αποφάσεων από τους ίδιους τους πολίτες.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό προτείνουμε:
Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.
Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί τον θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και νέος Πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά, δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί και τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους, πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.
Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό είναι ένα μέτρο που ισχυροποιεί την εκάστοτε Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γι’αυτό το λόγο, που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει, παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό, εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης.
Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης, αλλά και σεβασμού της λαϊκής βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο.
Επίσης εντός της ίδιας λογικής, εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή εκλεγμένος βουλευτής. Μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από τα χρόνια της κρίσης. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου.
Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών είναι και η υποχρέωση, νέες ανεξάρτητες αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός τους, έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους.
Αν η ενίσχυση όμως του Κοινοβουλίου και της εκλεγμένης Κυβέρνησης αποτελεί τον έναν πόλο της πρότασής μας, η ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης αποτελεί τον άλλο. Και τούτο φυσικά, συναρτάται επίσης με την εμπειρία των προγραμμάτων προσαρμογής, την κρίση αντιπροσώπευσης που πυροδότησαν και τις λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, ιδίως στην αρχή της κρίσης.
Το κίνημα των πλατειών, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, πέραν του θυμού και της οργής απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έθεσε στην ημερήσια διάταξη και ένα καίριο ερώτημα που αφορά τα όρια της αντιπροσώπευσης. Έθεσε το αίτημα για απευθείας συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση της πολιτικής και των κρίσιμων αποφάσεων. Απαίτησε να μην είναι ο λαός παρατηρητής των εξελίξεων όσο θα διαρκεί η τετραετία μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Και ο λαός αποτελεί για μας την βασική εγγύηση τήρησης της δημοκρατικής αρχής. Επειδή είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε, ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε. Για αυτό προτείνουμε την κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και την θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν το λαό, αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται την λαϊκή κρίση.
Θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστούν και οι παθογένειες της οργάνωσης του κράτους, που αποτέλεσαν και μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης, που δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά ήταν και θεσμική. Παθογένειες όπως η διαφθορά και η διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, αλλά και η απαράδεκτη ισχύουσα ανισότητα στην ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.
Διότι η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση, δημιουργεί στην πραγματικότητα μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού και οργανώνει θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος των προνομίων σε ειδικές κατηγορίες πολιτών.
Βεβαίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ανάγκη προστασίας των αντιπροσώπων του λαού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς όμως να γίνεται ανεκτή η θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας.
Επίσης, είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Και ακόμα, προτείνουμε να αναμετρηθούμε με την αντίληψη που δεν τιμά το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς, τη διαδεδομένη αντίληψη των πολιτών, δυστυχώς, ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές, και όχι προσφορά. Γι’ αυτό και προτείνουμε να προβλεφθεί όριο θητειών για τους βουλευτές, ώστε να μη δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.
Ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.
Η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και εκτιμούμε ότι μπορεί να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις, ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας.
Ο τελευταίος άξονας των προτάσεων μας, αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρέπει να αντιμετωπισθεί η επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα, η οποία ιδιαίτερα τα χρόνια των μνημονίων αλλά και πριν απ’ αυτά, ήταν ταυτισμένη με το νεοφιλελευθερισμό. Πρέπει να αναστραφεί η απαξίωση του δικαιώματος στην εργασία, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η αποδυνάμωση της προστασίας των κοινών αγαθών, η συνταγματική αφωνία για κρίσιμα πεδία του κοινωνικού κράτους.
Και από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του διαλόγου είχαμε διακηρύξει την βούληση μας για ένα Σύνταγμα:
• Που θα προστατεύει δημόσια αγαθά, όπως το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
• Που θα κατοχυρώνει εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων.
• Που θα αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό.
• Που θα ενισχύει τις κρατικές εγγυήσεις για καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε όλους τους πολίτες.
Βεβαίως, όλες αυτές οι προτάσεις, αντανακλούν τις δικές μας ιδεολογικές επιλογές, αλλά είναι και θέσεις που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες, τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών από το πολιτικό σύστημα.
Η πρόταση μας επιδιώκει τις συναινέσεις, εκεί που είναι δυνατές. Περιλαμβάνει αρκετές από τις προτάσεις Αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας του 2014, αλλά και από τα σημεία αναθεώρησης που πρότεινε πρόσφατα το ΚΙΝΑΛ. Μαζί με άλλες, βεβαίως, που αποτελούν το δικό μας πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα, όπως κάθε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα -και την υποχρέωση- να καταθέτει στον κοινοβουλευτικό διάλογο.
Θα επιδιώξουμε συναινέσεις, όχι μόνον ως προς τον κατάλογο των άρθρων που θα αναθεωρηθούν, αλλά και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης τους. Διότι, όπως έκρινε και η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 11/2003, θεωρούμε ότι τόσο η αρχική μας πρόταση όσο και η τελική απόφαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος θα πρέπει να προσδιορίζει δεσμευτικά και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων.
Επισυνάπτονται αναλυτικά η πρόταση και ο συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων