Το μεγαλύτερο ποσοστό ανείσπρακτων οφειλών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, οφειλές οι οποίες τελικά διαγράφονται, καταγράφεται στην Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το φαινόμενο αυτό, όπως βεβαίως και οι σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές, προκαλούν αλυσιδωτές επιπτώσεις στη λειτουργία των επιχειρήσεων, όπως είναι για παράδειγμα η αναστολή επενδύσεων σε ακίνητα, παραγωγή και εξοπλισμό.
Σύμφωνα με το τελευταίο βαρόμετρο συναλλακτικής συμπεριφοράς της εταιρείας ασφάλισης πιστώσεων Atradius, το 2018 το ποσοστό των απαιτήσεων που θεωρούνται ανείσπρακτες και τελικώς διαγράφονται αυξήθηκε στο 2,8% (επί της συνολικής αξίας των συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων) από 2,5% το 2017. Σημαντική, όμως, αύξηση καταγράφεται και στις οφειλές σε καθυστέρηση, καθώς σύμφωνα με την ίδια έρευνα ανέρχονται στο 42,8% του συνόλου από 38,6% το 2017. Μάλιστα, το 2018 πρόκειται για την τέταρτη συνεχή χρονιά που καταγράφεται αύξηση των τιμολογίων που δεν έχουν εξοφληθεί εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.
Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι σημαντικές, παρά το γεγονός ότι η συμβατική περίοδος πληρωμής (αυτή που συμφωνείται ανάμεσα στις επιχειρήσεις) παραμένει σχετικά μεγάλη. Στην Ελλάδα η συμβατική περίοδος πληρωμής είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, 52 ημέρες, όμως με τις καθυστερήσεις οι πληρωμές τελικά ολοκληρώνονται κατά μέσον όρο εντός 76 ημερών, εντός δηλαδή 2,5 μηνών. Αν και η μέση πραγματική διάρκεια αποπληρωμής των παραγγελιών έχει μειωθεί κατά 14 ημέρες σε σύγκριση με το 2017, παραμένει σύμφωνα με την Atradius η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης (σ.σ. οι άλλες χώρες που εξετάζονται είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Ελβετία και η Ολλανδία). Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμβατική περίοδος πληρωμής στην Ελλάδα σε κάποιους κλάδους είναι πολύ μεγαλύτερη από τις 52 ημέρες, όπως για παράδειγμα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και υφασμάτων (91 ημέρες).
Πέραν της οικονομικής κρίσης η οποία επιδείνωσε τις σχέσεις στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η νοοτροπία που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει. Στην Ελλάδα καταγράφεται το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό πραγματοποίησης συναλλαγών με πίστωση, 53,4% από 52,1% το 2017. Το μεγαλύτερο ποσοστό παρατηρείται στη Δανία, όπου με πίστωση πραγματοποιείται το 56,2% των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων. Ο κυριότερος λόγος για την πραγματοποίηση των συναλλαγών με πίστωση είναι σύμφωνα με τις ελληνικές επιχειρήσεις οι ισχυρές σχέσεις που έχουν αναπτύξει με τους πελάτες τους, καθώς και ανησυχία τους να μη χάσουν αυτούς τους πελάτες εάν δεν τους παρέχουν πίστωση. Υψηλό, εξάλλου, παραμένει το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά τιμολόγια. Πρόκειται για το 53%, το υψηλότερο ποσοστό που παρατηρείται στη Δυτική Ευρώπη. Το δεύτερο μεγαλύτερο είναι 23,9% και καταγράφεται στην Ελβετία. Το 43% χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά τιμολόγια, ενώ το 4% εξέφρασε την πρόθεση να το πράξει εντός του έτους.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 66% δηλώνουν ότι η χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων δεν είχε σημαντική επίδραση στη διάρκεια της είσπραξης των απαιτήσεών τους, ποσοστό που είναι το υψηλότερο που καταγράφηκε στη σχετική έρευνα. Πάντως, το 33% υποστήριξε ότι όταν εφήρμοσε τα ηλεκτρονικά τιμολόγια στις συναλλαγές, εισέπραξε ταχύτερα τα χρήματα.
To 30,1% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα της Atradius δήλωσε ότι η κυριότερη συνέπεια των καθυστερήσεων στην είσπραξη των απαιτήσεων είναι η απώλεια εσόδων. Το 24,1% υποστήριξε ότι προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες αυτές έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την αποκατάσταση των ταμειακών ροών, ενώ το 18,1% ανέφερε ότι αναγκάστηκε να αναβάλει τον επενδυτικό του σχεδιασμό.