«Γκρίζες ζώνες», αμφισβητήσεις συνόρων, πολεμική ρητορική, σχέσεις που δοκιμάζονται στα όρια ενός θερμού επεισοδίου… Ιμια. Το ημερολόγιο στον τοίχο λέει 2016. Θα μπορούσε ωστόσο κάλλιστα να λέει και 1996.
Ηταν πριν από σχεδόν 21 χρόνια, τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου του 1996, όταν η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη βρέθηκε ξαφνικά (λίγες ημέρες μετά την παραίτηση του νοσούντος Ανδρέα Παπανδρέου και χωρίς να έχει προλάβει καν ακόμη να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης) στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία.
Αιτία του παρ’ ολίγον πολέμου: η κυριότητα των Ιμίων, δύο ακατοίκητων βραχονησίδων ανατολικά της Καλύμνου. Ηταν εκεί, στη μικρή Ιμια (και ευτυχώς όχι στη μεγάλη) όπου αποβιβάστηκαν Τούρκοι κομάντος τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου, κλιμακώνοντας έτσι την ένταση που ήδη κυοφορούταν στην περιοχή από εβδομάδες (με τη ρυμούλκηση του τουρκικού πλοίου «Φιγκέν Ακάτ», τη συντριβή τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους στα ελληνικά χωρικά ύδατα, τις «πρωτοβουλιακές» επάρσεις και υποστολές σημαιών).
Την 1η Φεβρουαρίου ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης θα ευχαριστήσει από το βήμα της Βουλής τις ΗΠΑ για την παρέμβασή τους, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης.
Σημείο κομβικό στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κρίση των Ιμίων έρχεται να εγκαινιάσει την τουρκική θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, δηλαδή τη στρατηγική και έκτοτε πάγια επιλογή της Αγκυρας να βλέπει νησιά και νησίδες αμφισβητούμενης κυριαρχίας στο αρχιπέλαγος.
Στη σκιά ωστόσο των «γκρίζων ζωνών» άρχισε παράλληλα να διαμορφώνεται και ένα κλίμα ελληνοτουρκικής προσέγγισης με συγκολλητική ουσία την… ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Ορόσημο της εν λόγω προσέγγισης, η συνάντηση κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, με την Ελλάδα να ξεκαθαρίζει ότι θα στηρίξει τα ενταξιακά βήματα της Τουρκίας ζητώντας (και τελικώς παίρνοντας) ως αντάλλαγμα την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, μια ένταξη που έμελλε να γίνει πραγματικότητα το 2004.
Το Ελσίνκι
Για να φτάσουμε βέβαια στο Ελσίνκι είχαν προηγηθεί ουκ ολίγες κινήσεις «καλής θέλησης»: η συμφωνία της Μαδρίτης μεταξύ Σημίτη και Ντεμιρέλ το 1997 (με τον Τούρκο πρόεδρο τότε να συνυπογράφει την ανάγκη «μείωσης της έντασης στο Αιγαίο και απομάκρυνσης του κινδύνου σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες»), το πρωτόκολλο των υπουργών Εξωτερικών Παπούλια και Γιλμάζ το 1998 (με τα πρώτα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης), η ακύρωση της άφιξης των πυραύλων S-300 στην Κύπρο το 1998, η σύλληψη του Οτσαλάν το 1999, η καλούμενη «ελληνοτουρκική διπλωματία των σεισμών» επίσης το 1999, με τις δύο χώρες να στηρίζουν θερμά η μία την άλλη μετά τους σεισμούς στη Νικομήδεια της Τουρκίας (οι Ελληνες) και στην Πάρνηθα (οι Τούρκοι) κ.ά.
Παραμένοντας σε τροχιά εξομάλυνσης, οι σχέσεις συνέχισαν να βελτιώνονται και στον απόηχο του Ελσίνκι, μέσα από μια σειρά μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Ο σουλτάνος που απειλεί, αμφισβητεί και εκβιάζει
Σημείο αναφοράς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ήταν που έφερε κοντά Αθήνα και Αγκυρα μετά το 1999, χωρίς βέβαια να καταφέρει να εξαλείψει τα βαθύτερα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Πίσω στο παρόν, είναι και πάλι η Ευρώπη εκείνη που ορίζει τις εξελίξεις, λειτουργώντας ωστόσο αυτήν τη φορά όχι ως συγκολλητική ουσία αλλά ως… φιτίλι στα χέρια ενός ολοένα αυταρχικότερου Τούρκου ηγέτη.
Επειτα από 15 χρόνια στην εξουσία, ο 62χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πλέον… λατρεύει να απειλεί τους «έξω», να αμφισβητεί σύνορα και να εκβιάζει, απαιτώντας ανταλλάγματα. Ο Ερντογάν βεβαίως δεν έγινε μέσα σε μια ημέρα ο «ταραξίας» ισλαμιστής ηγέτης που είναι σήμερα. Είχε αρχίσει να αλλάζει ήδη από τα έτη 2007-2008, κινούμενος ενάντια στο τουρκικό βαθύ κράτος, με τους στρατηγούς τότε να απειλούν ακόμη και με πραξικόπημα εάν αλλοιωθεί ο κοσμικός χαρακτήρας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Με εφαλτήριο τη νίκη του στις εκλογές του Ιουλίου του 2007, ο Ερντογάν βγήκε στην αντεπίθεση… κάνοντας ακριβώς αυτό για το οποίο τον είχαν κατηγορήσει: ξεκινώντας δηλαδή να αποδομεί, τον έναν μετά τον άλλο, όλους τους πυλώνες της τουρκικής κοσμικότητας. Στο στόχαστρό του μπήκαν αρχικά κεμαλιστές στρατιωτικοί (μέσα από τις υποθέσεις Εργκένεκον και Βαριοπούλα). Στην προσπάθειά του μάλιστα εκείνη να «εξουδετερώσει» τους κεμαλιστές, ο Ερντογάν είχε τότε και έναν άλλο ισλαμιστή σύμμαχο. Το όνομα αυτού… Φετουλάχ Γκιουλέν.
Στην πορεία βέβαια, τα δεδομένα ανατράπηκαν και πάλι. Κινούμενος με βασικό στόχο την παγίωση, ενίσχυση και διαιώνιση της κυριαρχίας του, ο Ερντογάν άρχισε να βλέπει απειλές στο δίκτυο των γκιουλενιστών. Κάθε φορά που κάποιος έβγαινε ανοιχτά να τον αμφισβητήσει, αυτός γινόταν αυταρχικότερος αδιαφορώντας φυσικά πλήρως για τις συστάσεις του διεθνούς παράγοντα. Το καλοκαίρι του 2013, οι πολίτες της Τουρκίας τον αμφισβήτησαν βγαίνοντας στους δρόμους.
Το πρώτο μισό του 2014, είδαν το φως της δημοσιότητας υποκλαπείσες συνομιλίες που τον εμφάνιζαν να ηγείται υπουργικού δικτύου αρχιδιαφθοράς. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, το ισλαμοσυντηρητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κέρδισε μεν αλλά χάνοντας για πρώτη φορά την αυτοδυναμία, ενώ παράλληλα οργίαζαν διεθνώς οι πληροφορίες που ήθελαν την Αγκυρα να τροφοδοτεί τζιχαντιστές στη Συρία.
Εγκλωβισμένος
Νιώθοντας εγκλωβισμένος, ο Ερντογάν απαντάει όπως αυτός ξέρει καλύτερα, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά πάντων. Καταρρίπτει ρωσικό μαχητικό στη Συρία. «Εξαπολύει» προσφυγικές καραβιές στο Αιγαίο. Κοντράρεται με τους Αμερικανούς. Πλήττει τους Κούρδους.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, πλέον χάνει κάθε όριο και, θεωρώντας προφανώς ότι ο κλιμακούμενος αυταρχισμός είναι η μόνη συνταγή επιβίωσης που του έχει απομείνει, παραβιάζει κάθε έννοια δικαίου εντός αλλά και εκτός των τουρκικών συνόρων.
Κάπως έτσι λοιπόν φτάνουμε στο σήμερα, με τον Ερντογάν να κοντράρεται πλέον ανοιχτά με την ΕΕ, απειλώντας να «αδειάσει» 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες στην Ευρώπη. Τα «θέλω» του σουλτάνου, πολλά και διόλου ευκαταφρόνητα. Θέλει: τη μετατροπή της Τουρκίας σε προεδρική δημοκρατία με τον ίδιο «αιώνιο» πρόεδρο, την απελευθέρωση των θεωρήσεων εισόδου προς την Ευρώπη για τους Τούρκους (ως δώρο προς τους ψηφοφόρους που θα τον στηρίξουν στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική-προεδρική μεταρρύθμιση), τα χρήματα της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας, την επαναφορά της θανατικής ποινής, την ανατροπή του Ασαντ στη Συρία, την εξουδετέρωση των Κούρδων, τη δίωξη των απανταχού γκιουλενιστών κ.ά.
ΕΘΝΟΣ