To ανθρώπινό του πρόσωπο έδειξε γι’ ακόμη μια φορά το Ειρηνοδικείο της Ρόδου εκδίδοντας δύο αποφάσεις που ανακουφίζουν συμπολίτες μας που βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσάρεστη οικονομική θέση από δυσβάσταχτες οφειλές σε τράπεζες.
Με απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου έγινε δεκτή συγκεκριμένα η αίτηση μιας κατοίκου της Ρόδου για ρύθμιση των χρεών της, καθορίζοντας μηδενικές καταβολές για 3 χρόνια και εξαίρεση της πρώτης κατοικίας της από την εκποίηση χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού.
Ειδικότερα, επί της ίδιας αιτήσεως είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν απόφαση του ίδιου δικαστηρίου με την οποία ορίστηκαν μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους στο πλαίσιο του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα, η αιτούσα υποχρεώθηκε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 20 ευρώ συμμέτρως προς τις απαιτήσεις της πιστώτριας τράπεζας, αρχής γενομένης από τη δημοσίευση της απόφασης και εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μηνός, με την εξαίρεση από την εκποίηση του δικαιώματος συγκυριότητας της αιτούσας κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου επί του ακινήτου που αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία της, ενώ παράλληλα ορίστηκε νέα δικάσιμος προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν βελτίωση της οικονομικής κατάστασής της με την τυχόν έναρξη συνταξιοδότησής της και να προσδιοριστούν μηνιαίες καταβολές ως αντάλλαγμα για την προστασία του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της.
Σύμφωνα με την νέα απόφαση, από το 2018, οπότε και συζητήθηκε αρχικά η αίτηση, η εν γένει οικονομική κατάσταση της αιτούσας δεν παρουσίασε βελτίωση και μολονότι στο διάστημα αυτό υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης δεν έχει εισπράξει οποιοδήποτε προσωρινό ποσό ενώ παραμένει αβέβαιο το ύψος της οριστικής σύνταξης και το χρονικό σημείο που θα αρχίσει να καταβάλλεται.
Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση η αιτούσα αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας που επιτείνονται συνεχώς, με αποτέλεσμα οι ανάγκες περίθαλψής της να αυξάνονται και να διαβιεί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Έτσι, ενόψει του ό,τι κατά τον χρόνο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης το μηνιαίο εισόδημα της αιτούσας ανερχόταν στο ποσό των 425 ευρώ, ενώ τα έξοδα διαβίωσής της στο ποσό των 421 ευρώ, το Δικαστήριο έκρινε ότι για την αιτούσα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για 36 μήνες οι οποίες θα είναι μηδενικές. Ακόμη το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα ορίσει νέα δικάσιμο για να εξετάσει την περίπτωση επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων καταβολών, καθότι δεν προβλέφθηκε περίπτωση βελτιώσεως των οικονομικών της, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της, την κατάσταση της υγείας της καθώς και την νέα οικονομική ύφεση που απειλεί τη χώρα συνεπεία της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την εξ’ αυτής αβεβαιότητα ως προς την επαρκή διασφάλιση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών. Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο αποφάσισε να γίνει δεκτή η αίτηση και να ρυθμίσει οριστικά τα χρέη της αιτούσας καθορίζοντας μηδενικές καταβολές για διάστημα 3 ετών και εξαιρώντας από την εκποίηση την κύρια κατοικία της χωρίς την υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού ως αντάλλαγμα.
Με άλλη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση ενός ανδρόγυνου κατοίκων Ρόδου με την οποία ρυθμίστηκαν χρέη ύψους περίπου 45.000 ευρώ σε 36 δόσεις των 56 ευρώ για τον πρώτο και 41 ευρώ για τη δεύτερη, εξαιρώντας από την εκποίηση την κύρια κατοικία τους, καταβάλλοντας το ποσό των 24.000 ευρώ περίπου για τη διάσωσή της.
Συγκεκριμένα, ο αιτών που είναι 67 ετών είναι δημόσιος υπάλληλος κι έχει ετήσια εισοδήματα 11.000 ευρώ περίπου ενώ η σύζυγός του με την οποία έχουν αποκτήσει δύο παιδιά είναι 65 ετών και είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ λαμβάνοντας το ποσό των 8.000 ευρώ περίπου ετησίως. Το δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των στοιχειωδών μηνιαίων βιοτικών αναγκών τους ανέρχεται στο ποσό των 1.280 ευρώ και συνεπώς το ποσό που μένει διαθέσιμο προς τους πιστωτές ανέρχεται στα 370 ευρώ περίπου. Σύμφωνα με την απόφαση οι αιτούντες μέχρι και το έτος 2011 υπήρξαν συνεπείς στην καταβολή των δόσεων προς τις πιστώτριες τράπεζες και αυτό συνέβαινε, διότι, τα εισοδήματά τους ήταν υψηλότερα κατά το παρελθόν. Συγκεκριμένα, οι μηνιαίες αποδοχές του πρώτου αιτούντος από την εργασία του ανέρχονταν στο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου, ενώ κατά τον χρόνο δανεισμού η δεύτερη αιτούσα εργαζόταν εποχιακά ως ξενοδοχοϋπάλληλος με αποδοχές που κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στα 1.200-1.300 ευρώ μηνιαίως. Η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης στη χώρα έπληξε πρωτίστως τον δημόσιο τομέα όπου εργάζεται ο πρώτος αιτών, με συνέπεια τη δραματική μείωση των εισοδημάτων του μέχρι σήμερα. Παράλληλα, η συνταξιοδότηση της δεύτερης αιτούσας το έτος 2011 μείωσε ακόμη περαιτέρω το οικογενειακό του εισόδημα.
Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση ρυθμίζοντας οριστικά τα χρέη του πρώτου αιτούντος με μηνιαίες καταβολές ποσού 56 ευρώ για χρονικό διάστημα 36 μηνών και τα χρέη της δεύτερης αιτούσας με μηνιαίες καταβολές ποσού 41 ευρώ για χρονικό διάστημα 36 μηνών εξαιρώντας της εκποίησης το δικαίωμα πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 100% του πρώτου αιτούντος επί ενός διαμερίσματος β’ ορόφου επιφανείας 78 τ.μ. που αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία του υποχρεώνοντάς τον παράλληλα να καταβάλλει για την διάσωση του το ποσό των 24.000 ευρώ σε βάθος 15 ετών.