Με την υπ’ αριθμ. 1204/2023 απόφαση της Β’ Πενταμελούς Συνθέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε η από 18 Μαΐου 2018 αίτηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), για την αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς του 2017 που δικαίωσε εταιρεία της Κω και ακύρωσε αποφάσεις του 2012 περί επιβολής προστίμων Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.).
Στην εταιρεία είχαν επιβληθεί ειδικότερα από την Δ.Ο.Υ Κω, δύο πρόστιμα, ύψους 230.000 και 80.000 ευρώ αντιστοίχως, για ισάριθμες παραβάσεις του ως άνω Κώδικα που του αποδόθηκαν κατά τα διαχειριστικά έτη 2007 και 2008 αντιστοίχως (έκδοση μερικώς εικονικών ως προς την αξία τιμολογίων).
Ο αναιρεσίβλητος διατηρεί ατομική επιχείρηση (ξυλουργείο – έκθεση επίπλων) στην Κω και για την παρακολούθηση των εργασιών του τηρεί βιβλία και εκδίδει στοιχεία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. (Περιφερειακή Δ/νση Ν. Αιγαίου) στην έδρα επιχείρησης η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στην περιοχή «Ψαλίδι», διαπιστώθηκε ότι, κατά τις κρινόμενες χρήσεις, η εταιρία είχε δύο τιμολόγια πώλησης αγαθών (εσωτερικές πόρτες, πάγκοι, ντουλάπια και διάφορα έπιπλα ξενοδοχειακού εξοπλισμού), εκδόσεως του αναιρεσίβλητου, συνολικής καθαρής αξίας 517.551,30 ευρώ.
Τα ανωτέρω τιμολόγια, που είχαν περιληφθεί στο φάκελο επιδότησης (Ν. 3299/2004) για την ανακαίνιση του ξενοδοχείου.
Μεταξύ άλλων ο αναιρεσίβλητος υποστήριξε ότι, ενόψει της έκδοσης της αμετάκλητης το 2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αθώος του αδικήματος της έκδοσης εν μέρει εικονικών τιμολογίων για συναλλαγή που η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερέβαινε το ποσό των 150.000 ευρώ, μη νομίμως εκδόθηκαν σε βάρος του οι προσβαλλόμενες πράξεις, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του τεκμηρίου αθωότητας που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και της αρχής ne bis in idem που καθιερώνει το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όπως έχουν ερμηνευθεί από το Ε.Δ.Δ.Α.
Προέκυψε ειδικότερα πως δεν αποδείχθηκε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο εν μέρει εικονικά τιμολόγια, αφού ούτε ο μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε με βεβαιότητα περί αυτού αλλά με πιθανολόγηση.
Με αυτή την παραδοχή και αφού δέχθηκε ότι οι ένδικες διοικητικές κυρώσεις είχαν χαρακτήρα ποινής κατά την έννοια της Ε.Σ.Δ.Α., το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε τον ως άνω πρόσθετο λόγο της προσφυγής και ακύρωσε τις καταλογιστικές πράξεις με την αιτιολογία ότι με την προεκτεθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ο αναιρεσίβλητος, μετά από ουσιαστική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστατικών, αθωώθηκε από την ποινική κατηγορία, για την ίδια δηλαδή παράβαση για την οποία του επιβλήθηκαν, με την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη, τα ένδικα πρόστιμα.