Ρεπορτάζ

Πρόβλημα με την μετεγγραφή των πρακτικών επί αιτήσεων χρησικτησίας ακινήτων – Αντιδρά ο ΔΣΡ

Σοβαρή εμπλοκή σημειώθηκε στην μετεγγραφή όλων των πρακτικών συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς επί αιτήσεων χρησικτησίας ακινήτων στο Κτηματολόγιο της Ρόδου, γεγονός, που έχει προκαλέσει αντιδράσεις στους κόλπους του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου.
Ο Κτηματολογικός Δικαστής, όπως έγινε χθες γνωστό, απέχει από τη μετεγγραφή των πρακτικών, παρότι αυτά έχουν επικυρωθεί από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και εξομοιώνονται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού το οποίο αναπληρώνει τον συμβολαιογραφικό τύπο, διότι, όπως φέρεται να δήλωσε σε μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, ίσως να υποκρύπτουν αγοραπωλησίες!
Οι δικηγόροι τονίζουν, από την άλλη, ότι τα πρακτικά υπέχουν θέση δικαστικής αποφάσεως και με την προσκόμιση του πιστοποιητικού τελεσιδικίας, του πρακτικού και την δήλωση της εφορίας, μετά την υποβολή σχετικής αιτήσεως, ο Κτηματολογικός Δικαστής είναι υποχρεωμένος να διατάξει τη μετεγγραφή. Επισημαίνουν εξάλλου ότι εκκρεμούν προς μετεγγραφή πολλά πρακτικά του είδους γεγονός που έχει συνέπειες για τους εντολείς τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού ορίζεται ως νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την δια χρησικτησίας κτήση των ακινήτων τα δεκαπέντε έτη.
Στο άρθρο δε 51 του ιδίου ως άνω Κανονισμού, αναφέρονται περιοριστικά οι πράξεις που μετεγγράφονται στα αντίστοιχα κτηματολογικά βιβλία. Συγκεκριμένα ορίζει το ως άνω άρθρο ότι καταχωρούνται και μεταγράφονται στ’ αντίστοιχα κτηματολογικά βιβλία όλες οι πράξεις μεταξύ ζώντων ένεκα επαχθούς ή χαριστικού τίτλου, οι οποίες συνεπάγονται μεταβίβαση, σύσταση ή παραίτηση από το δικαίωμα της κυριότητας ή άλλου οιουδήποτε επί ακινήτου δικαιώματος.
Επίσης στο ως άνω άρθρο προβλέπεται ότι  υπόκεινται σε καταχώριση στα αντίστοιχα κτηματολογικά βιβλία Δωδεκανήσου επίσης τα συμβόλαια και τέλος οι τελεσίδικες αποφάσεις, οι εκδοθείσες επί υποθέσεων εκποιήσεως δια πλειστηριασμού ή δια κηρύξεως πτώχευσης, όταν σε αυτήν περιλαμβάνονται ακίνητα και γενικά όλες οι τελεσίδικες αποφάσεις που συνεπάγονται μεταβολές όσον αφορά την υπόσταση, την ενάσκηση και τη διάθεση του δικαιώματος της κυριότητας και των άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων.
Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των άρθρων 63 και 51 του Κτηματολογικού Κανονισμού, όπως τονίζουν οι δικηγόροι, εξάγεται το συμπέρασμα ότι μόνο δια τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (χρησικτησίας), που καταχωρείται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου της περιφέρειας, όπου κείται το ακίνητο, μπορεί ο νομέας, χρησιδεσπόσας αυτού να επιτύχει την καταγραφή του δικαιώματός του και να καταστεί κύριος δια χρησικτησίας του ακινήτου. Περαιτέρω στο άρθρο 61 του ισχύοντος στη Δωδεκάνησο Κτηματολογικού Κανονισμού ορίζεται ότι η κτηματολογική καταγραφή και η μεταγενέστερη  χρονολογικά αυτής καταχώρηση, οι οποίες προκύπτουν από τα Κτηματολογικά Βιβλία, αποτελούν αντίστοιχα νόμιμη απόδειξη του δικαιώματος επί του ακινήτου, καθώς και των τροποποιήσεων που ακολουθούν.
Εχει κριθεί εξάλλου, ότι το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς που επικυρώνεται από τον πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εξομοιώνεται με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού το οποίο αναπληρώνει τον συμβολαιογραφικό τύπο, μεταγράφεται και είναι εκτελεστό.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ελέγχει μόνον αν η διαφορά είναι δεκτική συμβιβασμού και αν το πρακτικό είναι χρονολογημένο και υπογεγραμμένο.
Ο έλεγχος νομιμότητας από τον προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου πριν από την καταχώρηση της εγγραπτέας πράξης – περιεχόμενο, όπως έχει κριθεί, δεν μπορεί να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εγγραπτέα πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) ούτε πολύ περισσότερο σε έλεγχο της ουσιαστικής ορθότητας της πράξης.
Δικηγόροι τονίζουν, ειδικότερα ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2664/1998 έλεγχος νομιμότητας, στον οποίο υποχρεούται να προβεί ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου πριν από την καταχώριση εγγραπτέας πράξης, περιορίζεται στους τομείς που ορίζει περιοριστικά το εν λόγω άρθρο, ήτοι την κατά τόπον αρμοδιότητα αυτού (του Κτηματολογικού Γραφείου), την καταλληλότητα της εγγραπτέας πράξης – με την έννοια του ελέγχου της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεως για την επέλευση της επιδιωκόμενης με αυτήν μεταβολής, την εγκυρότητα των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών και τη νομιμοποίηση του αιτούντος.
Σε περίπτωση που η προς καταχώριση πράξη είναι δικαστική απόφαση ή το εξομοιούμενο με αυτήν ως προς τα αποτελέσματα πρακτικό εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 214Α του ΚΠολΔ, τότε ο ως άνω έλεγχος νομιμότητας δεν δύναται να επεκταθεί σε έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω προς καταχώρηση πράξη (δικαστική απόφαση ή πρακτικό συμβιβασμού) και πολύ περισσότερο της ορθότητας -νομικής και ουσιαστικής – της ίδιας αυτής της πράξης και τούτο διότι ο διενεργών τον έλεγχο νομιμότητας Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου -ακόμη και αν ήθελε δεχθεί κανείς την ιδιότητά του ως οιονεί δικαστικού οργάνου, ιδιότητα που είναι ιδιαίτερα παράτολμο και επικίνδυνο να αποδοθεί με το ισχύον σήμερα στην Ελλάδα καθεστώς στους Προϊσταμένους των κτηματολογικών γραφείων, που λειτουργικά ταυτίζονται με τους άμισθους υποθηκοφύλακες του προηγούμενου του κτηματολογίου καθεστώτος των μεταγραφών, όπως στο Κτηματολόγιο Δωδεκανήσου, να έχει μεγαλύτερη εξουσία ελέγχου της δικαστικής απόφασης ή του πρακτικού συμβιβασμού από ό,τι το ίδιο το Δικαστήριο, που αφής στιγμής επικυρωθεί το πρακτικό συμβιβασμού δεν μπορεί να ελέγξει το νόμω και ουσία βάσιμο της υπόθεσης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου