Τοπικές Ειδήσεις

Η καταγραφή μέσω δορυφόρου των παράκτιων ζωνών που έχουν «τσιμεντωθεί» και οι κίνδυνοι – Που είναι τα δύσκολα σημεία σε Ρόδο και Κω

Η επιταχυνόμενη τσιμεντοποίηση των ελληνικών ακτών συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή, καθώς συνεπάγεται την καταστροφή των παράκτιων οικοσυστημάτων και συνδέεται με αυξημένες απαιτήσεις σε ενέργεια και υποδομές. Οπως είναι επόμενο, οι πιο επιβαρυμένες παράκτιες περιοχές της Ελλάδας είναι αυτές της Αττικής, με το μπετόν να επεκτείνεται στην Κορινθία, στη Βοιωτία και στην Εύβοια, αλλά και οι ακτές της Θεσσαλονίκης, με εξάπλωση στη Χαλκιδική και στην Πιερία.

Υψηλά επίπεδα αδιαπέραστων επιφανειών, πάντως, εντοπίζονται και στις ακτές των τουριστικών περιοχών: σε όλη τη βόρεια Κρήτη, στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Σαντορίνη, στη βόρεια Ρόδο, στην κεντρική και βόρεια Κέρκυρα, στη νοτιοανατολική, Ζάκυνθο, στη βόρεια Λευκάδα, στους Παξούς, αλλά και σε αρκετούς «ανερχόμενους» προορισμούς.

Τα δεδομένα
Η καταγραφή της αστικής επέκτασης στον παράκτιο χώρο έγινε από τον Απόστολο Λαγαρία, επίκ. καθηγητή στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Η βασική ιδέα ήταν να χρησιμοποιήσουμε τα πιο ακριβή δεδομένα, που έχουν παραχθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα και με κοινή μεθοδολογία –ώστε να είναι συγκρίσιμα με άλλες περιοχές στην Ευρώπη– να δείξουμε την έκταση του φαινομένου στην Ελλάδα», σημειώνει στην «Κ». Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δορυφορικές εικόνες από την υπηρεσία Copernicus και η μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. Το τελικό αποτέλεσμα αφορά όχι μόνο τα κτίρια, αλλά και κάθε «αδιαπέραστη» επιφάνεια, όπως οι δρόμοι, τα πάρκινγκ. «Γενικώς, ό,τι έχουμε τσιμεντώσει», εξηγεί ο κ. Λαγαρίας. «Είναι καλύτερος δείκτης της κατάστασης. Ενα ξενοδοχείο σε μια παράκτια περιοχή δεν αποτελείται μόνο από τα κτίριά του. Αν υπολογίσεις όλες τις τεχνητές επιφάνειες που έχει δημιουργήσει, όπως οι πισίνες, οι διάδρομοι, οι θέσεις στάθμευσης κ.ο.κ., τότε φαίνεται ότι το πραγματικό του αποτύπωμα στην παράκτια ζώνη είναι πολλαπλάσιο».

Αξιοποιώντας τα στοιχεία των ευρωπαϊκών οργανισμών, ο κ. Λαγαρίας «ανέλυσε» μια ζώνη βάθους έως 2 χλμ. σε όλη την ελληνική ακτογραμμή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι ζώνες του παράκτιου χώρου που καλύπτονται από πολύ υψηλά ποσοστά αδιαπέραστων επιφανειών ταυτίζονται έως ένα βαθμό με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα υψηλότερα ποσοστά (άνω του 20% κάλυψη από αδιαπέραστες/τεχνητές επιφάνειες) στην παράκτια ζώνη εντοπίζονται στο σύνολο σχεδόν του παράκτιου μετώπου της Αττικής, με επέκταση αυτού του άξονα προς την Κορινθία, αλλά και μια σαφή επίδραση στα παράλια της Βοιωτίας και της Ευβοίας έως την περιοχή της Χαλκίδας. Παρόμοια ποσοστά καταγράφονται και στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης με επέκταση του άξονα προς τη Χαλκιδική, αλλά και την Πιερία. Σημειακά, υψηλές τιμές –όπως είναι αναμενόμενο– εντοπίζονται στις περιοχές των παράκτιων αστικών κέντρων της ηπειρωτικής χώρας (Πάτρα, Βόλος, Αλεξανδρούπολη, Καλαμάτα, Ναύπλιο, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα, Ναύπακτος, Αίγιο) και μεγάλων νησιωτικών πόλεων (Χίος, Μυτιλήνη, Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Χανιά, Ερμούπολη), αλλά και σε ζώνες έντονου μαζικού τουρισμού (Χερσόνησος Κρήτης, Καλλικράτεια Χαλκιδικής, Σταυρός – Ασπροβάλτα Χαλκιδικής, Κιάτο Κορινθίας).

Εκτός των πόλεων
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της αδιαπερατότητας σε εξωαστικές περιοχές, επισημαίνει ο κ. Λαγαρίας. Με βάση τα αποτελέσματα, υψηλά επίπεδα αδιαπερατότητας (μεταξύ 10%-20%) εντοπίζονται στο μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Κρήτης και στην περιοχή της Ιεράπετρας, στην Κασσάνδρα, στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Θήρα, στο βόρειο τμήμα της Ρόδου, στην κεντρική και βόρεια Κέρκυρα, στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ζακύνθου, στη βόρεια Λευκάδα, αλλά και στους Παξούς. Ταυτόχρονα, με βάση τις μεταβολές το διάστημα 2006-2018, διαπιστώνεται ότι η αστική διάχυση επεκτείνεται και σε νέες περιοχές που δεν παρουσιάζουν αξιόλογα ποσοστά αστικών και τουριστικών υποδομών σε προηγούμενες περιόδους. Τέτοιες περιοχές είναι η Λήμνος, η Ιος, η νότια Ρόδος και η νότια Κως, το σύνολο σχεδόν των περιοχών του νομού Λασιθίου, η περιοχή της Κύμης στην Εύβοια και περιοχές στη νότια Πελοπόννησο (Γύθειο, Μάνη, Πύλος). Παράλληλα, σημαντικά τμήματα της ιόνιας ακτογραμμής φαίνεται ότι επηρεάζονται από επέκταση που κυρίως οφείλεται στην κατασκευή μεγάλων οδικών αξόνων (Ιόνια Οδός) και άλλων σχετικών υποδομών.

Φαιό νταμάρι: Το σύνολο σχεδόν του παραθαλάσσιου μετώπου της Αττικής παρουσιάζει κάλυψη από αδιαπέραστες/τεχνητές επιφάνειες σε ποσοστό άνω του 20% και επεκτείνεται προς την Κορινθία, αλλά και προς τα παράλια της Βοιωτίας και της Εύβοιας έως τη Χαλκίδα.
Σε επίπεδο περιφέρειας, η περιοχή της Αττικής καταγράφει τον μεγαλύτερο βαθμό ανθρωπογενούς επίδρασης στις παράκτιες περιοχές προστασίας με 5,8% των περιοχών να καλύπτεται από αδιαπέραστες επιφάνειες, ενώ ακολουθούν τα Ιόνια Νησιά με 4,7% και η Ηπειρος με 3,4%, η Δυτική Ελλάδα με 3,2%, η Κεντρική Μακεδονία με 2,2% και η Αν. Μακεδονία και Θράκη με 2,1%.

Οι κίνδυνοι
Δεκάδες επιστημονικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η τσιμεντοποίηση των παραλιών και των ρεμάτων αποτελεί βασική παράμετρο της παράκτιας διάβρωσης, αφού δεν επιτρέπει την ομαλή συνέχιση των φυσικών διεργασιών απόθεσης φερτών υλικών στην παράκτια ζώνη. Με αυτόν τον τρόπο, υπογραμμίζει ο κ. Λαγαρίας, όχι μόνον επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, αλλά επηρεάζει και την ένταση των συνεπειών της.

Οι ζώνες άμεσης επικινδυνότητας όμως είναι περιορισμένες, καθώς σε όλα τα σενάρια η άνοδος της στάθμης της θάλασσας έως το 2100 δεν θα ξεπεράσει το 1 μέτρο. «Αφορούν κυρίως τα δέλτα στις εκβολές των ποταμών και παράκτιους υδροβιότοπους. Ακόμα και σε ένα σενάριο ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά 50 εκατοστά, ωστόσο, σημαντικό μέρος της αμμώδους παραλίας θα χαθεί, επηρεάζοντας τη λειτουργία δημοφιλών παραθεριστικών προορισμών. Παράλληλα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας σε συνδυασμό με τα κύματα καταιγίδας (storm surges) θα καταστήσει περισσότερο συχνά τα προβλήματα των υποδομών κατά μήκος του παράκτιου μετώπου», αναφέρει ο καθηγητής.

Χρησιμοποιώντας διαφορετικά σενάρια δριμύτητας της κλιματικής αλλαγής, η έρευνα κατέληξε στις πιο ευάλωτες παράκτιες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Αυτές εντοπίζονται: α) Στην περιοχή Αξιού – Χαλάστρας – Εχεδώρου – Αιγινίου στην Κεντρική Μακεδονία, όπως και στην περιοχή της Θέρμης (αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης), β) στην περιοχή Αμβρακικού – Λούρου-Αράχθου, Φαναρίου και Σαγιάδας – Ηγουμενίτσας, στην Ηπειρο, γ) στην περιοχή Κάτω Ολύμπου, στη Θεσσαλία, δ) στην περιοχή της Λαμίας, στην Κεντρική Ελλάδα, ε) στην περιοχή Μεσολογγίου και Οινιάδος, στη Δυτική Ελλάδα, στ) σε περιοχές της Ηλείας (Πύργου – Βώλακος), της Αχαΐας (Λεχαινά) και της Μεσσηνίας (Καλαμάτας – Μεσσήνης), στην Πελοπόννησο, ζ) στην περιοχή Τραϊανούπολης – Φερών, στην Αν. Μακεδονία – Θράκη.

Απειλή για τις υποδομές: «Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, σε συνδυασμό με τα κύματα καταιγίδας (storm surges), θα καταστήσει περισσότερο συχνά τα προβλήματα των υποδομών κατά μήκος του παράκτιου μετώπου», λέει ο καθηγητής Απόστολος Λαγαρίας.
Από τις νησιωτικές περιοχές εντοπίζονται ζώνες επικινδυνότητας στην Κέρκυρα, στο βόρειο τμήμα της Ρόδου και της Κω, και σε λίγες εντοπισμένες χωρικά περιοχές της Κρήτης (Ιεράπετρα, Κίσσαμος).

Προσθέτοντας στην «εξίσωση» και τον κίνδυνο πλημμύρας ποταμών, διαπιστώνεται ότι οι βασικές ζώνες επικινδυνότητας ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις προηγούμενες του ηπειρωτικού χώρου, ενώ προστίθενται οι περιοχές Ελους – Σκάλας στην Πελοπόννησο, Αργους – Νέας Κίου στην Πελοπόννησο, η περιοχή Τοπείρου στην Αν. Μακεδονία – Θράκη, και η περιοχή Ευρυμενών στη Θεσσαλία.

Εξετάζοντας συνδυαστικά περιοχές με μεγάλη διασπορά υποδομών και χρήσεων στην παράκτια ζώνη, με εκείνες που παρουσιάζουν σοβαρή επικινδυνότητα, ο κ. Λαγαρίας κατέληξε στις περιοχές που εμφανίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο από την κλιματική αλλαγή. Οσον αφορά την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, η μελέτη καταλήγει ότι οι πιο ευάλωτες είναι οι περιοχές Μοσχάτου, Ρέντη, Πειραιά και Μενεμένης και Πυλαίας αντίστοιχα. Στην περίπτωση πόλεων μεσαίου μεγέθους, επηρεάζονται οι περιοχές Καλαμάτας, Κατερίνης (παραλία), Αλεξανδρούπολης και Ηγουμενίτσας. Τέλος, στον εξωαστικό χώρο καταγράφεται ένα σημαντικό σύνολο περιοχών, ορισμένες εκ των οποίων χαρακτηρίζονται από τουριστική ανάπτυξη (Κάτω Ολύμπου, Νέας Κίου, Αγίου Γεωργίου, Πύργου, Λιτοχώρου, Μουδανιών, Ωρωπού, Πλατανιά, Τυμπακίου κ.ά.).

Εκτός από τον εντοπισμό των περιοχών που είναι πιο ευάλωτες, η έρευνα του κ. Λαγαρία κατέληξε σε διάφορα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. «Κατά μέσον όρο, οι αδιαπέραστες επιφάνειες στον ελλαδικό παράκτιο χώρο είναι στο 7%. Αυτό, βέβαια, κρύβει ένα μεγάλο εύρος, από τις δυσπρόσιτες περιοχές που είναι εντελώς παρθένες, έως λ.χ. το λιμάνι του Πειραιά, που είναι 80%-90% τεχνητές επιφάνειες. Στο νότιο Αιγαίο, το ποσοστό είναι κατά μέσον όρο στο 5%, με σημαντικές διαφορές από νησί σε νησί».

Ο αιγιαλός
Οσον αφορά την ελάχιστη απόσταση της δόμησης από τον αιγιαλό (σήμερα στα 30 μέτρα για τις κατοικίες και στα 50 μέτρα για τα ξενοδοχεία), ο κ. Λαγαρίας εκτιμά πως η συζήτηση πρέπει να ανοίξει. «Αν αυξάναμε αυτόματα την ελάχιστη απόσταση των νέων κατασκευών στα 100 μέτρα, όπως προτείνει το Πρωτόκολλο της Βαρκελώνης, σίγουρα θα προστατεύαμε το παράκτιο τοπίο για τις επόμενες γενιές. Αν ο στόχος μας είναι μόνον η προστασία των παράκτιων υποδομών από την κλιματική αλλαγή, τότε νομίζω ότι θα έπρεπε να βρούμε έναν μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα λάμβανε υπόψη το υψόμετρο κάθε παράκτιας περιοχής και τις ιδιαιτερότητές της. Θεωρώ ωστόσο ότι η ελάχιστη απόσταση για όλες τις κατασκευές οφείλει να είναι έστω τα 50 μέτρα από τη γραμμή του αιγιαλού».

 

 

Πηγή: kathimerini.gr 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου