Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει για τους 100 χιλιάδες φετινούς υποψήφιους στην τελική πορεία για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου με τις επιλογές τους.
Είναι φανερό ότι η οικονομική κρίση και η αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης μέσα σ΄ ένα περιβάλλον ολοένα και αυξανόμενης ανεργίας πρωτοστατεί στις επιλογές σπουδών των νέων. Όνειρα, επιθυμίες, κλίσεις, δίνουν γρήγορα τη θέση τους σε μια ρεαλιστική προσαρμογή στην οποία ο «μηχανοδηγός» είναι η κατάσταση στην αγορά εργασίας, δηλαδή η επαγγελματική προοπτική των σπουδών.
Ήδη στους υποψήφιους και στις οικογένειές τους διαμορφώνεται μια πεποίθηση ότι σήμερα δεν υπάρχει κανένα πτυχίο, που μπορεί να αναπαύεται στην βεβαιότητα ότι οδηγεί σε επαγγελματική αποκατάσταση.
Παράλληλα η πεποίθηση ότι η δημόσια απασχόληση έχει κλείσει «πόρτες και παράθυρα» είναι συντριπτική. Δεύτερον έχει γίνει κατανοητό ότι καμιά πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει για την κατάσταση που θα βρίσκεται η αγορά εργασίας μετά από 5 ή 6 χρόνια όταν οι σημερινοί υποψήφιοι θα αναζητούν εργασία ως πτυχιούχοι.
Η «χημεία» αυτών των πεποιθήσεων οδηγεί γρήγορα και σταθερά στη διαμόρφωση στάσεων από τη μεριά των υποψηφίων και βέβαια, η «στροφή» στις επιλογές σχολών λιπαίνεται σε αυτό το έδαφος.
Ας δούμε με τη μορφή των ερωτήσεων – απαντήσεων τα βασικά χαρακτηριστικά των φετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων:
1. Ποια είναι η βασική ιδιαιτερότητα των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια;
Υπάρχουν μόνο τεχνικές διαφοροποιήσεις που δεν αλλάζουν την ουσία. Και η ουσία είναι και παραμένει ότι οι Πανελλήνιες εξετάσεις είναι πάντα ένας μηχανισμός παραεκπαίδευσης της παιδείας. Αρκεί να δει κανείς τον κεντρικό ρόλο που παίζουν στον καθορισμό της διδακτέας ύλης, αδιαφορώντας για ό,τι υλικό δεν σχετίζεται με τις εξετάσεις.
Αρκεί να δει κανείς τα θέματα στα οποία διαγωνίζονται κάθε χρόνο οι υποψήφιοι: Με θέματα σωστά ή λάθος, σύμφωνα ή όχι με τους στόχους, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων που είναι να επιλεγούν κάποιοι με τρόπο που να φαντάζει αντικειμενικός, επιτυγχάνεται.
Αυτή η γραμμή καθορίζει και τη στάση που οφείλουν να τηρήσουν μαθητές και καθηγητές στο σχολικό μάθημα. Αντί της προαγωγής της κρίσης, την εμβάθυνση, τη γενίκευση, την ανακάλυψη της ομορφιάς, η αξιολόγηση που αναμένεται οδηγεί στην απομνημόνευση τύπων και μεθοδολογιών, στην προπόνηση και όχι στην επιστημονική μελέτη.
2. Ο συνδυασμός παλαιού και νέου συστήματος ποια πλεονεκτήματα έχει και τι προβλήματα νομίζετε ότι ενδέχεται να δημιουργήσει;
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι περίπου το1/4 του σχολικού έτους «καταναλώνεται» στις πανελλήνιες εξετάσεις. Το εάν κάποιο από τα δυο συστήματα θα ευνοήσει περισσότερο τους υποψήφιους αυτό θα το δούμε στο τέλος όταν θα γίνει «ταμείο».
3. Πού κυμαίνεται το ποσοστό των υποψηφίων που θα διαγωνιστούν με το παλαιό σύστημα και πόσο θεωρείτε ότι θα επηρεάσει τις φετινές βάσεις εισαγωγής;
Μόνο το 4% των υποψηφίων εξετάζεται με το παλαιό σύστημα. Ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων και ο αριθμός των εισακτέων στο παλαιό και το νέο σύστημα θα είναι ο πραγματικός τροχονόμος της κίνησης των βάσεων.
4. Αναμένονται διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με πέρυσι όσον αφορά στη ζήτηση των τμημάτων;
Όχι δεν αναμένεται διαφοροποίηση σε σχέση με πέρσι. Η επιμονή μεγάλου τμήματος των υποψηφίων σε σχολές της περιοχής που κατοικοεδρεύουν (λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που εκτός των άλλων έχει μειώσει και τις προσδοκίες για αντιστοίχηση κάποιων σχολών με επαγγελματική αποκατάσταση), θα συνεχιστεί και φέτος ενώ από την άλλη όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι δεν έχει αναδειχθεί καμιά σχολή ή ομάδα σχολών στις οποίες να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των υποψηφίων με διαφορετικούς όρους σε σχέση με πέρσι.
Νομικές, Πολυτεχνικές, Ιατρικές και Στρατιωτικές Σχολές μαζί με συγκεκριμένα οικονομικά τμήματα (το τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας), τα τμήματα Ψυχολογίας Αθήνας και Θεσσαλονίκης και το τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της Αθήνας θα τρυγήσουν και φέτος την αφρόκρεμα των πρώτων προτιμήσεων των υποψηφίων.
5. Σε ποια επιστημονικά πεδία νομίζετε θα είναι μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός;
Στο πρώτο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών θα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα για τους υποψήφιους, ωστόσο ο ανταγωνισμός θα ανάψει κόκκινο στο πεδίο των επιστημών υγείας όπου συγκεντρώνονται οι πιο υψηλές βαθμολογίες.
Πιο συγκεκριμένα, μεγάλος θα είναι και φέτος ο ανταγωνισμός των υποψηφίων για τις λεγόμενες περιζήτητες σχολές. Ενδεικτικό του ανταγωνισμού, είναι το γεγονός ότι, στις τελευταίες Πανελλαδικές Εξετάσεις, στις 30 πιο δημοφιλείς σχολές οι πρώτες προτιμήσεις ανήλθαν σε 21.476, οι προσφερόμενες θέσεις δεν ξεπέρασαν τις 3.735, ενώ μόλις το 17,39% κατόρθωσε να κατοχυρώσει μια θέση σε αυτές.
Στα 15 πιο περιζήτητα τμήματα των πανεπιστημίων, οι πρώτες προτιμήσεις έφτασαν τις 17.708, οι θέσεις 2.676 και το ποσοστό επιτυχίας 15,11.
Ποιες αναμένεται να είναι φέτος οι σχολές που θα συγκεντρώσουν τις περισσότερες πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων; Προφανώς η Νομική Αθήνας, η Ιατρική Αθήνας, το Τμήμα Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ, η Νομική Θεσσαλονίκης και το τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας θα πλασαριστούν στις πρώτες θέσεις, ενώ γύρω τους θα «στριφογυρίζουν» η Ιατρική Θεσσαλονίκης, τα τμήματα Ψυχολογίας Αθήνας και Θεσσαλονίκης και το τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της Αθήνας.
6. Ποιοι παράγοντες θα επηρεάσουν τις φετινές βάσεις εισαγωγής;
Η ανίχνευση του «πώς θα κινηθούν φέτος οι βάσεις» στηρίζεται, ουσιαστικά, στην εξέταση τριών βασικών παραγόντων που λειτουργούν ως «πύργος ελέγχου» του σκαμπανεβάσματος των βάσεων και πριμοδοτούν τις «καταδύσεις» ή τις «αναρριχήσεις» τους.
Αναφερόμαστε, βεβαίως, στις συντεταγμένες της διαμόρφωσης των βάσεων, που είναι:
α. Ο «βαθμός δυσκολίας – ευκολίας» των θεμάτων και οι επιδόσεις των υποψηφίων σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και ιδιαίτερα σε σχέση με την τελευταία χρονιά με την οποία γίνονται οι βασικές συγκρίσεις.
β. Ο αριθμός των υποψηφίων σε σχέση με τον αριθμό των εισακτέων που κάθε χρόνο παίζει τον ρόλο του «πασπαρτού» για τις βάσεις των πέντε Επιστημονικών Πεδίων.
γ. Η σχέση ζήτησης – προσφοράς θέσεων, δηλαδή, ο αριθμός των υποψηφίων που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις «σχολές κύρους» ή στις «σχολές περιορισμένης ζήτησης» και οι προσφερόμενες θέσεις στις παραπάνω σχολές.
Οι δύο πρώτοι παράγοντες προδιαγράφουν, κυρίως, το «πατρόν» των γενικών βάσεων εισαγωγής στα πέντε Επιστημονικά Πεδία, ενώ ο άλλος παράγοντας (γ), κυρίως, «ξεναγεί» τους υποψηφίους στις «πίστες» των βάσεων κάθε Τμήματος Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ στα όρια των Επιστημονικών Πεδίων.
Η επιμονή μεγάλου τμήματος των υποψηφίων σε σχολές της περιοχής που κατοικοεδρεύουν (λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που εκτός των άλλων έχει μειώσει και τις προσδοκίες για αντιστοίχηση κάποιων σχολών με επαγγελματική αποκατάσταση), θα συνεχιστεί και φέτος ενώ από την άλλη όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι δεν έχει αναδειχθεί καμιά σχολή ή ομάδα σχολών στις οποίες να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των υποψηφίων με διαφορετικούς όρους σε σχέση με πέρσι.
7. Είναι δυνατή μια εκτίμηση της κίνησης των βάσεων εισαγωγής στο νέο σύστημα πρόσβασης;
Η κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί φανερώνουν ότι με το νέο σύστημα εισαγωγής θα έχουμε πτωτικές τάσεις στην κίνηση των βάσεων. Αυτό οφείλεται, αφενός, στο ότι δεν υπάρχουν πλέον εύκολα μαθήματα που να ανεβάζουν τη μέση απόδοση υποψηφίων και, αφετέρου, στην αφαίρεση, κατά τον υπολογισμό της βαθμολογίας, των προφορικών βαθμών οι οποίοι έδιναν πριμ 600 μορίων στο σύνολο σχεδόν των υποψηφίων.
Παράλληλα με το νέο τρόπο υπολογισμού έχει αποδυναμωθεί η βαρύτητα των δύο Μαθημάτων Αυξημένης Βαρύτητας.
Ωστόσο υπάρχει και ο πιο κάτω αντίλογος: Όπως σημειώνει ο υπεύθυνος του Κέντρου Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού Φθιώτιδας Δημήτρης Καλοδήμος, με το παλιό σύστημα η μέγιστη συνεισφορά των προφορικών βαθμών ήταν 600 μόρια αν είχαμε σε όλα τα μαθήματα προφορικά 2 τουλάχιστον βαθμούς πάνω από τα γραπτά και αν δεν είχαμε ποινή μορίων π.χ υποψήφιοι της Θεωρητικής Κατεύθυνσης που διεκδικούν σχολές του 3ου Πεδίου (Υγεία).
Αν ληφθεί, μάλιστα υπόψη, ότι αν διαβάζει κανείς σε 4 μαθήματα και όχι σε 6 θα έχει καλύτερη επίδοση, τότε υπάρχει πιθανότητα αντί για πολύ μικρή πτώση βάσεων να έχουμε αύξηση βάσεων τουλάχιστον για τις υψηλόβαθμες σχολές.
Παράλληλα υπάρχουν και ορισμένα άλλα σημαντικά στοιχεία που αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην κίνηση των βάσεων καθώς αφορούν στη σχέση αριθμός υποψηφίων – αριθμός θέσεων εισακτέων μέσα στα όρια των Επιστημονικών Πεδίων.
Ας ανιχνεύσουμε αυτή τη σχέση και το ρόλο της στην κίνηση των βάσεων εισαγωγής στα δυο μεγαλύτερα Επιστημονικά Πεδία, των ανθρωπιστικών σπουδών και των θετικών επιστημών.
Οι υποψήφιοι των ανθρωπιστικών σπουδών με το νέο σύστημα πρόσβασης είναι λίγο λιγότεροι από πέρσι (37,8% των υποψηφίων φέτος ενώ πέρυσι αποτελούσαν το 40,54 των υποψηφίων), αλλά παράλληλα φέτος έχουν πολύ λιγότερες επιλογές από πέρυσι. Αυτό σημαίνει ότι οι φετινοί υποψήφιοι του μεγαλύτερου Πεδίου (των ανθρωπιστικών σπουδών) εφόσον η συντριπτική τους πλειονότητα δεν δηλώσει 5ο μάθημα θα έχουν δυσμενέστερους όρους πρόσβασης από τους περσινούς του ίδιου Πεδίου καθώς θα τους αντιστοιχούν αρκετές λιγότερες θέσεις.
Αντίθετα οι υποψήφιοι του δεύτερου μεγαλύτερου Επιστημονικού Πεδίου, των θετικών επιστημών, (35,8% των υποψηφίων), καθώς έχουν πρόσβαση στις σχολές του 2ου και του 3ου πεδίου (δηλαδή διεκδικούν περίπου 24.000 θέσεις), αναμένεται να έχουν σημαντικά μεγαλύτερες ευκαιρίες πρόσβασης.
8. Υπάρχουν μαθήματα που αναμένεται να δυσκολέψουν ιδιαίτερα τους υποψήφιους;
Στις πανελλαδικές εξετάσεις υπάρχουν μαθήματα τα οποία «παραδοσιακά» δημιουργούν προβλήματα στην πλειονότητα των υποψηφίων και άλλα στα οποία η εξασφάλιση υψηλής βαθμολογίας δεν είναι συνήθως μια πολύ δύσκολη διαδικασία.
Η χαρτογράφηση των μαθημάτων αυτών αποτελεί έναν «οδηγό» για το πού, σ’ αυτό το τελευταίο χρονικό διάστημα, πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα οι υποψήφιοι όλων των κατευθύνσεων. Αναφερόμαστε στα μαθήματα εκείνα στα οποία οι υποψήφιοι συναντούν τις μεγαλύτερες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια, τα οποία, βεβαίως, πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα από αυτούς.
Μια περιήγηση στα ποσοστά επιτυχίας/αποτυχίας των υποψηφίων -που πήραν μέρος στις πανελλαδικές εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση- αναδεικνύει με σαφήνεια την ανομοιογένεια των επιδόσεων στα εξεταζόμενα μαθήματα και από χρόνο σε χρόνο.
Παράλληλα, φανερώνει τα μαθήματα που δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα στους διαγωνιζομένους καθώς και τα μαθήματα στα οποία οι υποψήφιοι συγκεντρώνουν τις υψηλότερες βαθμολογίες.
Την τελευταία 15ετία, τα Μαθηματικά και η Φυσική, τα Αρχαία και η Ιστορία έχουν αποδειχθεί ότι δυσκολεύουν περισσότερο τους υποψηφίους και δημιουργούν μεγάλες ουρές χαμηλών βαθμολογιών.
Το μεγαλύτερο ποσοστό κάτω από τη βάση στην «ιστορία» των εξετάσεων Γενικού Λυκείου (αν εξαιρέσουμε τις «ιδιαίτερες» συνθήκες των θεμάτων του 2000) ήταν τα Μαθηματικά Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2 (80,26% το 2002), η Φυσική Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2 (74,98% το 2005), το ίδιο μάθημα (72,6%) το 2004, η Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2 (66,91% το 2002), τα Μαθηματικά Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 1 (65,06% το 2002). Στα μαθήματα Γενικής Παιδείας αν εξαιρέσουμε τη Φυσική του 2004 που είχε το 52,44% των γραπτών κάτω από τη βάση, η Ιστορία αναδεικνύεται το μάθημα με τα περισσότερα βαθμολογικά Βατερλό (63,66% κάτω από τη βάση το 2010).
Οι υποψήφιοι επίσης πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα τα Aρχαία Eλληνικά (κατά μέσο όρο 50% γράφει κάθε χρόνο κάτω από τη βάση) και την Iστορία (μόνο πέρσι μειώθηκαν σημαντικά τα ποσοστά αποτυχίας) αν θέλουν να βρουν ανοιχτή την είσοδο στις υψηλόβαθμες σχολές, καθώς τα παραπάνω μαθήματα, ενώ αποτελούν το κλειδί για την είσοδο σε υψηλόβαθμη σχολή, παράλληλα συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά χαμηλών βαθμολογιών.
Στη Βιολογία η αποτυχία στο διάστημα 2001-2003 αφορούσε το 30-45% των υποψηφίων, όμως τα ευκολότερα θέματα τα τελευταία χρόνια κατέβασαν το ποσοστό της αποτυχίας κάτω από το 12-18%. Στη Φυσική, το 2012 καταγράφεται η μεγαλύτερη αποτυχία στο μάθημα, φτάνοντας το 45,05%, ενώ στη Χημεία το ποσοστό των γραπτών κάτω από τη βάση είναι ανάμεσα στο 16,02% (το 2009) και 31,29% (το 2003).
efsyn.gr