Τα πρώτα σημάδια ενδιαφέροντος από ψηφιακούς νομάδες για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να καταγράφουν στελέχη της αγοράς ακινήτων το τελευταίο διάστημα. Παρότι ακόμα η σχετική ζήτηση είναι διερευνητική και ανεπίσημη (δηλαδή μέσω γνωριμιών με ανθρώπους στην Ελλάδα), είναι σαφές ότι η χώρα διαθέτει τις προϋποθέσεις να διεκδικήσει με επιτυχία ένα σημαντικό μερίδιο από την «πίτα» των ψηφιακών νομάδων, δηλαδή ανθρώπων μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, οι οποίοι ενδιαφέρονται να μισθώσουν ένα ακίνητο, από το οποίο να μπορούν να εργάζονται απομακρυσμένα.
Στελέχη του κλάδου επισημαίνουν ότι μέχρι στιγμής, η ζήτηση αυτή αφορά κυρίως βίλες στην Αττική Ριβιέρα, ωστόσο όσο μεγαλώνει το ενδιαφέρον, θα αρχίσει να καταγράφεται ενδιαφέρον και για άλλες περιοχές, που να προσφέρουν και πιο προσιτά ακίνητα. «Εχουμε ήδη γίνει αποδέκτες ζήτησης από ανθρώπους που εντάσσονται στην κατηγορία των ψηφιακών νομάδων. Μέχρι στιγμής, πρόκειται για στελέχη επιχειρήσεων από την Ισλανδία και τη Σουηδία, οι οποίοι ενδιαφέρονται να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα για περίοδο από έξι μήνες μέχρι κι ένα χρόνο. Ενδιαφέρονται για βίλες που κοστίζουν 2.000 έως 3.000 ευρώ/μήνα. Ωστόσο, είναι σαφές ότι πρόκειται είτε για ανώτερη στελέχη επιχειρήσεων, ή για ελεύθερους επαγγελματίες», σημειώνει στην «Κ», ο κ. Νάσος Γαβαλάς, επικεφαλής της Mint, εταιρείας διαχείρισης ακινήτων μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται για ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με το να εργάζονται από τρίτη χώρα, καθώς μέχρι πρόσφατα διέμεναν στην Ισπανία, που είναι μια μεγάλη αγορά για τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων. Πλέον, ένα μέρος των ανθρώπων έχει αρχίσει να εξετάζει την επιλογή της Ελλάδας, η οποία είναι και πιο προσιτή από οικονομικής πλευράς, ιδίως αν υπολογιστούν οι προδιαγραφές που προσφέρουν τα εδώ ακίνητα σε σχέση με το κόστος τους. «Αρχίζει και η Ελλάδα να μπαίνει στον χάρτη των ψηφιακών νομάδων», σημειώνει ο κ. Γαβαλάς.
Ασφαλώς, η σταδιακή προσέλκυση των ψηφιακών νομάδων αναμένεται να επιδράσει καταλυτικά και στην αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων, καθώς θα επιτρέψει σε μία σειρά από επαγγελματίες να διευρύνουν το αντικείμενό τους και να μεταφέρουν ένα μέρος του αποθέματος των ακινήτων που διαχειρίζονται προς τη συγκεκριμένη αγορά. Ουσιαστικά δηλαδή, ορισμένα ακίνητα θα αξιοποιούνται μέσω μεσοπρόθεσμων μισθώσεων, διάρκειας από έξι έως 12 μήνες, αντί για το υφιστάμενο μοντέλο της εκμίσθωσης του κάθε διαμερίσματος ως τουριστικού καταλύματος, με την τιμή να διαμορφώνεται ανά διανυκτέρευση.
Σημειωτέον ότι και η ίδια η Airbnb έχει περιγράψει τη διεύρυνση αυτή του μοντέλου λειτουργίας της, ήδη από τα πρώτα στάδια της πανδημίας. Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός κολοσσός έκανε λόγο για σταδιακή στροφή και προς μισθώσεις μεγαλύτερης διάρκειας, προκειμένου να καλυφθούν και οι ανάγκες ενός διαφορετικού κοινού από το αμιγώς τουριστικό. Με τον τρόπο αυτό, θα μειωθεί και το ρίσκο από τυχόν μεταπτώσεις στον τουριστικό κλάδο, αλλά και θα ενισχυθούν τα έσοδα των ιδιοκτητών/επενδυτών, καθώς θα μπορέσουν να απευθυνθούν σε μια νέα, πολυπληθή ομάδα δυνητικών επισκεπτών. Για τον σκοπό αυτό, η ίδια η Airbnb δρομολογεί τον εμπλουτισμό των υπηρεσιών της, ώστε να παράσχει στους ιδιοκτήτες και τη δυνατότητα να προωθούν ακίνητα για μισθώσεις μεγαλύτερης διάρκειας.
Οπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, η εξέλιξη αυτή θα εμπλουτίσει σημαντικά και τη λίστα των περιοχών ενδιαφέροντος για τους ξένους. Μέχρι σήμερα, με δεδομένο ότι το κοινό που αξιοποιεί τις βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι τουρίστες, στην «πρώτη γραμμή» της ζήτησης βρίσκονται περιοχές εντός ή πέριξ του εμπορικού τριγώνου του κέντρου της Αθήνας (π.χ. Κουκάκι, Μοναστηράκι, Πλάκα, Γκάζι, Ψυρρή, Νέος Κόσμος, Μεταξουργείο, Κεραμεικός, πλ. Αττικής), δηλαδή πλησίον των τουριστικών αξιοθέατων, ή εναλλακτικά σημεία στα νότια προάστια της Αττικής, πλησίον του παράκτιου μετώπου.
Με τη διεύρυνση της «δεξαμενής» των ξένων επισκεπτών, θα ενισχυθεί και η λίστα των περιοχών ζήτησης, με την ένταξη περιοχών που διαθέτουν ποιοτικά διαμερίσματα σύγχρονων προδιαγραφών, όπως π.χ. τα βόρεια και τα ανατολικά προάστια. Ουσιαστικά, δηλαδή, παρέχονται οι προϋποθέσεις για το άνοιγμα μιας εντελώς νέας αγοράς στον τομέα των ενοικιάσεων. Το κατά πόσον αυτή θα τροφοδοτηθεί με μια σταθερή και ικανή ροή επισκεπτών για να πυροδοτήσουν περισσότερες επενδύσεις στην αγορά κατοικίας, θα εξαρτηθεί από το πόσο σωστά θα οργανωθεί το άνοιγμα της χώρας προς το εξωτερικό και τα κίνητρα που ενδεχομένως να παρασχεθούν.
Μεγάλα οφέλη
Σύμφωνα με μελέτη του «MIT Enterprise Forum», εάν η Ελλάδα κατορθώσει να προσελκύσει 100.000 ψηφιακούς νομάδες σε ετήσια βάση, με μία μέση παραμονή έξι μηνών, το οικονομικό όφελος θα ξεπερνούσε το 1,6 δισ. ευρώ, ποσό που είναι αντίστοιχο των εσόδων που εισρέουν στην Ελλάδα από μία εβδομάδα παραμονής 2,5 εκατ. τουριστών. Υπολογίζεται ότι πριν από την πανδημία, τουλάχιστον τέσσερα εκατ. εργαζομένων απασχολούνταν απομακρυσμένα σε τρίτη χώρα, σε σχέση με την έδρα του εργοδότη τους. Μετά την πανδημία, υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί ακόμα και σε 1 δισ. μέχρι το 2035, αποτελώντας μια πολύ σημαντική τάση σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου η σχετική προσπάθεια να γίνει συντεταγμένα, προγραμματίζονται και νομοθετικές ρυθμίσεις από το υπουργείο Εξωτερικών, σε συνεργασία με το υπουργείο Μετανάστευσης. Συγκεκριμένα, σχεδιάζεται να εκδίδεται μια νέα «ψηφιακή βίζα», διάρκειας ενός έτους, με δυνατότητα επέκτασης για δύο ακόμα χρόνια.
Πηγή : kathimerini.gr
Νίκος Ρουσάνογλου