Χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 100.000 ευρώ διεκδικεί από την κ. Ρένα Μαντικού, έναν συγγενή της και έναν φίλο της, ο δημοτικός υπάλληλος κ. Αντώνης Γονιδάκης, με αγωγή που υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Η ένδικη διαφορά των δύο μερών ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, που εξετάζεται σύντομα σε δεύτερο βαθμό με κατηγορούμενη την κ. Μαντικού και τον συγγενή της για ξυλοδαρμό του κ. Γονιδάκη, προσέλαβε πλέον και διάσταση ενώπιον των αστικών δικαστηρίων.
Ο κ. Γονιδάκης υποστηρίζει στην αγωγή του εισαγωγικά τα εξής:
«Η οικία στην οποία διαμένω με την οικογένειά μου βρίσκεται πλησίον της οικίας της αδελφής και της μητρός της πρώτης των εναγομένων. Λόγω διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων με την πρώτη εναγομένη, καθώς επίσης και λόγω προβλημάτων γειτνίασης με τη μητέρα της, δέχομαι εδώ και δέκα περίπου έτη αναιτιολόγητες φραστικές επιθέσεις και απειλές τόσο από την πρώτη εναγομένη, όσο και από την οικογένειά της.
Συγκεκριμένα την 23-05-2009 ημέρα Σάββατο, βρισκόμουν μπροστά ακριβώς από την πόρτα της αυλής της παραπάνω οικίας μου, καθαρίζοντας το χώρο από τα χώματα και τα φύλλα που είχαν πέσει. Περί την ώρα 12:00 το μεσημέρι εμφανίσθηκε η πρώτη εναγομένη με το αυτοκίνητό της (χρώματος ασημί με ένα χαρακτηριστικό βαθούλωμα στο πίσω δεξιά μέρος του) και με κοιτούσε επίμονα. Γύρισα να την κοιτάξω και τότε εκείνη μου είπε «Τι με κοιτάζεις ρε;». Εγώ της απάντησα ότι «δε θέλω τίποτα». Τότε εκείνη με εξύβρισε με τις φράσεις «Πρόσεχε παλιοαλήτη και να μου πεις πώς έχτισες αυτό το σπίτι» προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την τιμή και την υπόληψή μου και έχοντας σαφή πρόθεση και δόλο για αυτό, δεδομένου ότι εκτός από τις ύβρεις, άφησε και υπονοούμενα σχετικά με τη νομιμότητα των εσόδων μου. Μάλιστα δεδομένου ότι οι φωνές της ήταν έντονες βγήκαν στο ανοιχτό παράθυρο της οικίας μου που βλέπει στο δρόμο η σύζυγός μου και τα δύο μου τέκνα που είδαν το συμβάν. Εγώ της απάντησα ότι «δουλέψαμε και εγώ και η γυναίκα μου και το φτιάξαμε» και «πως δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω στο επίπεδό σου απαντώντας στις βρισιές σου» παρακαλώντας τη να φύγει γιατί έχουν τρομάξει τα παιδιά μου. Τότε η πρώτη εναγομένη αποχώρησε.
Αφού αυτή απομακρύνθηκε μπήκα στην οικία μου προκειμένου να καθησυχάσω την οικογένειά μου και τα δύο ανήλικα κοριτσάκια μου. Στο σπίτι μου κάθισα περίπου δεκαπέντε λεπτά, μετά το συμβάν. Στη συνέχεια αφού διαπίστωσα ότι τα παιδιά μου είχαν ηρεμήσει, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και βγήκα από το σπίτι μου με σκοπό να πάω στα πεθερικά μου. Έκπληκτος είδα ότι η πρώτη εναγομένη βρισκόταν λίγα μέτρα από την οικία μου, έξω από την αυλόπορτά μου, πλην όμως επειδή διαπίστωσα ότι είχε μαζί της στο αυτοκίνητό της και το παιδί της δεν έδωσα σημασία και συνέχισα να κατευθύνομαι προς το όχημά μου, όπου και επιβιβάσθηκα. Ξεκίνησα την πορεία μου και μόλις βγήκα από την αυλόπορτά μου, μου έφραξε το δρόμο μία δίκυκλη μοτοσικλέτα χρώματος μαύρου, χωρίς αριθμούς κυκλοφορίας περίπου 150 έως 250 κυβικών.
Στη μοτοσικλέτα επέβαινε ένα άγνωστο προς εμένα, τότε, άτομο αρκετά εύσωμο (μελαχρινό), ο οποίος εκ των υστέρων έμαθα πως λέγεται (…), και με ρώτησε εάν είμαι ο «Καντιδάκης». Εγώ του απάντησα πως λέγομαι Γονιδάκης. Τότε εκείνος εντελώς αναίτια και απρόκλητα με έσπρωξε στο όχημά μου και άρχισε να με χτυπάει σε όλο μου το σώμα λέγοντάς μου «εσύ είσαι ρε (…) αυτός που τα βάζει με την Μαντικού, θα σε (…) εδώ και τώρα». Από τα χτυπήματα έπεσα πάνω στο αυτοκίνητο και προσπάθησα να καλυφθώ.
Στο σημείο εκείνο εμφανίσθηκε και η πρώτη εναγομένη, η οποία με χαστούκιζε ενώ προσπαθούσα να προστατευθώ, μου έσκισε την μπλούζα που φορούσα καταστρέφοντάς την ολοσχερώς και μου προκάλεσε εκδορές στο σώμα μου με τα νύχια της. Παράλληλα με απείλησε με τις φράσεις «εάν τη Δευτέρα δε σε διώξω από τον Δήμο εγώ θα παραιτηθώ από δημοτική σύμβουλος», προκαλώντας μου φόβο και ανησυχία δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη τύγχανε δημοτική σύμβουλος, πρόεδρος της δημοτικής επιχείρησης ΡΟΔΩΝ Α.Ε. και αναπληρώτρια προϊσταμένη της διεύθυνσης τοπικής αυτοδιοίκησης της Περιφέρειας Ν. Αιγαίου. Επίσης και με τη βοήθεια του (…), ο οποίος με κρατούσε, χτύπησε με δύναμη το κεφάλι μου στο αυτοκίνητό μου, προκαλώντας μου «επίσταξη ρινός», ενώ ταυτόχρονα η εναγομένη φώναζε στον δεύτερο εναγομένο, αλλά εν συνεχεία και στον τρίτο, ο οποίος εμφανίστηκε στο σημείο «Τι κάθεστε εκεί; Σκοτώστε τον.
Σκοτώστε τον, τον (…)». Από τις φωνές μου είχαν βγει στο παράθυρο η σύζυγός μου και τα δύο μου τέκνα, τα οποία είδαν όλο το συμβάν. Απεγνωσμένα προσπαθούσα να πιάσω το κινητό μου για να καλέσω την αστυνομία να με σώσει, πλην όμως δέχθηκα ένα ισχυρό χτύπημα στο αριστερό μου χέρι και μου έπεσε το κινητό. Ευτυχώς η σύζυγός μου, η οποία ήδη είχε κατέβει στην αυλή, φώναξε ότι ειδοποιήθηκε η αστυνομία (όπως πράγματι είχε πράξει) με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να τραπούν σε φυγή. Πριν από τη φυγή των εγκαλουμένων ο τρίτος εναγόμενος με απείλησε με τις φράσεις «μην τολμήσεις και δώσεις συνέχεια στο συμβάν, ξέχασε ό,τι έγινε γιατί αυτό ήταν η πρώτη δόση αλλιώς θα τελειώσετε όλοι εδώ», προκαλώντας μου έντονα συναισθήματα φόβου και ανησυχίας κυρίως για την τύχη των ανηλίκων τέκνων μου και έχοντας σαφή πρόθεση και δόλο προς τούτο. Αφού προσήλθε η αστυνομία και ανέφερα το συμβάν προφορικά, μεταφέρθηκα – με τη βοήθεια ενός φίλου μου που έσπευσε στο χώρο μετά από ειδοποίηση, ήτοι του (…) – στο Γ.Ν. Νοσοκομείο Ρόδου «Ανδρέας Παπανδρέου», όπου και εξετάσθηκα από τους εφημερεύοντες ιατρούς, οι οποίοι πιστοποίησαν τα τραύματά μου».
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Ακης Δημητριάδης, Στέλιος Κιουρτζής και Νατάσσα Παπανικολάου.